Τον θυμάμαι να κινείται με μια χαριτωμένη διάθεση ανάμεσα στα μεγάλα, ημιδιάφανα πανό που κρέμονταν από την οροφή, σαν να έπαιζε κρυφτό με τους προσκεκλημένους που ο ίδιος ξεναγούσε στην έκθεση. Ολη η γοητεία της ανταλλαγής των βλεμμάτων, αυτή που νοστιμίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, λάμβανε χώρα μέσα στην αίθουσα καθώς τα δικά μας βλέμματα αναζητούσαν το δικό του και αντίστροφα, κυριολεκτικά κάτω από τα μάτια των συμπολιτών μας. Οταν πλέον ζήτησε να καταγράψει το καρδιοχτύπι μας, τότε μας κέρδισε για πάντα.
Η εικαστική εγκατάσταση με τίτλο «Βλέμματα» (2013) –ένα συμμετοχικό έργο με επίκεντρο τα βλέμματα και τους χτύπους της καρδιάς των Αθηναίων, ανάθεση της Στέγης – Ιδρυμα Ωνάση– είχε μια ελαφρότητα που σε ξάφνιαζε. Επειδή ένας έστω και λίγο διαβασμένος φιλότεχνος ξέρει ότι ο Κριστιάν Μπολτανσκί ήταν ένας καλλιτέχνης σημαδεμένος από τη Σοά, την τραγωδία του εβραϊκού λαού. Κι όμως η εμμονή του με τη μνήμη, την απώλεια, το τραύμα δεν είχε τίποτε το καταθλιπτικό ή βαρύγδουπο, όταν γινόταν έργο τέχνης. Με κάποιον τρόπο μπορούσε να κοιτάζει μέσα του και μέσα μας σαν τρυφερός γιατρός που προσπαθεί να εντοπίσει την αιτία του πόνου και να τη θεραπεύσει.
Στην πραγματικότητα γιατρός ήταν ο πατέρας του, Εβραίος με ρωσική καταγωγή που ασπάστηκε τον καθολικισμό. Η γέννηση του Μπολτανσκί στις 6 Σεπτεμβρίου 1944 στο Παρίσι σημαδεύτηκε από την αγωνία του θανάτου. Επί ενάμιση χρόνο η χριστιανή μητέρα του έκρυβε τον πατέρα του κάτω από τις σανίδες του πατώματος για να αποφύγει τη σύλληψη και δήλωνε ότι είχε χωρίσει. Ο μικρός Κριστιάν μεγάλωσε στο μεταπολεμικό Παρίσι και βίωσε την κοινωνική καχυποψία ως γόνος εβραϊκής οικογένειας. Ο ίδιος έλεγε ότι αυτές οι εμπειρίες είχαν βαθύ αντίκτυπο στο έργο του αλλά και στη μετέπειτα πολιτική του στάση: έπαιρνε πάντοτε θέση ενάντια σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού. Στα 12 του χρόνια άρχισε να φτιάχνει γλυπτά από πλαστελίνη και πειραματικές ταινίες. Μεγαλώνοντας στράφηκε στη φωτογραφία και τη γλυπτική, και από τη δεκαετία του 1970 άρχισε να παρουσιάζει ευρέως τη δουλειά του. Δημιούργησε τον πρώτο από τους περίφημους «βωμούς» του, αυτές τις ιδιότυπες στοίβες όπου συσσώρευε τα υλικά κατάλοιπα της προσωπικής ζωής μας, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στα επόμενα χρόνια η καριέρα του απογειώθηκε και το έργο του απέκτησε τεράστια απήχηση στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης. Συμμετείχε σε δύο διοργανώσεις της Documenta, σε πέντε Biennale της Βενετίας και στη διάρκεια της καλλιτεχνικής πορείας του έκανε αμέτρητες ατομικές εκθέσεις διεθνώς. Η αναγγελία του θανάτου του σε ηλικία 76 ετών έγινε από την γκαλερί Marian Goodman που τον εκπροσωπούσε από το 1987. Η καλλιτεχνική κοινότητα τον αποχαιρετά ως έναν «δάσκαλο» της εννοιολογικής τέχνης και όσοι είχαμε τη χαρά να δούμε από κοντά το έργο του ξέρουμε ότι «έφυγε» από τη ζωή ένας εμπνευσμένος, ευαίσθητος σχολιαστής της ανθρώπινης κατάστασης.