Στα χρόνια του Μεσοπολέμου (και μέχρι το 1939) στην Ελούντα στάθμευαν για ανεφοδιασμό τα υδροπλάνα της βρετανικής εταιρείας Imperial, που έκαναν δρομολόγια προς την Αίγυπτο και την Ινδία.
Από τη νησίδα Σπιναλόγκα, όπου από το 1903 είχε δημιουργηθεί λεπροκομείο, οι πάσχοντες από τη νόσο του Χάνσεν, απομονωμένοι σε αυτό το κομμάτι βράχου, έβλεπαν τα υδροπλάνα να πετούν. Εβλεπαν τη ζωή να συνεχίζεται – τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά τους.
Το 2013, κατά τη διάρκεια εργασιών, αποκαλύφθηκε σε τοίχο κατοικίας, κάτω από παλιό σοβά, η ζωγραφιά ενός υδροπλάνου, φτιαγμένη από κάποιον ασθενή.
Αντρας ήταν, άραγε, ή γυναίκα; Ποια διαδρομή είχε διανύσει μέχρι να βρεθεί στη Σπιναλόγκα; Πόσο έζησε στο νησάκι των 85 στρεμμάτων; Πρόλαβε να νιώσει την ελπίδα που έφερε η ανακάλυψη των αντιβιοτικών; Ηταν ανάμεσα σε εκείνους που γιατρεύτηκαν από τη φρικτή αρρώστια και επέστρεψαν σε όσους αγαπούσαν; Ή άφησε εκεί την τελευταία του πνοή;
Την ιστορία του δεν θα τη μάθουμε ποτέ. Μόνο αυτό το συγκλονιστικό αποτύπωμα έμεινε από το πέρασμά του: Το κάτω μέρος ενός σιδερένιου πετούμενου –με κόκκινα φτερά και πράσινη άτρακτο– έτσι όπως το έβλεπε να περνάει πάνω από τη φυλακή του και ονειρευόταν να πετάξει μαζί του.
Στις 17 Ιουνίου 1957 έφυγε η τελευταία άρρωστη από το λεπροκομείο. Στις δεκαετίες της λειτουργίας του, η γη της Σπιναλόγκας ποτίστηκε με τα δάκρυα πόνου και απελπισίας εκατοντάδων ανθρώπων, ζωντανών – νεκρών. Αισθάνεσαι ένα βάρος με το που αποβιβάζεσαι από το καραβάκι.
Ομως η επίσκεψη σε αυτό το υπαίθριο μνημείο είναι εμπειρία μοναδική. Οχι μόνο γιατί μπροστά στα μάτια σου ξεδιπλώνεται ένα ιστορικό παλίμψηστο (ενετικό κάστρο, οθωμανικός οικισμός, σπίτια λεπρών), αλλά, κυρίως, γιατί έχεις την ευκαιρία να συνειδητοποιήσεις –εν μέσω πανδημίας– ότι μόνο η επιστήμη μπορεί και μετατρέπει τέτοιες πύλες θανάτου σε λεωφόρους προς τη ζωή. Φτάνει να την εμπιστευόμαστε.