Αινιγματική εξομολόγηση

4' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Αϊζάια Μπερλίν (Isaiah Berlin) ξεκινάει το εξαιρετικό δοκίμιό του «Herzen and Bakunin on Individual Liberty» («Russian Thinkers», Penguin, 2008) με τη φράση ότι «από όλους τους Ρώσους επαναστατικούς συγγραφείς του 19ου αιώνα ο Χέρτσεν και ο Μπακούνιν παραμένουν οι πιο συναρπαστικοί» (σ. 93). Οταν όμως διαβάσεις το δοκίμιο, διαπιστώνεις ότι τη δήλωση αυτή την εννοεί κυρίως για τον Χέρτσεν (βλ. και σ. 212). Το έργο του Χέρτσεν στην Ελλάδα είναι ουσιαστικά άγνωστο –δεν ξέρω  αν υπάρχει κάτι άλλο πέρα από τα «Ανάλεκτα» που είχε εκδώσει ο Κάλβος το 1970–, ενώ το έργο του Μπακούνιν, αντίθετα, είναι αρκετά γνωστό. Ελειπε όμως μέχρι τώρα η περίφημη «Εξομολόγησή» του. Την εξέδωσαν πρόσφατα (2021) οι «Εκδόσεις των Συναδέλφων», σε μια υποδειγματική έκδοση που όμοιά της δεν υπάρχει, όσο ξέρω, σε άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα. Εξηγούμαι: η ελληνική έκδοση περιλαμβάνει όλα τα σχόλια του Γιούρι Στεκλόφ, 250 πολύ πυκνές σελίδες, από την τετράτομη έκδοση έργων του Μπακούνιν που έκανε ο ίδιος το 1926-27 –δηλαδή, επί Στάλιν!– και τα οποία δεν υπάρχουν σε καμία άλλη ευρωπαϊκή έκδοση της «Εξομολόγησης»! Ο Στεκλόφ –μπολσεβίκος, ιστορικός και εκδότης, πέθανε το 1938 στις σταλινικές φυλακές– γνωρίζει  κυριολεκτικά τα πάντα για τα επαναστατικά κινήματα της Ευρώπης, για πρόσωπα εντελώς άγνωστα σήμερα, για τα έντυπά τους, τις εφημερίδες, τα φυλλάδια, τις συζητήσεις και τις συγκρούσεις τους. 

Από τις 23 Μαΐου 1851, ο Μπακούνιν βρίσκεται φυλακισμένος στην Πετρούπολη, έχοντας προηγουμένως εκτίσει δύο χρόνια σε φυλακές της Ευρώπης, και ο τσάρος Νικόλαος Α΄ του ζητάει να του ανοίξει την καρδιά του, να του μιλήσει με ειλικρίνεια, αντιμετωπίζοντάς τον ως ιερέα, ως εξομολόγο, και όχι ως ανακριτή. Ο Μπακούνιν θα ανταποκριθεί στο αίτημα και του γράφει την εξομολόγησή του (βλ. σ. 117, 91), ένα κείμενο που έμεινε άγνωστο όσο ζούσε ο ίδιος και ανακαλύφθηκε το 1917. Απευθύνεται στον τσάρο προσφωνώντας τον «Ηγεμόνα μου», αναφέρεται στις πράξεις του χαρακτηρίζοντάς τες εγκλήματα και αμαρτίες που αξίζουν σκληρή τιμωρία, ευχαριστεί τον Θεό και την Πρόνοιά του, θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο της τσαρικής χάρης, υπογράφει ως «ο εν μετανοία αμαρτωλός». Ο τσάρος διάβασε την εξομολόγηση του Μπακούνιν, υπογράμμισε χωρία της, σχολίασε στο περιθώριο. Ο Μπακούνιν αποσιώπησε τούτο το κείμενό του και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα προτιμούσε να μην το έχει γράψει. Το κείμενο όμως είναι εδώ, ένα από τα ελάχιστα που έγραψε ο Μπακούνιν στη μητρική γλώσσα του, και αποτελεί ουσιαστικά αυτοβιογραφία του. 

Η «Εξομολόγηση» διαβάστηκε ώς τώρα με δύο ουσιαστικά τρόπους. Ο ένας ήταν ότι ο Μπακούνιν υποκρίνεται τον μεταμελημένο για να σώσει τη ζωή του (έτσι διαβάζει το κείμενο και ο Στεκλόφ), και ο άλλος ότι βρίσκεται σε προσωπική κρίση και αδυναμία, αναθεωρεί και μετανιώνει – σημειωτέον ότι την εποχή που γράφει την «Εξομολόγηση» ο Μπακούνιν δεν είναι ακόμη αναρχικός, αλλά κολυμπάει στα νερά του επαναστατικού πανσλαβισμού (βλ. σ. 126). Υπήρξε βέβαια και ο τρόπος που διάβασαν την «Εξομολόγηση» οι σταλινικοί: κατάπτυστο κείμενο προδοσίας και υποταγής στον τσάρο. 
Θεωρώ ότι και οι δύο αυτοί τρόποι ανάγνωσης –τον τρίτο δεν τον συζητώ– έχουν ένα κοινό αδύναμο σημείο: θεωρούν ότι μπορούμε να ξέρουμε τι γίνεται στην ψυχή του Μπακούνιν την ώρα που γράφει μέσα σε εκείνο το μπουντρούμι της Πετρούπολης – πράγμα αδύνατο και ερμηνευτικά αδιέξοδο.

Πρέπει, πιστεύω, να διαβάσουμε το κείμενο θεωρώντας κατ’ αρχήν ότι αληθεύει, συνειδητά ή ασυνείδητα, και να δούμε τι έχει να μας πει, σε συνάρτηση με άλλα κείμενα του Μπακούνιν, αφήνοντας στην άκρη το αναπάντητο ερώτημα αν σε κάθε αράδα του ο συγγραφέας υποκρίνεται ή όχι. Θα εξηγήσω αυτό που εννοώ με τρία παραδείγματα. Πρώτον, ό,τι και να ’ναι, ειλικρινής ή υποκριτική, η «Εξομολόγηση» είναι το κείμενο ενός επαναστάτη. Κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ού, ένας άνθρωπος μπορούσε να δηλώνει επαναστάτης, όπως ένας άλλος δήλωνε δάσκαλος ή μηχανικός. Η επανάσταση ήταν η δουλειά του, έτρεχε παντού, από χώρα σε χώρα, με κίνδυνο της ζωής του, αναζητώντας ή δημιουργώντας εστίες επαναστατικής φλόγας. Η επανάσταση ως καθημερινή δουλειά φωτίζεται εξαιρετικά στην «Εξομολόγηση»: «Εκείνο το διάστημα, έψαχνα ένα έρεισμα για δράση. Μη βρίσκοντας αυτό το έρεισμα στους Πολωνούς […], άρχισα να το αναζητώ στους Σλάβους. Αφού πείστηκα αργότερα ότι ούτε στο σλαβικό συνέδριο θα έβρισκα τίποτα, άρχισα να μαζεύω ανθρώπους εκτός συνεδρίου και πήγα να συστήσω μια μυστική εταιρεία […]» (σ. 132, βλ. και σ. 129).   

Το δεύτερο που φωτίζεται επίσης στην «Εξομολόγηση» είναι η ιδέα της εξέγερσης ως γιορτής, κάτι που θα χαρακτηρίσει μελλοντικά τη σκέψη του Μπακούνιν και θα κάνει μεγάλη σταδιοδρομία στα εξεγερσιακά κινήματα μέχρι σήμερα. Αντιγράφω λίγες αράδες από όσα γράφει για το παρισινό 1848: «Ηταν μια γιορτή δίχως αρχή και τέλος. Εβλεπα τους πάντες και δεν έβλεπα κανέναν, επειδή όλοι χάνονταν σε ένα αναρίθμητο πλήθος που γλεντούσε. […] Ηταν λες κι ο κόσμος όλος αναποδογύρισε. Το απίθανο έγινε κοινότοπο, το αδύνατο δυνατό, ενώ το πιθανό και το κοινότοπο έγιναν ανούσια» (σ. 89). 

Το τρίτο παράδειγμα που θα φέρω για όσα μας φωτίζει η «Εξομολόγηση», αν τη διαβάσουμε πέραν των αδιάγνωστων προθέσεων του συγγραφέα της, είναι η ιδέα της επανάστασης ως καταστροφής: «Ημουν έτοιμος για οποιοδήποτε παράτολμο εγχείρημα, αρκεί να μην ήταν ποταπό, και μεταμορφώθηκα ολόκληρος σε επαναστατική σκέψη και σε πάθος για καταστροφή» (σ. 140, βλ. και 149-150). Αυτή η ιδέα του Μπακούνιν θα εμπνεύσει αργότερα ακραίες επαναστατικές ομάδες και τρομοκράτες. Θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω τα παραδείγματα. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή