Είναι παράξενο πώς καμιά φορά οι συγκυρίες μπορούν να μεταβάλουν την πορεία ενός καλλιτέχνη και του έργου του, να τον στρέψουν σε νέες κατευθύνσεις, δρόμους που πιθανότατα δεν θα έπαιρνε ποτέ διαφορετικά. Αν δεν υπήρχε η πανδημία, η Μπίλι Αϊλις αυτή τη στιγμή θα βρισκόταν εν μέσω μιας πελώριας παγκόσμιας περιοδείας, εξαργυρώνοντας επί μακρόν την τεράστια επιτυχία του ντεμπούτου άλμπουμ της «When We All Fall Asleep, Where Do We Go?». Αντί γι’ αυτό, η γεννημένη το 2001 Αμερικανίδα σταρ κυκλοφόρησε χθες τον δεύτερο δίσκο της με τίτλο «Happier than ever», ένα μουσικό σύνολο 16 κομματιών, το οποίο είχε όλη την άνεση να δουλέψει όσο ο πλανήτης βρισκόταν σε παύση.
Διαχείριση διασημότητας
Το πραγματικά ενδιαφέρον είναι πως αν η Μπίλι δεν έκανε τώρα αυτόν τον δίσκο, αλλά σε ένα ή δύο χρόνια, μάλλον θα ήταν τελείως διαφορετικός και δεν θα κατάφερνε να αιχμαλωτίσει τη μετάβαση της δημιουργού του σε ένα νέο ψυχικό – πνευματικό επίπεδο. «Μεγαλώνω/ και το βάρος είναι περισσότερο στους ώμους μου/ είμαι πιο χαρούμενη από ποτέ/ τουλάχιστον αυτό προσπαθώ να κάνω», τραγουδά στο εναρκτήριο «Getting Older». Τόσο εκεί όσο και σε αρκετά ακόμα κομμάτια οι στίχοι της έχουν να κάνουν με τη διαχείριση της διασημότητας, του άγχους και του γεγονότος πως είναι αδύνατον να ζήσει όπως οι συνομήλικοί της.
Το ωραίο ωστόσο είναι ότι η Αϊλις δεν… γκρινιάζει. Τη σκοτεινιά του πρώτου άλμπουμ, που απειλούσε να την καταπιεί, μοιάζει εδώ να την έχει αγκαλιάσει και να την έχει μετατρέψει σε έμπνευση, ακόμα και σε αισιοδοξία.
Το «Happier than ever», άλλωστε, αν και σε ένα βαθμό αυτοσαρκαστικό, φαίνεται να έχει μέσα του αρκετή δόση αλήθειας. Το συγκεκριμένο συναίσθημα δεν έχει να κάνει μόνο με εκείνη, η οποία είναι μια νεαρή εκατομμυριούχος με τον κόσμο στα πόδια της, αλλά και με μεγάλο μέρος της γενιάς της· παιδιών που έχουν γνωρίσει έναν κόσμο σε μόνιμη κρίση, κλεισμένο επιπλέον στην ιδιότυπη μοναξιά των προσωπικών οθονών και ταυτόχρονα έκθετων στη βιτρίνα των σόσιαλ μίντια.
Δεν είναι όμως μόνο οι στίχοι. Η Μπίλι Αϊλις και ο ιδιοφυής αδελφός της, Φινέας, ο οποίος συνυπογράφει την παραγωγή και όλες τις μουσικές συνθέσεις, έχουν φτιάξει ένα άλμπουμ προορισμένο να ακουστεί περισσότερο στην απομόνωση των ακουστικών, παρά σε οποιοδήποτε ηχοσύστημα.
Οπως δηλαδή ακούν κατά κύριο λόγο μουσική οι σημερινοί εικοσάρηδες. Πιάνα, κιθάρες, έντονη ηλεκτρονική παραμόρφωση, «πειραγμένα» φωνητικά είναι όλα εκεί, σε διακριτικές δόσεις, που πάντως δημιουργούν τις δικές τους κορυφώσεις σε κομμάτια όπως τα «Oxytocin», «I Didn’t Change My Number» και «Goldwing».
Η γενικότερη αίσθηση που αφήνει το συγκεκριμένο άλμπουμ –το οποίο ήταν ίσως και το πιο πολυαναμενόμενο της χρονιάς, τουλάχιστον όσον αφορά το mainstream ρεπερτόριο– σε σχέση με τον επιτυχημένο προκάτοχό του, είναι αυτή του περίπλοκου.
Μπορεί εδώ να μην υπάρχουν ρηξικέλευθες στιγμές σαν το «Bury a Friend», ωστόσο ο καθένας μπορεί να διακρίνει την εκφραστική εξέλιξη, την αυτοπεποίθηση και την ποικιλία που βάζουν πλέον τα δύο αδέλφια στα κομμάτια τους. Και επίσης να πειστεί πως το άστρο της Μπίλι Αϊλις δεν είναι από αυτά που λάμπουν εκτυφλωτικά για λίγο και εξαφανίζονται, αλλά πως είναι εδώ για να μείνει. Μοιάζει παλαβό, αλλά εκείνη δεν είναι ακόμα ούτε είκοσι χρόνων.