Σε πόσες δόσεις «ελευθερώνεστε»;

Σε πόσες δόσεις «ελευθερώνεστε»;

4' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εσείς σε πόσες δόσεις «ελευθερώνεστε»; Αυτή η ερώτηση του τελευταίου καιρού μού προκαλεί ποικίλους συνειρμούς. Φυσικά το προφανές σχετίζεται με τον εμβολιασμό που έχει πληθύνει τον τελευταίο καιρό και περιλαμβάνει τις πιο παραγωγικές ηλικίες του τόπου, αυτού του κόσμου, αν αντέξουμε να τραβήξουμε την κουρτίνα για να δούμε και πέρα από τον μικρόκοσμό μας. Πενηντάρηδες, σαραντάρηδες, και ακόμα νεαρότεροι, προσφεύγουν στα εμβολιαστικά κέντρα για να ανακτήσουν ό,τι πιο πολύτιμο στερήθηκαν με βίαιο τρόπο τον τελευταίο χρόνο: την ελευθερία τους. 

Κανείς από αυτές τις «καλομαθημένες» γενιές που μεγάλωσαν με το όραμα του ότι η ζωή θα γίνεται όλο και πιο εξωστρεφής, με καλές πανεπιστημιακές σπουδές, ταξίδια, εναλλαγή συντρόφων και εμπειριών, με μια πρωτοφανή επένδυση στον ίδιο τον εαυτό, και κυρίως με την πεποίθηση ότι η Ευρώπη είναι ένα «σπίτι», δεν φαντάστηκε ότι θα έρθει εκείνη η ώρα που για να βγει από το δικό του σπίτι θα πρέπει να στείλει μήνυμα για να πάρει άδεια. Και αυτό όχι επειδή ζει σε δικτατορικό, αυταρχικό καθεστώς, αλλά επειδή ένας αόρατος ιός απειλεί την ελευθερία του, την ύπαρξή του. 

Οι παλιότερες γενιές επίπλωσαν τα σπίτια τους με δόσεις. Ηταν οι λεγόμενοι δοσάδες που περνούσαν κάθε μήνα από τα νοικοκυριά και εισέπρατταν τις οικονομίες τους, προκειμένου να αγοράσουν έπιπλα, κουρτίνες, λευκά είδη, ακόμα και εγκυκλοπαίδειες. Δόση δόση χτίστηκαν ζωές και νοικοκυριά, ελπίζοντας πάντα στο αύριο, σε κάτι καλύτερο για τα παιδιά τους. Αυτές οι δόσεις τότε δεν ρύθμιζαν μόνο το χρέος, ρύθμιζαν και συγκρατούσαν πένθη και πάθη, μίση και έρωτες. Οταν δεν φτάνει να πληρωθεί ο δοσάς, κανείς δεν αντιλαμβάνεται την ελευθερία του με τον ίδιο τρόπο.

Οι νεότερες γενιές όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, ιδίως αυτές που άκουγαν, μαζί με τα παιδικά τους τραγούδια, την προτροπή σαν νανούρισμα «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», εκπαιδεύτηκαν για άλλου τύπου ελευθερίες, και φυσικά για άλλες δόσεις. Τα ήθελαν όλα και πολλοί τα είχαν κιόλας. Χρήματα για σπουδές, διεύρυνση των γνώσεων, εκμάθηση ξένων γλωσσών, επιλογές για διακοπές, μετάβαση στο εξωτερικό, τα σύνορα και τα όρια καταλύονταν με ταχύ τρόπο.

Είτε με εκπαίδευση και αυτοπεποίθηση είτε με χρήμα και τσαμπουκά. Και εκεί άρχισαν τα παρατράγουδα των «πολλαπλών επιλογών». Ετσι όπως μπήκαν στις πρώτες τάξεις των αγγλικών τα multiple choices, οδηγηθήκαμε με χαρακτηριστική άνεση στην ημιμάθεια και της γλώσσας αλλά κυρίως της ζωής και της θέσης μας. 

«Δεν θέλω να παρουσιαστώ εκεί ως φαντάρος», «δεν θέλω να πάω σε εκείνη την επαρχία όπου πέρασα στο πανεπιστήμιο», «δεν θέλω αυτόν τον μισθό που μου προτείνουν», «θέλω να το σκεφτώ αν θα δεσμευτώ με τον έναν ή τον άλλον τρόπο». Αυτές είναι φράσεις που έχουν ειπωθεί κατά καιρούς από νέους ανθρώπους που, αντί να εισέρχονται με πάθος ταύρου στη ζωή, στέκουν στην άκρη σαν «μωρές παρθένες», ανεξαρτήτως φύλου, για να καλοεξετάσουν τις επιλογές που έχουν. Και φυσικά πάντα υπάρχει κάποιος που τους ανοίγει τις επιλογές για να τους διευκολύνει. 

Ετσι μάθαμε ότι όλα στη ζωή μπορούν να περιμένουν, οι δεύτερες ευκαιρίες είναι άπειρες, ο εχθρός του καλού είναι πάντα ο καλύτερος. Αυτό το φαινόμενο εμφανίστηκε περίτρανα και στην επιλογή των δόσεων της COVID-«ελευθερίας» μας. Ενώ «διψάμε» να την ξανακερδίσουμε, βάζουμε άλλο ένα pause και περιμένουμε τις «πολλαπλές επιλογές» για να διαλέξουμε το «καλό» εμβόλιο. Λες και μπορούμε στα αλήθεια να γνωρίζουμε.
Και ενώ μέχρι τώρα δεν καταδεχόμασταν να ρουφήξουμε τη ζωή μας σε μικρές δόσεις, όπως οι πιο φοβισμένοι γονείς μας, από τους οποίους διακαώς θέλουμε να ξεφύγουμε, τώρα ως μεσήλικοι αποκτούμε τόσο συντηρητικά αντανακλαστικά ενός αρχαϊκού φόβου, που επισφραγίζουν το πόσο θέλουμε να έχουμε τον έλεγχο της κατάστασης σαν και εκείνους.

Και τελικά, παρά τον αέρα που φαινομενικά φέρουμε στην εμφάνιση, επιλέγουμε με τη στάση μας μια παράταση της εσωστρέφειας και ίσως και του σκοταδισμού. Αντί για την πανηγυρική έξοδο στο αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι. Που ταυτόχρονα είναι μια κατάφαση στην επιθυμία, στη ζωή και στην επιστήμη.

Μα αλίμονο, πώς φανταστήκαμε εμείς ότι θα γλιτώσουμε από τον φόβο της ζωής για τη ζωή; Από τις δόσεις; Θέλει αρετή και τόλμη, λέει ο ποιητής, και συχνά η ελευθερία δεν είναι τελικά αυτό που επιλέγουμε, και ας διατρανώνουμε το αντίθετο. Ισα ίσα, έχουμε και εμείς ανάγκη από την ασφάλεια του «δοσά», θέλουμε μικρές δόσεις ελευθερίας, για να αντέξουμε αυτό που ορίζεται για τον καθένα ως ζωή. Εξ ου και κάποιοι ενσωματώθηκαν στην καραντίνα περισσότερο από άλλους, ή τελικά όλοι νιώσαμε και κάποια θετικά, κάτι που δεν θα φανταζόμασταν μέχρι πρότινος. Αλλωστε, για να στοχαστούμε πάνω στην ελευθερία πρέπει να σκεφτούμε τι σημαίνει δέσμευση για τον καθένα.

Τι σημαίνει δέσμευση στην εργασία, στον εαυτό, στις σχέσεις, στον γάμο. Πόσο αντέχουμε να είμαστε δεσμευμένοι και σε ποιο βαθμό. Πόσες δόσεις χρειαζόμαστε από ποια υλικά για να νιώσουμε ότι ορίζουμε τη ζωή. Είναι γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να ζήσει σε απόλυτη ελευθερία. Ούτε και σε απόλυτη σκλαβιά. Αλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, άλλος συνειδητά, άλλος χωρίς καμία αίσθηση συνείδησης, πειραματίζεται κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή με τις δόσεις του. 

Πόσες δόσεις χρειάζεται από τι για να μπορέσει να ζήσει. Πόσες δόσεις για να γίνει η ζωή φάρμακο και όχι φαρμάκι. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή