Η τρομπέτα που έπαιζε τη μουσική των θεών

Η τρομπέτα που έπαιζε τη μουσική των θεών

Κλίφορντ Μπράουν, ένας πρόωρα χαμένος αστέρας της τζαζ.

4' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η τρομπέτα που έπαιζε τη μουσική των θεών-11991, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, και το πρώτο πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας αναμεταδίδει ζωντανή εκπομπή με τον ασυνήθιστο τίτλο «Στον παράδεισο της μουσικής, η τζαζ είναι βασιλιάς». Ο γραφίστας Δημήτρης Θ. Αρβανίτης, λάτρης της τζαζ, παρουσιάζει ένα αφιέρωμα στον συνθέτη των μιούζικαλ του ’30, του ’40 και του ’50, τον Αμερικανό τραγουδοποιό Κόουλ Πόρτερ. Η αφορμή είναι η συλλογή «Red Hot and Blue» – δισκογραφική πρωτοβουλία με σκοπό την αφύπνιση του κοινού σχετικά με το AIDS: διάσημοι ποπ καλλιτέχνες ερμηνεύουν γνωστά τραγούδια του κλασικού τζαζ ανθολογίου. Η Σινέντ Ο’ Κόνορ προσφέρει μια βελούδινη εκδοχή του «You do Something to Me», οι Νεγκρές Βερτ αποδίδουν με τον τσιγγάνικο πανκ τρόπο τους το «I Love Paris» και η Ανι Λένοξ κάνει το ήδη σπαρακτικό «Everytime we Say Goodbye» να σπαράξει ακόμα πιο πολύ με μια ερμηνεία που εκτοξεύεται σαν βέλος στην καρδιά.

Ο παραγωγός της εκπομπής όμως θέλει να παίξει λίγο ακόμα Κόουλ Πόρτερ πέραν αυτής της συλλογής, βγαλμένο από κάποια πολύ εκλεκτικά συρτάρια της τζαζ. Στο τέλος του προγράμματος διαλέγει να παίξει ένα τραγούδι από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου, όπου οι στίχοι μιλούν με τη φωνή των κοριτσιών που εύχονται ο σύντροφός τους, που τώρα πολεμάει κάπου στην Ευρώπη, να γυρίσει σύντομα πίσω: «Θα ήταν τόσο ωραία να γύρναγες στο σπίτι, θα ήσουν τόσο όμορφος δίπλα στη φωτιά…» – λόγια που αποκτούν μια επιπλέον στρώση μαγείας επειδή τα τραγουδάει μια βραχνή γυναικεία φωνή με ένα σαγηνευτικό γρέζι και, απ’ ό,τι φαίνεται, μια απίστευτη άνεση στην ερμηνεία. Λέγεται Ελεν Μέριλ, μας ενημερώνει ο παραγωγός της εκπομπής – και απορεί κανείς πώς είναι δυνατόν αυτή η τραγουδίστρια να μην έγινε ποτέ εξίσου γνωστή με τις πασίγνωστες βασίλισσες του χώρου: την Ελλα Φιτζέραλντ, την Μπίλι Χόλιντεϊ, τη Σάρα Βον…

Οταν ο τρομπετίστας της μπάντας ξεκινάει απότομα το μικρό του σόλο, είναι λες και έως τώρα ακούγαμε μια κορυφαία ανθρώπινη μουσική, ενώ τώρα παίρνουμε μια μικρή γεύση από τη μουσική των θεών. Το σόλο σκάει σαν πυροτέχνημα και μοιάζει σαν κάτι που ήρθε από το Διάστημα, κάτι που έφερε ένα μήνυμα από το μέλλον. Τι είναι αυτό το εξωπραγματικό στοιχείο που έχει αυτή η ερμηνεία που δεν έχει ξανακουστεί πουθενά, στις νότες κανενός άλλου μουσικού, εκτός ίσως από αυτές του Τσάρλι Πάρκερ στο σαξόφωνο; Πώς, μέσα σ’ ένα μόνο λεπτό, η τρομπέτα αυτή αναπαράγει όλη τη μελωδία του τραγουδιού με ένα τρόπο τόσο αβίαστα αναπάντεχο, τόσο φρέσκα και φωτεινά, πώς κάθε χρήση του χρόνου και της αρμονίας μοιάζει να αστράφτει από ιδέες και καινοτομία, πώς ο τόνος μοιάζει φιλοπαίγμων και λυρικός μαζί;

Ο Κουίνσι Τζόουνς

Ο μουσικός του σόλο τρομπέτας ήταν ο Κλίφορντ Μπράουν, και η χρονιά ήταν το 1955. Η ενορχήστρωση ήταν του δαιμόνιου παραγωγού Κουίνσι Τζόουνς. Μόλις είκοσι δύο ετών τότε, έχει στα χέρια του δύο σεμνά και λαμπερά αστέρια εν τη γενέσει τους, τη Μέριλ και τον Μπράουν. Ηταν και οι δυο τους, τότε, μόνο είκοσι πέντε χρόνων. Στην ηχογράφηση αυτή, γράφτηκε ένα από το πιο λαμπρά μικρά κεφάλαια στην ιστορία μιας τεράστιας μουσικής. Κι όμως, ενώ η Μέριλ ακόμα είναι εν ζωή, ενενήντα ετών σήμερα, εξαφανισμένη από τα κοινά εδώ και χρόνια, σαν αληθινή ντίβα, ο Μπράουν έμελλε, ένα χρόνο μετά τη μνημειώδη εκείνη ηχογράφηση, να σκοτωθεί σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα (στις 26 Ιουνίου του 1956). Ηταν λες και το ταλέντο και η λάμψη του να ήταν τόσο σπάνια, που κυριολεκτικά δεν τον χώραγε ο τόπος.

Ο Κλίφορντ Μπράουν κατάφερε στα μόλις τέσσερα χρόνια που ηχογράφησε να αποκτήσει τη φήμη του πιο τεχνικού, του πιο άρτιου τρομπετίστα στην ιστορία του ιδιώματος. Σε κάθε κομμάτι που έπαιζε, όταν ερχόταν η ώρα του σόλο, επιφύλασσε στον ακροατή μια γιορτή από μουσικά βεγγαλικά: τα σχόλιά του πάνω στα θέματα που ερμήνευε έμοιαζαν περισσότερο με νέες συνθέσεις παρά με αυτοσχεδιασμούς, και η ταχύτητα με την οποία γεννούσε μουσικές φράσεις έκοβε την ανάσα. Στις ιστορικές του ζωντανές ηχογραφήσεις στην Καλιφόρνια του 1954, δίπλα στον μεγάλο ντράμερ (και επιστήθιο φίλο του) Μαξ Ρόουτς, τα σόλο του στα «I Can’t Get Started» και «Tenderly» τραβούν τα όρια της τζαζ τρομπέτας –και του τζαζ αυτοσχεδιασμού– σε οργασμικά επίπεδα.

Και όμως, ακόμα και ερωτοτροπώντας με τα άκρα, ο ήχος του ποτέ δεν χάνει σε λυρικότητα, σε θερμότητα και μια φωτεινή διάθεση που τον χαρακτηρίζει. Ισως αυτό το φως στον τόνο του να ήταν ένα σημάδι του ότι, αντίθετα με τους περισσότερους τζαζ μουσικούς της εποχής, δεν υπήρξε ποτέ χρήστης ναρκωτικών. Ο ίδιος ο κολοσσός Σόνι Ρόλινς είχε πει πως αυτός τον ενέπνευσε για να βγει από την εξάρτησή του από την ηρωίνη και να καταλάβει πως μπορούσε να είναι «καθαρός» παραμένοντας τζαζ μουσικός.

Πράγματι, ο Κλίφορντ ήταν μια παραφωνία, ένα σφάλμα του συστήματος: ήταν υγιής και συγκροτημένος, νέος αλλά ήδη τόσο ουρανομήκης, και καλλιτεχνικά ήδη τόσο ολοκληρωμένος. Ισως αυτός να ήταν και ο λόγος που έμεινε σχετικά άγνωστος στο κοινό – αν και πολλοί μουσικοί και μουσικοκριτικοί ισχυρίζονταν πως αν δεν έφευγε τόσο πρόωρα, η Ιστορία θα τον τοποθετούσε ανάμεσα στους δύο ή τρεις πιο σπουδαίους τρομπετίστες της μοντέρνας τζαζ. Ισως γι’ αυτό κιόλας ο «Μπράουνι», όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούσαν, έπαιζε με τόση φωτιά, τόση ταχύτητα, τόση ζέση, με τέτοια αίσθηση του επείγοντος. Οπως είχε πει και ο Αμερικανός τζαζ μουσικοκριτικός Whitney Balliet, «ήταν λες και μέσα του γνώριζε τον περιορισμένο χρόνο που διέθετε και ήθελε μέσα σε αυτόν να καταφέρει να πει όσα περισσότερα μπορούσε».
Τριάντα χρόνια μετά την εκπομπή εκείνη της ΕΡΑ που ήχησε την τρομπέτα του στα ραδιόφωνα της Ελλάδας, το ερώτημα μοιάζει να απαντάται: ήταν η δημιουργική αυτή γλώσσα που μας κάνει να νιώθουμε πάντα το ίδιο σάστισμα, την ίδια έκπληξη, το ίδιο θάμπωμα μπροστά στο υπερβατικό, αυτό που ξεπερνάει τα βάρη του ανθρώπινου και τον ίδιο τον χρόνο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή