Καλοκαίρια στο καρνάγιο

Ο εγγονός ενός ξυλοναυπηγού ξεφυλλίζει το άλμπουμ της παιδικής μνήμης, ανασύροντας ιστορίες για ανθρώπους και σκαριά

11' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Χαλκίδα, τέλη δεκαετίας ’70. Είναι μεσάνυχτα και το δωμάτιο φωτίζεται από τη φλόγα του καντηλιού στο εικονοστάσι. Από ένα μικρό φορητό ραδιόφωνο ακούγεται το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων. Το σπίτι είναι παλιό, με πέτρινα ντουβάρια και πατώματα με ξύλινα μαδέρια. Στην εσωτερική του αυλή έχει μια μεγάλη λεμονιά, ένα πλυσταριό και μια στέρνα. Ο αέρας έξω σφυρίζει επίμονα και η κυρά Ρήνη κρατάει το τρανζίστορ στο χέρι της μ’ έναν τρόπο λες και το δελτίο του καιρού είναι κάτι πολύ σημαντικό. 

«Δελτίο καιρού για ναυτιλλομένους», ακούγεται μια φωνή να λέει, και η θάλασσα μοιάζει σαν να μπαίνει στο δωμάτιο. «Τα καιρικά φαινόμενα θα είναι έντονα», συνεχίζει η αυστηρή φωνή. Ο μαστρο-Θόδωρος, παραδίπλα, λέει στη σύζυγό του με χιουμοριστικό τόνο: «Κλείσ’ το, ρε Ειρήνη, να κλείσουμε κάνα μάτι». Ο εγγονός, ένα πεντάχρονο αγόρι, ακούει τα παραθυρόφυλλα να χτυπούν από τον αέρα και σκέφτεται τα ξύλινα καΐκια που φτιάχνει ο παππούς του, μεγάλα και μικρά, πλεούμενα για μια θάλασσα που τώρα, μέσα στη νύχτα, μοιάζει τρομακτική. Σκέφτεται μαύρες εκτάσεις με κύματα να χορεύουν σαν προϊστορικά τέρατα μέσα στο σκοτάδι, ναυτικούς να παλεύουν μαζί τους μέσα σε στενές γέφυρες αλιευτικών και φάρους να οργώνουν τα νερά, δίνοντας κουράγιο και δείχνοντας τη ρότα. 

Καλοκαίρια στο καρνάγιο-1
Ταρσανάς Σουβάλας, Χαλκίδα, αρχές δεκαετίας ’50: Ο ξυλοναυπηγός Θεόδωρος Αρβανίτης (τρίτος από αριστερά), μαζί με την κόρη του, Ελισάβετ, μπροστά από ένα «καραβόσκαρο». Δεύτερος από δεξιά, ο ξυλοναυπηγός Λειβαδάρας.

Ο παππούς φτιάχνει με τα μεγάλα, τραυματισμένα χέρια του ξύλινα σκάφη που ξέρουν να ταξιδεύουν στα σκοτάδια, στα κύματα και στους καιρούς. Είναι ναυπηγός και δουλεύει στο καρνάγιο της Χαλκίδας. Σε λίγο ροχαλίζει ρυθμικά και το ραδιόφωνο έχει σωπάσει. Το φως του καντηλιού τρεμοπαίζει, λες και πάει να το σβήσει ο αέρας που τρυπώνει στο δωμάτιο. Ο αέρας αυτός μιλάει για τη θάλασσα, φέρνει τ’ αλάτι κάτω από το φως του καντηλιού, κι οι Αγιοι κοιτούν ακίνητοι και βλοσυροί. Κι ενώ το βράδυ μπορεί να μοιάζει τρομακτικό, όπως τρομακτικά είναι και τα «τρελά νερά» του Ευρίπου, τα χαράματα όλα φαντάζουν πιο εγκόσμια, πιο θερμά: ο ήλιος βγαίνει, είναι καλοκαίρι, ο αρχιμάστορας παίρνει τον πεντάχρονο απ’ το χέρι και κινούν να πάνε από τη γειτονιά τους, δίπλα στο «Μακαρονάδικο», ώς κάτω στον «Βούρκο», εκεί που βρίσκονται οι ταρσανάδες και που η πρωτεύουσα της Εύβοιας αντικρίζει το απόκοσμο και μεγάλο εργοστάσιο των τσιμέντων, απέναντι από το Στενό. 

Χορός κάματου

Ο εγγονός είναι ο γράφων αυτής της μαρτυρίας και η ζωή στο σπίτι και στο καρνάγιο του Συριανού ξυλοναυπηγού Θεοδώρου Αρβανίτη είναι, καθημερινά, για τον πεντάχρονο, συγκινητική, θαλασσινή, ατμοσφαιρική – και, ενίοτε, τρομακτική. Στον ταρσανά ξεκινά από νωρίς ο καθημερινός χορός, ένας χορός κάματου, ιδρώτα και κινδύνου, αλλά και χαράς, δημιουργίας και χωρατών. Τα σφυριά κοπανάνε, τα χέρια μελανιάζουν, οι μάστορες σχεδιάζουν, κόβουν, υπολογίζουν, μιλάνε μάγκικα, λένε ιστορίες και φορούν ξυσμένα μολύβια στ’ αυτιά τους. Πέρασα αμέτρητες μέρες εκεί, στο καρνάγιο της Χαλκίδας. Δεν ήξερα, ούτε καταλάβαινα, φυσικά, τι σήμαιναν όλα αυτά, αλλά αυτές οι πρώτες μνήμες χαράχτηκαν για τα καλά μέσα μου μαζί με τη μυρωδιά της ξυλείας, της κόλλας, της πίσσας, του πετρελαίου. 

Καλοκαίρια στο καρνάγιο-2

Στον γυρισμό για το σπίτι ο παππούς μού έπαιρνε παγωτό και έφερνε φρέσκα ψάρια στο σπίτι, που τηγάνιζε η γιαγιά ενώ βλέπαμε στην ασπρόμαυρη τηλεόραση το «Φως του Αυγερινού» ή τον Πάολο Ρόσι να σκοράρει στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής. Ο θείος μπορεί να ερχόταν επίσκεψη τα Σαββατοκύριακα, μαζί με τους γονείς – άνθρωποι της πόλης, που έμοιαζαν τότε «σύγχρονοι» και «μοντέρνοι». Εφερναν μαζί τους αστικά δώρα: παιχνίδια, ξένα περιοδικά, κασέτες – ενώ τα σκαριά, όπως και ο παππούς, με τα ωραία του φρεσκοσιδερωμένα άσπρα πουκάμισα, τις τραγιάσκες του, τα «Καρέλια» κασετίνα που γέμιζε με σκαριφήματα καϊκιών και τα μπλαβιασμένα χέρια του, έμοιαζε αθώος, αγνός, κομμάτι μιας αλλοτινής, παλιάς εποχής που φεύγει. 

Μου πήρε σαράντα χρόνια για να αρχίσω να κατανοώ το κρυπτικό ιδίωμα που μίλαγαν οι μάστορες στο καρνάγιο, αλλά και για να συνειδητοποιήσω πως, στην πραγματικότητα, δεν ήταν οι αστοί Αθηναίοι κηδεμόνες οι αληθινά μοντέρνοι, αλλά ο αρχιμάστορας παππούς. Αυτός κρατούσε στους δαιδάλους του αιγαιοπελαγίτικου μυαλού του, και στα χέρια του, με τα μολύβια και τα εργαλεία και τα σκαριά του, έναν απόλυτο και διαχρονικό μοντερνισμό.

Καλοκαίρια στο καρνάγιο-3
Ο Συριανός ξυλοναυπηγός Θεόδωρος Αρβανίτης (ή Σούας), ναύτης στο θωρηκτό «Αβέρωφ», δεκαετία ’30.

Η περιπέτεια του «Σούα» και η τέχνη που χάνεται

Το καρνάγιο τιμώρησε σκληρά τον «Σούα», όπως χαϊδευτικά αποκαλούσαν τον Θεόδωρο Αρβανίτη. Στις αρχές του ’80, κατά την καθέλκυση ενός μεγάλου τρεχαντηριού, ένα συρματόσχοινο του έκοψε το δεξί πόδι. Δύο χρόνια πάλεψαν οι γιατροί να του το κολλήσουν, δύο χρόνια βασανίστηκε, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Οταν μπόρεσε να περπατήσει, άρχισε να πηγαίνει ξανά, καθημερινά, στο καρνάγιο. Από το «Μακαρονάδικο» ώς το «Βούρκο», περπάταγε κουτσά με το μπαστούνι του, αλλά πάντα περήφανα.

 

Καλοκαίρια στο καρνάγιο-4
Το τρεχαντήρι «Κάλλια Μ» του Δημήτρη Σταυρακόπουλου, σκαρωμένο το 1983 στο ναυπηγείο του «Φουσκή» στη Σύρο. Φωτ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ

Ο «Σούας» ήθελε να είναι κάθε μέρα δίπλα στα σκαριά και στους μάστορες. Ενας νεότερος ναυπηγός που μαθήτευσε δίπλα του, ο Γιάννης Καμπούρογλου (που σήμερα μαζί με τον γιο του, Δημήτρη, συνεχίζουν στον ίδιο τόπο την παράδοση με ένα σύγχρονο ναυπηγείο), θυμάται: «Για τους μάστορες το καρνάγιο ήταν το σπίτι τους. Ο μαστρο-Θόδωρος ζούσε στο καρνάγιο. Εκεί ήταν παραπάνω από τη μισή ζωή του. Το ’89 είχε μπει στο νοσοκομείο της Χαλκίδας με καρκίνο. Τον επισκεπτόμουν συχνά. Μια μέρα μού λέει: “Γιάννη, αυτό ήταν, αύριο βγαίνω. Θα έρθω κάτω να πιάσουμε δουλειά”. Την επόμενη μέρα πέθανε». Ο μαστρο-Θόδωρος έφυγε και πήρε μαζί του και τις γνώσεις του, και τις ιστορίες του, και τα σκαριά που είχε στο μυαλό του. Ετσι έφυγαν και θα φύγουν και άλλοι μάστορες. Ποιος κατέγραψε αυτές τις ιστορίες, ποιος άραγε θα το κάνει; Θυμάμαι τα λόγια που μου είχε πει στην Ερμούπολη ένας από αυτούς, ο Μανώλης Ζώρζος, απ’ το ιστορικό ναυπηγείο του «Φουσκή»: «Αγόρι μου, αν έγραφα βιβλίο με όλες τις γνώσεις της τέχνης, θα έβγαινε εγκυκλοπαίδεια δέκα τόμων. Πώς θα τα κατάφερνα, ποιος θα την έβγαζε και ποιος θα τη διάβαζε;».

Καλοκαίρια στο καρνάγιο-5
Φωτ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ

«Το τσερνίκι, το τρεχαντήρι, το πέραμα»

Ο ερευνητής Κώστας Δαμιανίδης μιλάει για τις προσπάθειες καταγραφής της παραδοσιακής ναυπηγικής στην Ελλάδα

Η γνώση της παραδοσιακής μας ξυλοναυπηγικής μεταδίδεται από μάστορα σε μάστορα, από στόμα σε στόμα, αιώνες τώρα, στα καρνάγια της χώρας. Ενας από τους λίγους που διερεύνησαν τον χώρο ήταν ο Κώστας Δαμιανίδης, απόφοιτος της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ, ο οποίος, δουλεύοντας στα τέλη της δεκαετίας του ’80 για τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο St Αndrews της Σκωτίας, πήρε συνεντεύξεις από μάστορες σε όλη την Ελλάδα. Ενας από αυτούς ήταν και ο Θεόδωρος Αρβανίτης. Σαράντα χρόνια μετά τις συνεντεύξεις του στο καρνάγιο της Χαλκίδας, χάρη σε ένα απροσδόκητο παιχνίδι της τύχης, έχω την τύχη να του παίρνω εγώ, αυτή τη φορά, μια μικρή συνέντευξη. Μου στέλνει και ακούω ψηφιακοποιημένη τη φωνή του «Σούα», και στο βάθος ακούγεται συγκινητικά και στοιχειωμένα ο παλμός της Χαλκίδας του ’80: ένα μηχανάκι που περνάει, ένα σφυρί που χτυπάει, ένα σκυλί που γαβγίζει. Τα λόγια του μάστορα έχουν τη χροιά της πατρίδας του, της Ανω Σύρας, και αποτελούν πολύτιμους λίθους που συνθέτουν το ευγενές ναυτικό οικοδόμημα μιας τέχνης αιώνων, που είναι η ίδια μας η χώρα.

Καλοκαίρια στο καρνάγιο-6
Το τρεχαντήρι «Κάλλια Μ» στα νερά του Φαναριού της Ερμούπολης, το καλοκαίρι του 2020. Φωτ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ

Ο Κώστας Δαμιανίδης, λίγα χρόνια μετά, παρουσίασε τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής στο σημαντικό έργο «Ελληνική Παραδοσιακή Ναυπηγική», που εκδόθηκε το 1998 από το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα ΕΤΒΑ και αποτέλεσε έκτοτε μια έκδοση αναφοράς. Ο ίδιος σήμερα ηγείται της μεγάλης προσπάθειας για την τεκμηρίωση, καταγραφή και παρουσίαση στο ευρύ κοινό της μεγάλης αυτής παράδοσης της Ελλάδας, στο Μουσείο Ναυπηγικών και Ναυτικών Τεχνών του Αιγαίου στη Σάμο. «Το μουσείο προσπαθούμε να γίνει μια κιβωτός διάσωσης αυτής της τέχνης», λέει ο ίδιος. Εξηγεί πως δύο είναι οι πιο σημαντικές δουλειές που γίνονται εκεί, και η μία από αυτές είναι να βρεθούν και να έρθουν στον χώρο του μουσείου, να συντηρηθούν και να παρουσιαστούν στο κοινό μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά σκαριά μας, σκάφη με ιδιαίτερη ιστορία και αντιπροσωπευτική μορφολογία. «Το καθένα από αυτά θα μπορούσε να γίνει ξεχωριστό βιβλίο!» συμπληρώνει. Η άλλη σημαντική δουλειά που γίνεται εκεί είναι η συλλογή και τεκμηρίωση των ερευνητικών καταγραφών που έχουν γίνει έως τώρα στον χώρο. «Πέραν της έρευνας για το διδακτορικό μου, έχουμε εδώ ψηφιακοποιημένες τις καταγραφές από τη μεγάλη έρευνα του Τάσου Λεοντίδη, που έκανε για λογαριασμό του Μουσείου Κρητικής Εθνολογίας τη δεκαετία του ’90. Αποτέλεσμά της ήταν η έκδοση “Τα ελληνικά ιστιοφόρα καΐκια του 20ού αιώνα”, στην οποία συμμετείχα και εγώ. Μια άλλη σημαντική σχετική έρευνα, το υλικό της οποίας έχουμε επίσης στο μουσείο, είναι αυτή της λαογράφου Μιράντας Τερζοπούλου, που έγινε γύρω στο 1984. Ολο αυτό το υλικό είναι διαθέσιμο στο μουσείο για κάθε ενδιαφερόμενο και ερευνητή». 

Ποια η γνώμη του για το γνωστό και πονεμένο θέμα της επιδοτούμενης από την Ε.Ε. καταστροφής των σκαριών μας; «Προσπαθούμε και εμείς αλλά και άλλοι φορείς να καταφέρουμε να επιδοτείται η διαγραφή του καϊκιού από την αλιευτική του χρήση αλλά όχι και η καταστροφή του». Ο επίλογος της απάντησής του είναι ηχηρός: «Αυτό που συμβαίνει είναι πως η Ε.Ε. δίνει τη δυνατότητα και η Ελλάδα την εκμεταλλεύεται. Στην ουσία, απορροφούμε κονδύλια για να καταστρέφουμε τον πολιτισμό μας». Λαχταρώ να του αποσπάσω δυο λόγια και για τους τύπους των παραδοσιακών σκαφών. Ποιο θεωρεί πιο σημαντικό, ποιο τον εντυπωσιάζει; «Το τσερνίκι, το πέραμα και το τσερνικοπέραμα είναι τα απόλυτα σύμβολα του Ανατολικού Αιγαίου, τα οποία με τους πρόσφυγες μεταφέρθηκαν και στις Κυκλάδες. Είναι σκαριά απόλυτα συνδεδεμένα με τον αιγαιοπελαγίτικο πολιτισμό, και αυτό προδίδεται από τα σκίτσα του Κόντογλου έως τα παραδοσιακά τοπικά τραγούδια. Βεβαίως, ένα ισχυρό σύμβολο του Αιγαίου είναι και το τρεχαντήρι. Κάποτε υπήρχαν τεράστια τέτοια σκάφη, έφταναν και πάνω από 24 μέτρα –οι “τρεχαντήρες” όπως λέγονταν–, σκάφη που έμοιαζαν λες και έρχονται κατευθείαν από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο.  Το καραβόσκαρο είναι επίσης ένα πολύ ενδιαφέρον σκαρί –ένα σκαρί τεχνικό, δύσκολο–, λίγοι ξέρουν να το φτιάχνουν. Και φυσικά ο υδραίικος βαρκαλάς –όπου έχει γίνει μια προσπάθεια να αφαιρεθεί βάρος χωρίς να χαθεί η αντοχή, εφόσον η κατασκευή εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις φυσικές και χημικές ιδιότητες του ξύλου με σκοπό να μειωθούν όσο γίνεται οι διατομές–, ένα σκάφος με συναρπαστική ναυπηγική προσέγγιση και αισθητική. Και μιλώντας για την αισθητική, πρέπει να πούμε πως όλοι αυτοί οι μάστορες δεν είχαν την αίσθηση ότι κάνουν “καλές τέχνες” όταν έφτιαχναν αυτά τα εργαλεία δουλειάς, που πάνω τους κάθε λεπτομέρεια είχε μια απόλυτα χρηστική σημασία. Αυτό τους έβγαινε παράπλευρα, γιατί είχαν μέσα τους τις ευαισθησίες και τις παραστάσεις από το περιβάλλον τους. Το ίδιο ισχύει και για άλλες λαϊκές τέχνες, όπως η αρχιτεκτονική: η ομορφιά που έχουν τα καλντερίμια στα νησιά ή οι περιστεριώνες ξεπήδησε πηγαία. Ηταν μια αίσθηση του ωραίου που έβγαινε στους ανθρώπους αυτούς αυθεντικά, μέσα από την ίδια τους την καθημερινότητα».

Καλοκαίρια στο καρνάγιο-7
Το τσερνικοπέραμα «Αγιοι Ανάργυροι» του Ειρηναίου Φιλιππίδη, σκαρωμένο το 1964 στο ναυπηγείο του «Φουσκή» στη Σύρο. Φωτ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ

Δημιουργία σχολών μαθητείας της ξυλοναυπηγικής τέχνης

Πέραν του Κώστα Δαμιανίδη υπάρχουν και άλλοι που κρατούν ζωντανή τη φλόγα. Αξίζει να αναφέρουμε τον Νικόλα Βλαβιανό στη Χαλκίδα, που σκάρωσε πάνω σε παλιά σχέδια ένα τσερνίκι της εποχής του 1821. Είναι και αυτοί που γράφουν διερευνητικά και με αγάπη για τα σκαριά, όπως η Μαργαρίτα Πουρνάρα. Είναι και οι μοντελιστές όπως ο Βαγγέλης Κουμαριανός στην Τήνο που διοργάνωσε μάλιστα και σχετική διημερίδα πρόπερσι στο Ιδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, αλλά είναι και οι νέοι ναύτες, οι νεοφώτιστοι ιδιοκτήτες σκαφών, που μαθαίνουν τη γλώσσα και την ιστορία των σκαριών μας αλλά και τη θάλασσα με μεράκι, σεβασμό και υπομονή. Αυτοί εκπροσωπούν μια νέα ελπίδα. Μερικοί από αυτούς είναι ο καλλιτέχνης Γρέγος Ψυχογιός στην Πάρο, ο επιχειρηματίας Ειρηναίος Φιλιππίδης που στα χέρια του έχει αναβιώσει το ιστορικό τσερνικοπέραμα «Αγιοι Ανάργυροι», ο Πανορμίτης Βενετσάνος με τον αδερφό του Αντώνη στη Δονούσα, εγγονοί Συμιακού ξυλοναυπηγού, που έχουν στήσει έναν εντυπωσιακό μικρό ξύλινο στόλο και είναι και ο Δημήτρης Σταυρακόπουλος στη Σύρο, ένας συλλέκτης και αναπαλαιωτής, που με πείσμα και συνέπεια στην παράδοση, έχει έως στιγμής δώσει δεύτερη νιότη σε δύο πανέμορφα παλιά συριανά σκαριά, έναν βαρκαλά και ένα τρεχαντήρι από το ναυπηγείο του «Φουσκή». 

Καλοκαίρια στο καρνάγιο-8
Το τσερνικοπέραμα «Αγιοι Ανάργυροι» στα νερά της Ρήνειας το καλοκαίρι του 2021. Φωτ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ

Οσο για τους νέους ναυπηγούς, αξίζει να αναφέρουμε τον Κωνσταντίνο Χωριανόπουλο, Σαμιώτη μάστορα που σκαρώνει νέα σκάφη και δίνει ζωή σε παλιά, στις εγκαταστάσεις της Patmos Marine στην Πάτμο. Μέσα στη νέα αυτή αισιοδοξία ήρθε πρόσφατα και μια είδηση από το υπουργείο Πολιτισμού που τονώνει κι άλλο την ελπίδα. Αυτή αφορά τη δημιουργία σχολών μαθητείας της ξυλοναυπηγικής μας τέχνης. Ο Κώστας Δαμιανίδης μας είπε: «Αυτό είναι κάτι που χρόνια παλεύουμε, και τώρα φαίνεται να μπαίνει σε τροχιά υλοποίησης. Η ανακοίνωση του ΥΠΠΟ έρχεται να δώσει την ελπίδα πως επιτέλους θα επέλθει η ηθική αποκατάσταση ενός επαγγέλματος που για χρόνια ήταν απαξιωμένο, και μιας τέχνης που είχε αφεθεί σε μαρασμό. Ενας από τους λόγους είναι ότι δεν διδάσκεται, γίνεται μόνο μέσα από τη διαδικασία της προσωπικής μαθητείας δίπλα σε κάποιον μάστορα, όπου ο μαθητευόμενος και υποαμείβεται αλλά και απασχολείται αποκλειστικά. Τα κίνητρα δηλαδή είναι ελάχιστα έως αρνητικά. Σκοπός μας είναι να υπάρξει μια θεσμοθετημένη μαθητεία που θα προσφέρει ένα πτυχίο το οποίο θα αναγνωρίζεται στην Ελλάδα και ίσως και στην Ευρώπη. Επίσης, να θεσμοθετηθεί ένα πλαίσιο εργασίας που θα προσφέρει αυτοπεποίθηση και αξιοπρέπεια σε κάθε νέο που θέλει να ακολουθήσει το επάγγελμα του ξυλοναυπηγού. Γιατί, ζήτηση υπάρχει – χέρια δεν υπάρχουν».

Τελευταίες ειδήσεις

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή