Αρνούμαστε να δούμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο

Αρνούμαστε να δούμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο

Ο Κώστας Κουτσουρέλης μιλάει στην «Κ»

5' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αρνούμαστε να δούμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο-1Με την κυκλοφορία του νέου δοκιμίου του Κώστα Κουτσουρέλη με τίτλο «Τι είναι και τι δεν είναι ποίηση» από τη Μικρή Αρκτο, συνομιλήσαμε με τον ποιητή για την ουσία της ποίησης στους σύγχρονους καιρούς.

– Ποια ήταν η ανάγκη σας να γράψετε για την Ποίηση είτε μιλώντας για μια ενδεχόμενη «αυτοκτονία» της είτε ορίζοντάς την;
– Γράφοντας μετέχουμε σ’ έναν διπλό διάλογο. Ο πρώτος είναι με την παράδοση, με τις σημαντικές μορφές του παρελθόντος που αναμετρήθηκαν με τα ίδια ερωτήματα. Και ο δεύτερος, με τους συγκαιρινούς μας που τα επαναθέτουν. Ο λόγος που ασχολούμαι στο τελευταίο μου βιβλίο με τον ορισμό της ποίησης είναι γιατί θέλω να καταδείξω ό,τι εγώ θεωρώ διαδεδομένη και βλαπτική, για την ποίηση την ίδια, πλάνη: ότι δηλαδή δεν είναι ένα είδος λόγου, οριζόμενο με αμιγώς μορφικά λογοτεχνικά κριτήρια όπως όλα τα άλλα, το μυθιστόρημα ή το δράμα λ.χ., αλλά κάτι σαν Πεπρωμένο ή Αποστολή, «άτυπη νομοθεσία της ανθρωπότητας», «ιέρεια του αόρατου», «φάρμακο για τις πληγές της λογικής» κ.ο.κ. Ξεκινώντας από τέτοια αφετηρία, πολλοί ποιητές των τελευταίων δύο αιώνων έκλεισαν την τέχνη τους σ’ έναν πύργο τόσο αριστοκρατικό και φυγόκοσμο ώστε, αλίμονο, άφησαν απέξω το 90% της παράδοσής τους και το μεγαλύτερο μέρος του κοινού. Φυσικά και η ποίηση μπορεί να είναι φορέας μεγάλων ιδεών ή όργανο ζήτησης της αλήθειας, το έχει αποδείξει τόσες φορές. Είναι όμως συγχρόνως και τόσα άλλα: πολιτική έκφραση και κοινωνική κριτική, ανάλαφρη σάτιρα και αθώο τραγούδι, πρακτική διδαχή και συναρπαστική αφήγηση, υψηλή ψυχαγωγία και απλή διασκέδαση.  

– Η έμμετρη και έρρυθμη καταγωγή της ποίησης πιστεύετε ότι έχει επιβιώσει στις ημέρες μας;
– Στο βιβλίο δείχνω, και με νούμερα κάποτε, ότι όχι μόνο έχει επιβιώσει, αλλά ότι η επιστροφή της είναι στην κυριολεξία εντυπωσιακή, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Ο αριθμός των νέων ποιητών (και όχι μόνο εκείνων) που στρέφονται στις αυστηρές έμμετρες μορφές διαρκώς αυξάνεται. Ισχυρίζομαι μάλιστα ότι η «επιστροφή στο μέτρο» είναι το μόνο νέο και ανανεωτικό ρεύμα της ποίησής μας των τελευταίων δεκαετιών. Θα ήθελα κάποτε να δω έναν από τους φιλολόγους μας να σκύβει πάνω σ’ αυτόν τον ισχυρισμό.

– Είμαστε μια χώρα που έχει γεννήσει μεγάλους ποιητές; Σήμερα υπάρχει νέα ποιητική παραγωγή. Πιστεύετε ότι η εποχή μας δεν βγάζει μεγάλα μεγέθη ή υπάρχουν; 
– Οταν γκρινιάζουμε ότι δεν έχουμε σήμερα μεγάλους ποιητές, ουσιαστικά λέμε το εξής απλό: ότι κανείς τωρινός ποιητής μας δεν έχει την απήχηση που είχαν στη δημόσια σφαίρα οι μείζονες ομότεχνοί του του παρελθόντος. Πράγμα που αλίμονο αληθεύει. Δυστυχώς, όταν θέτουμε το επόμενο λογικά ερώτημα, για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό, δεν είμαστε ειλικρινείς στις απαντήσεις μας. Οπως δείχνω στο βιβλίο, προσπαθούμε να φορτώσουμε την ευθύνη σε όλους τους άλλους: στην «αμορφωσιά» του κοινού, την «αντιποιητική εποχή», τη στάση των ΜΜΕ κ.ο.κ. Αρνούμαστε να δούμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο, το γεγονός δηλαδή ότι η ποίηση του καιρού μας έχει καταντήσει είδος λόγου άκρως εσωστρεφές και άτερπνο για τον αναγνώστη, σχεδόν κωδικό. Γραμμένο για να αναλώνεται αποκλειστικά από τους παραγωγούς της και ακατάλληλο για κάθε άλλον σχεδόν.

Αρνούμαστε να δούμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο-2
O Kώστας Κουτσουρέλης θυμίζει τη διάγνωση του Πάουντ: ενώ η ποίηση είναι μια ολόκληρη ήπειρος, καθένας θέλει να την ταυτίζει με το δικό του χωριουδάκι.

– Γιατί το αναγνωστικό κοινό δεν διαβάζει ποίηση, ενώ οι εκδότες εκδίδουν αρκετούς νέους ποιητές;
– Εδωσα ήδη μια αρχική απάντηση. Συμπληρώνοντας να πω ότι το δεύτερο εξηγεί το πρώτο. Πολλοί εκδότες εκδίδουν πάμπολλους ποιητές κάθε ηλικίας, επειδή δεν αναλαμβάνουν κανενός είδους ρίσκο. Το μεν κόστος της έκδοσης το καλύπτουν συνήθως οι ίδιοι οι εκδιδόμενοι, η δε κριτική σχεδόν ποτέ δεν βρίσκει κάποιο απ’ αυτά τα πληθωριστικά βιβλία περιττό ή αποδοκιμαστέο. Εχει δηλαδή αντιστραφεί ο εμπορικός κύκλος, οι εκδότες δεν πωλούν πλέον βιβλία στους αναγνώστες, αλλά στους συγγραφείς. Το κοινό σε όλα αυτά μένει απέξω: ούτε οι εκδότες, ούτε οι ποιητές το λαμβάνουν υπόψη τους. Και ανταποδίδει τα ίσα: αδιαφορεί. Ασφαλώς μέσα στα χίλια βιβλία που βγαίνουν ετησίως, κάποια θα μπορούσαν να αποσπάσουν την προσοχή –προσωπικά είμαι βέβαιος: ακόμη και την αγάπη του. Πώς όμως θα τα βρει μέσα στον καταθλιπτικό όγκο των υπολοίπων;

– Τα προσωπικά βιώματα ενός δημιουργού, ο πόνος εν προκειμένω, τον κάνει καλύτερο ή χειρότερο δημιουργό; Και μπορεί αυτό να συνοδοιπορήσει με την ηθική ή την ανθρωπιά του;
– Αν ο Καρυωτάκης δεν είχε βρεθεί στο αδιέξοδο που βρέθηκε, και ζούσε λ.χ. ώς τη δεκαετία του 1980, θα έγραφε άραγε καλύτερα ποιήματα απ’ όσα πρόλαβε να μας αφήσει; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτό. Ο πόνος εξευγενίζει, έλεγε ο Νίτσε, τα εμπόδια και η δυστυχία κάποιους δημιουργούς αποδεδειγμένα τους χαλύβδωσαν, τους έκαναν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους. Ομως τα όρια της αντοχής του καθενός διαφέρουν, αυτό που για τον έναν είναι κίνητρο, για τον άλλο είναι γκρεμός. Ετσι και αλλιώς, η υψηλή τέχνη προϋποθέτει υψηλή ευφυΐα και αυτή, όπως λένε οι ειδικοί, κάνει τους κατόχους της συνήθως ανικανοποίητους, συχνά και δυστυχείς. Ομως η δυστυχία δεν είναι τεκμήριο λογοτεχνικής, πολλώ δε μάλλον ηθικής, υπεροχής. Κάτι τέτοιες απόψεις, ένας άνθρωπος που ο ίδιος και υπέφερε και κατατρέχτηκε πολύ, ο νομπελίστας Ιωσήφ Μπρόντσκι, τις αποκαλούσε «απάνθρωπες».  

– Πρόσφατα γράψατε και εσείς για την κόρη σας. Τον τελευταίο καιρό, αυξάνονται παγκοσμίως και στην Ελλάδα οι προσωπικές αφηγήσεις. Ποια είναι πιστεύετε η ανάγκη του δημιουργού να γράψει για την προσωπική του ζωή;
– Δεν είναι καινούργιος ο τρόπος αυτός. Ας αναλογιστούμε τον Αρχίλοχο ή τον Κάτουλλο, τον Πρόδρομο ή τον Βιγιόν. Η ανάγκη να μιλήσουν για τα βιώματά τους είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους. Ωστόσο, στη λογοτεχνία, ας μη το ξεχνάμε, το πρώτο πρόσωπο του ομιλούντος από μόνο του δεν σημαίνει απολύτως τίποτε. Ολο το ζήτημα είναι πώς το προσωπικό βίωμα θα απο-προσωποποιηθεί, πώς δηλαδή θα αποκτήσει υπερπροσωπική, οικουμενική διάσταση. Ειδάλλως, μπορεί να βολευτεί κανείς και με ένα reality show.

– Τελικά, τι είναι και τι δεν είναι ποίηση; Από ποιον και πώς ορίζεται;
– «Αν αφαιρέσει κανείς από την ποίηση το μέλος, τον ρυθμό και το μέτρο, δεν θα του απομείνει παρά πρόζα», διαβάζουμε στον Πλάτωνα. Αυτός είναι, άπαξ και διά παντός για εμένα, ο ορισμός της ποίησης. Ενας ορισμός καθαρά μορφικός όπως προείπα, πλατύς τόσο ώστε να αγκαλιάζει το σύνολο της τεράστιας παράδοσής της. Το ότι πολλοί τον αρνούνται σήμερα και τον αντικαθιστούν με άλλους ορισμούς, ουσιοκρατικούς, μεταφυσικούς κ.ο.κ., έχει να κάνει με εκείνη τη σκωπτική διάγνωση του Πάουντ, ότι ενώ η ποίηση είναι μια ολόκληρη ήπειρος, καθένας θέλει να την ταυτίζει με το δικό του χωριουδάκι. Για να αποκλείσει τους ξενομερίτες και τους αλλόπιστους, φυσικά. Λογικό και ανθρώπινο θα πει κανείς. Ομως και εσφαλμένο. Εν προκειμένω είχε άδικο ο Μακ Λιούαν, το μέσο δεν είναι το μήνυμα. Μηνύματα έχει κανείς το ελεύθερο να στέλνει όποια θέλει. Ποτέ δεν πρόκειται να συμπέσουμε όλοι σε ένα. Ομως το μέσο είναι για όλους κοινό. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή