«Θα σας πάμε και στο Μουσείο της Μαρμότας!». Οι υπεύθυνοι του Οργανισμού Τουρισμού της Ελβετίας με μεγάλη χαρά –εθνική υπερηφάνεια, θα έλεγα χωρίς καμία απολύτως υπερβολή– μας προετοίμαζαν για «μια εμπειρία ανεπανάληπτη», όπως επαναλάμβαναν.
Ηταν πριν από λίγα χρόνια, σε μια δημοσιογραφική αποστολή στη Λωζάννη, και οι Ελληνες συνάδελφοι τους ακούγαμε να μας μιλούν για το μυστηριώδες αξιοθέατο και κοιταζόμασταν με απορία. Ξέραμε τι εστί μαρμότα: ένα είδος τρωκτικού, που ζει σε ορεινούς και ψυχρούς βιοτόπους της Κεντρικής Ευρώπης. Τι μπορούσε να είναι, όμως, αυτό το μουσείο;
Λίγες ημέρες μετά, η ομάδα επιβιβάστηκε στο ιστορικό τρενάκι Chemin de fer με προορισμό το Rochers-de-Naye, το πιο δημοφιλές χιονοδρομικό κέντρο του καντονιού Βο, σε υψόμετρο 2.042. Εκεί λύθηκαν όλες οι απορίες μας.
Το περιβόητο μουσείο ήταν τρία μικρά δωμάτια με καμιά δεκαριά βαλσαμωμένες μαρμότες (και μερικές λούτρινες, ξεμαλλιασμένες) τοποθετημένες ανάμεσα σε φωτογραφίες και ψεύτικα φυτά, με τρόπο που ο επισκέπτης να βλέπει τον κύκλο ζωής του συμπαθούς ζώου: τι τρώει, πού διαβιοί, πού περνάει τους εννέα μήνες της χειμερίας νάρκης, ποιοι είναι οι εχθροί του στο ζωικό βασίλειο. Εμβρόντητοι βλέπαμε τους δεκάδες επισκέπτες, από διάφορες χώρες της Ευρώπης, να κοντοστέκονται και να παρατηρούν με θαυμασμό τα εκθέματα.
Θυμήθηκα τα ευτράπελα εκείνης της επίσκεψης με αφορμή τα ειρωνικά σχόλια μερίδας των συμπολιτών μας (και αρκετών πολιτικών) στο άκουσμα της είδησης για τη μεγάλη καταστροφή στο κτήμα και στα πρώην βασιλικά ανάκτορα του Τατοΐου στην πρόσφατη φωτιά. Ολων εκείνων που δεν συνειδητοποιούν ότι δεν χάθηκε μόνο ένας πολύτιμος πνεύμονας πρασίνου για την Αττική, αλλά και μια ευκαιρία: να δημιουργηθεί ένα μοναδικό μουσείο που θα αποτελούσε πόλο έλξης για χιλιάδες ξένους επισκέπτες. Ενα μουσείο για το οποίο θα είμαστε όλοι υπερήφανοι, φιλοβασιλικοί και μη. Γιατί η πολιτιστική μας κληρονομιά δεν έχει άλλου είδους πρόσημα…