Οι γραμμές του ηλεκτρικού και οι γραμμές του σιδηροδρόμου είναι για την Αθήνα χαρακιές, άνυδρα ποτάμια ή σύνορα, που ακόμη κι αν θέλει κανείς να αγνοήσει δεν τον αφήνει η αστική γεωγραφία. Ετσι, λοιπόν, όταν κίνησα για να βρεθώ «κάτω από τις ράγες», είχα επίγνωση ότι περνάω ένα όριο και ότι όλη η περιοχή κάτω από τη λεωφόρο Ιωνίας, κάτω από τη Λιοσίων και κάτω ακόμη και από την Κωνσταντινουπόλεως ήταν μια Αθήνα πιο ήρεμη και ίσως λίγο ξεχασμένη. Από την οδό Κροκιδά κάτω από τη λεωφόρο Ιωνίας μπορείς να περπατήσεις στα Θυμαράκια και να εξακτινωθείς στην ενδοχώρα αυτής της αστικής συνοικίας, καταγεγραμμένης σε όλους τους παλαιούς οδηγούς της πόλης. Hθελα να βρω σπίτια που δεν γνώριζα, χωμένα ανάμεσα στις πολυκατοικίες, περισσότερο για να καταλάβω την περιοχή παρά για να σταθμίσω ένα αισθητικό αποτύπωμα. Πολύ γρήγορα, λίγο κάτω από τις γραμμές του ηλεκτρικού, έπεσα πάνω στο κλειστό σπιτάκι της οδού Κροκιδά 8. Με ξάφνιασε γιατί εμφανίστηκε σχεδόν απρόσκλητο και η θέα που αποκάλυπτε ήταν αβίαστη σαν πύλη σε μια συνοικία με πολλές ιστορίες.
Αργότερα, όταν είχα περπατήσει πάνω κάτω την Κροκιδά έως την Κωνσταντινουπόλεως, τη Ρόδου, την Καζάζη, την Καρυσταίνης (με τη σειρά από ισόγεια σπιτάκια), τη Ζαγορίων, τη Δεμερτζή, την Παρασκευοπούλου, δρόμοι – κομμάτια και αυτοί της αθηναϊκής μικροϊστορίας, κατάλαβα το μέγεθος της σπανιότητας αυτών των μικρών σπιτιών, σαν αυτό που είχα εντοπίσει, ως ερείπιο, στην οδό Κροκιδά. Ηταν ένα σπίτι μελλοθάνατο, καθώς στην πρόσοψη επιζούσαν οι επιγραφές που πληροφορούσαν για το εφήμερο της γλυκύτατης αυτής όψης. Οι επιγραφές «Δίδεται αντιπαροχή» ήταν παλιές, το ενδιαφέρον για την ανοικοδόμηση αυτής της αθηναϊκής οικίας είχε υπάρξει αναιμικό ή έστω η υπόθεση ουδέποτε τελεσφόρησε. Στάθηκα ώρα στο σπιτάκι αυτό, το «οσπίτιον» της οδού Κροκιδά, γιατί σαν αυτό υπήρχαν άλλοτε εκατοντάδες στην Αθήνα. Είχε την κλίμακα της παλιάς νεοκλασικής οικίας, αλλά είχε χτιστεί μετά το 1925 και τα μοτίβα στην εξώθυρα προσάρμοζαν τις διδαχές της μοντέρνας κοσμοπολίτικης αρ ντεκό στη βαθμίδα της συνοικίας. Από το άνοιγμα της πόρτας είδα την οικεία κάτοψη. Λίγα σκαλοπάτια, μικρό χωλ, στο βάθος δίφυλλη πόρτα με υπέρθυρο ελαφρώς αρ νουβό ή arts and crafts, αριστερά και δεξιά, τα δωμάτια με παράθυρα στην πρόσοψη. Πόσες φορές αντιγράφηκε στην Αθήνα αυτή η τυπολογία, αυτή η διαρρύθμιση, πόσες φορές η μικροαστική ζωή των Αθηναίων προσαρμόστηκε σε αυτά τα δωμάτια. Αλλά να, που κάθε φορά αυτή η επανάληψη αποκτά μοναδικότητα. Ούτε ένα σπίτι ίδιο με το άλλο.
Ενα ακόμη αγγελτήριο αντιπαροχής υπάρχει στο ρομαντικό σπιτάκι της οδού Ρόδου 57, με τα μπορντώ παραθυρόφυλλα και τις περικοκλάδες. Σκεφτόμουν, ποιος θα ήταν ο αντίλογος σε κάποιον που θα υποστήριζε ότι αυτά τα σπίτια είναι πλέον αβίωτα και πως αργά ή γρήγορα θα χαθούν όλα. Σκεφτόμουν πιο πολύ αυτές τις κρυμμένες αυλές, τα λιγοστά δέντρα στο πλάι, τις γλάστρες, τις γάτες, τους σκύλους, τις χελώνες… Αυτή την Αθήνα τη χειροποίητη. Πιο πολύ αυτή η πηγαία ζωή έλειπε, περισσότερο από τις προσόψεις μιας αρχιτεκτονικής σκηνογραφίας, γλυκιάς, οικείας, περίτεχνης, αλλά όχι μοναδικής. Μοναδική είναι η ζωή που μπορεί να θάλλει σε αυτές τις κατοικίες. Χάρηκα όταν είδα δύο άρτια συντηρημένες ισόγειες παλαιές μονοκατοικίες στην περιοχή. Η μία ήταν στην οδό Κροκιδά 3 με θαυμάσιο μισοκρυμμένο κήπο και κόκκινη εξώθυρα. Και η άλλη ήταν στην οδό Ζαγορίων 6, με υπέροχη αυλή μπροστά και εξαιρετικό μεσοπολεμικό θύρωμα. Σκέφτηκα αυτά τα σπίτια χ 100 φορές και είπα να, πώς θα μπορούσε να ήταν σήμερα μια παλιά συνοικία της Αθήνας. Τα Θυμαράκια αφηγούνται ακόμη ιστορίες, η ζωή αναβλύζει ακόμη και ανάμεσα στα χάσματα.