Η ελληνική Εκκλησία μετά την ανεξαρτησία

Η ελληνική Εκκλησία μετά την ανεξαρτησία

3' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

CHARLES A. FRAZEE
Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία 1821-1852
Εκδόσεις Δόμος, 2020, σελ. 272

Το επετειακό έτος που διανύουμε, με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 μπορεί μεν να χαρακτηρίζεται για την εορταστική λιτότητά του (έχει και η πανδημία τα καλά της…), αποτελεί όμως μια ιδανική ευκαιρία για έναν πολυεπίπεδο αναστοχασμό. Από τον τελευταίο δεν θα πρέπει να εξαιρεθεί η «εν Ελλάδι» Εκκλησία, η οποία οφείλει, άλλωστε, στον αγώνα της ανεξαρτησίας τον ταυτοτικό αυτοπροσδιορισμό της. Στη συνάφεια αυτή εντάσσεται η πρόσφατη επανέκδοση του εμβληματικού έργου του Ch. Frazee, το οποίο είχε πρωτοκυκλοφορήσει, υπό τον τίτλο «The Orthodox Church and Independent Greece», στα τέλη της δεκαετίας 1960. Σε αυτό, ο Frazee εξετάζει με το ψυχρό μάτι του ερευνητή την ιστορία των σχέσεων της Εκκλησίας με το αναδυόμενο ελληνικό κράτος, κατά την περίοδο από το 1821 έως το 1852, καθώς και τον ρόλο που διαδραμάτισε στην εξέλιξη αυτών των σχέσεων η διπλωματία των τριών ξένων δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία), χρησιμοποιώντας γνωστές και άγνωστες αρχειακές πηγές.

Μετά την ανεξαρτησία, και δη το 1833, η έλευση στο αρτιγέννητο ελληνικό Βασίλειο του Oθωνα και της βαυαρικής αντιβασιλείας, μέλος της οποίας ήταν ο διαπνεόμενος από πολιτειοκρατικές αντιλήψεις καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μονάχου Georg Ludwig von Maurer, προτεστάντης στο θρήσκευμα, επέδρασε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της εκκλησιαστικής πολιτικής της εποχής εκείνης, θεμέλιο της οποίας ήταν η οριστική διάρρηξη των δεσμών της Ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. «Ο Maurer», σημειώνει ο Frazee (σ. 139), «θεωρούσε την Εκκλησία ως υπηρεσία και υφιστάμενο του κράτους», κατά το πρότυπο που επικρατούσε στην πατρίδα του. Την προσέγγιση αυτή συμμεριζόταν και ο ίδιος ο Οθωνας, ο οποίος, σε γράμμα προς τον πατέρα του, τον Μάιο 1832, γράφει ότι θεωρεί ιδανική τη δημιουργία μιας Συνόδου «υπό την διεύθυνση κάποιου Μητροπολίτη που θα ήταν κάτι σαν τους προέδρους των δικών μας επιτροπών και ουσιαστικά δεν θα είχε εξουσία»…

Απόληξη μακρών διεργασιών υπήρξε η «Διακήρυξις περί της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας», που εκδόθηκε στις 23 Ιουλίου 1833. Με αυτήν τοποθετείται ο νεαρός Οθων, ένα πολιτικό, δηλαδή, όργανο, ρωμαιοκαθολικός στο θρήσκευμα, ως Αρχηγός της Εκκλησίας(!), η οποία, κατά την τουλάχιστον περίεργη ονομασία της Διακήρυξης, ονομάζεται «Εκκλησία του Βασιλείου» (sic), ωσάν το τελευταίο να διέθετε τίτλους κυριότητας επ’ αυτής… Είναι, μάλιστα, μόνο κατ’ ευφημισμόν «ανεξάρτητος από πάσης άλλης εξουσίας», καθώς διοικείται από διορισμένη Σύνοδο, ενώ «Εις εκκλησιαστικάς τελετάς μνημονεύουν οι Αρχιερείς πρώτον μεν τον Βασιλέα, δεύτερον δε την Ιεράν Σύνοδον…» Συνολικώς υπήρχαν 25 άρθρα «που το καθένα από αυτά», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Frazee, «υποδούλωνε όλο και πιο πολύ την Εκκλησία στην πολιτεία. Αν υπήρξε ποτέ μία Εκκλησία χωρίς κανένα κύρος και σε πλήρη εξάρτηση από την πολιτεία, αυτό έγινε στην Εκκλησία της Ελλάδος με το καταστατικό του Μάουρερ» (σ. 149), το οποίο παραγκώνιζε τους Επισκόπους «στη θέση του “παιδιού για τα θελήματα” της κυβερνητικής γραφειοκρατίας» (σ. 152). Αυτό το εισαγόμενο μόρφωμα της κρατικής Εκκλησίας ήταν ασφαλώς αταίριαστο με τις ανάγκες και τις προοπτικές του τόπου, καθώς «πάρθηκε με προχειρότατο τρόπο από έξω, και κόπηκε και ράφτηκε όπως όπως επάνω σ’ ένα σώμα με άλλες διαστάσεις και άλλους όρους αναπνοής» (Οδ. Ελύτης).

Ωστόσο, τα αποτυπώματα αυτής της πατερναλιστικής προσέγγισης έναντι της Εκκλησίας ήταν ευδιάκριτα, ήδη από τους επαναστατικούς χρόνους, στην, έστω ανεπίγνωστη, στάση των εκπροσώπων της Διοίκησης. Αψευδές τεκμήριο, τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, όπου διασώζεται, μεταξύ άλλων, το εξής: Στις 7.10.1822, οι διορισμένοι αρμοστές των νήσων των Κυκλάδων, αλληλογραφώντας προς τον Επαρχο της Νάξου, του δίδουν σε σχέση με τον τόπο εγκατάστασής του την κατωτέρω εντολή, απολύτως ενδεικτική των αντιλήψεων των πολιτικών ηγετών του νέου κράτους: «Επειδή και η Μητρόπολις είναι κτήμα της Διοικήσεως, περάσετε λοιπόν εκεί διά να έχη και η Διοίκησις κέρδος το ενοίκιον, και διά να έχετε και υμείς ανάπαυσιν».
Σήμερα, 200 χρόνια μετά, τα πράγματα είναι ασφαλώς καλύτερα. Η επιταγή, όμως, του Πατριαρχικού Τόμου 1850 για μία Εκκλησία «ζώσα και ελεύθερη» αναμένει ακόμα την πλήρη εκπλήρωσή της…  
 
* Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή