Μαύρη ζωή, χρυσή γλώσσα

Η ιστορία μιας γυναίκας, μιας οικογένειας και μέσω αυτών ενός τόπου και μιας εποχής, στο νέο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου

7' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μαύρη ζωή, χρυσή γλώσσα-1Η Αλέξω γεννήθηκε στην Πόβλα, σύνορο με την Αλβανία, «περπατά[ει] κοντά τα εκατό» (σ. 544), έχει παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα (δίγγονα τα λέει η ίδια), και ζει τώρα μόνη της στη ’Γουμενίτσα. Αυτή η μπάμπω είναι η αφηγήτρια στο τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» (Πατάκης, 2021, βλ. σελ. 317 για το νόημα του τίτλου). Μιλάει σε κάποιον (ή και σε ομήγυρη), του απευθύνεται, χειρονομεί, βγάζει επιφωνήματα. Ο ακροατής – συγγραφέας αποτυπώνει στο κείμενό του τον ρυθμό του λόγου της, τον ήχο των επιφωνημάτων της, υποδηλώνει τις χειρονομίες της. Η αφήγηση είναι συνειρμική, η Αλέξω πάει από το ένα στο άλλο, επανέρχεται στα ειπωμένα, μιλάει αβίαστα για όσα της έρχονται κατ’ επιφοράν στη μνήμη, καταπώς λέει ο Παπαδιαμάντης – αυτό που η ίδια ονομάζει αφολοή, σαν ένας αχός που έρχεται από μέσα της και ανεβαίνει στην επιφάνεια της μνήμης.

Ο Δημητρίου δεν μας έχει συνηθίσει σε τόσο πολυσέλιδα γραψίματα (577 σελίδες). Το βιβλίο αποτελείται από 96 ιστορίες, με τον δικό της τίτλο η καθεμιά, αλλά αυτοχαρακτηρίζεται μυθιστόρημα. Ακούω ήδη την πρώτη ένσταση: δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, μια συλλογή μικρών διηγημάτων είναι, σαν και αυτά που έχουμε διαβάσει και θαυμάσει στον Δημητρίου. Το γεγονός ότι όλες τις ιστορίες τις διηγείται το ίδιο πρόσωπο δεν είναι αρκετό, θα πουν, για να κάνει ένα κείμενο μυθιστόρημα.

Αγαπώ πολύ το μυθιστόρημα, αλλά ας μη μετατρέψουμε, προς Θεού, μια ειδολογική κατηγορία σε αξιολογικό κριτήριο. Εχουμε όλοι μας διαβάσει τόσα και τόσα πεζογραφικά αριστουργήματα που δεν ήταν μυθιστορήματα. Και από την άλλη, γιατί άραγε δεν είναι μυθιστόρημα ο «Ουρανός απ’ άλλους τόπους»; Αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας, μιας οικογένειας και μέσω αυτών ενός τόπου και μιας εποχής: κλασικά στοιχεία του μυθιστορηματικού είδους.

Χωρίς παιδική ηλικία

Η Αλέξω έχει άλλες πέντε αδελφές και έναν μικρό –έβδομο γένος– αδελφό. Η μάνα τους, η Μηλιά, είναι μια γυναίκα ακατάβλητης εργατικότητας, «από νύχτα σε νύχτα ζεμένη στο μάγκανο» (σελ. 22), προκομμένη («όπου ήβρισκε εδώ, εκεί, φωλιά με χώμα, τσίτωνε κηπικά, μυρωδικά. Ουδέ πιθαμή χέρσο» (σελ. 107), συνετή, προνοητική, φιλόξενη και φιλάλληλη (σελ. 68), «ψωμοδότα», ένα βήμα μπροστά από την κοινωνία της (έβγαλε πρώτη τα «ρουτιά», πρώτη φόρεσε παπούτσια, από τις πρώτες που άφησε κάτω την κοτσίδα της, σελ. 21). Αλλά είναι και σκληρή με τα παιδιά της: τα στέλνει σε βαριές δουλειές από πολύ μικρά (βλ. σελ. 137-138). Στις κοινωνίες αυτές δεν υπάρχει παιδική ηλικία. Η Αλέξω, που έχει τη μάνα της πολύ ψηλά, της την καταλογίζει συχνά τούτη τη σκληρότητα. Το σπίτι τους είναι ανοιχτό, μοναστηρόσπιτο (σελ. 14 και επανειλημμένα), έχει όλα τα καλά, χάρη στην εργατικότητα και την αξιοσύνη αυτής της γυναίκας – ο πατέρας, πρόεδρος του χωριού, είναι καλός άνθρωπος αλλά μάλλον τεμπέλης.

Ο «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» είναι το ομαδικό πορτρέτο μιας κοινωνίας: φτώχεια, πείνα, σκληρή δουλειά, καταπίεση των γυναικών και των μικρών παιδιών, βία και αποκλεισμός (τη δύστυχη Πανωραία που την έχουν βιάσει Τσάμηδες –Τούρκοι, στη γλώσσα του τόπου– δεν θέλουν να τη δουν ούτε οι γονείς της, γιατί είναι πια μολεμένη και την αφήνουν να πεθάνει, σελ. 287-293), δεισιδαιμονία, καταλαλιά, κατάρες, τυφλά μίση, ξενιτεμός (Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία), πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος. Το κύριο γνώρισμα ήταν ασφαλώς η φτώχεια και ο απίστευτος μόχθος που απαιτούνταν συνακόλουθα για τη μπουκιά το ψωμί, «για τη χαψιά στο στόμα». Οι γυναίκες στα χωριά της Μουργκάνας κάνανε κυριολεκτικά το ξύλο γνέμα (βλ. σελ. 328-329)!

Ο κόσμος της Πόβλας και των γύρω χωριών είναι ένας κόσμος γυναικείος, οι άνδρες λείπουν στον στρατό και τους πολέμους, γυρνάνε καλατζήδες στη νότια Ελλάδα, μεταναστεύουν. Οι γυναίκες κρατάνε τη ζωή στα χέρια τους. Και όμως, το κεντρικό γεγονός στη ζωή αυτών των δυνατών γυναικών ήταν ο γάμος, εκεί κρινόταν η μοίρα τους, για την οποία οι ίδιες δεν είχαν λόγο – «μας πούλαγαν, δεν μας πάντρευαν, λέει η Αρετή», αδελφή της Αλέξως (σελ. 62). Αν η κόρη «είχε ακουστεί» –για το τίποτε– έμενε αχάλευτη, δεν τη ζητούσε κανείς σε γάμο.

Είναι ένας κόσμος, προφανώς, του προφορικού πολιτισμού, όπου το τραγούδι και ο χορός έχουν μεγάλη θέση: «έστρωναν τον χορό με τα τραγούδια πο’ ’πρεπε και με τα πατήματα, όχι ταραές και φωνές» (σελ. 160). Η θρησκευτικότητα δεισιδαιμονική: «ο πατέρας ήταν βλάσφημος, λόγο και χριστοπαναΐγια, αλλά ήτανε και θρήσκος», κρατούσε τις νηστείες (σελ. 64, βλ. και σελ. 291).

Ο φόνος της μάνας

Από όσα έζησε και τράβηξε η Αλέξω ένα μένει μέσα της άσβηστο και την περονιάζει ακόμη και τώρα στα βαθιά γεράματα, και έρχεται και επανέρχεται στην αφήγησή της από την αρχή (σελ. 14) έως το τέλος: ο φόνος της μάνας της από τους αντάρτες. Ολη η φαμίλια γλίτωσε εκτός από τη μάνα: την πιάσανε, την πήγανε στον Λια και τη σκότωσαν. Οταν, στα στερνά της, ένα καράβι θα πιάσει στη ’Γουμενίτσα μεταφέροντας ομήρους από την Ουγγαρία και πολύς κόσμος, «μελισσολόι», κατεβαίνει στο λιμάνι να τους υποδεχθεί, θα πάει μαζί τους και η Αλέξω. 

«Εκλαιγαν όλοι πούηταν όξω, έκλαιγαν κι αυτοί που ερχόντανε. Οχι έκλαιγαν, θρήνος. Είχε ανάψει η ψυχή μέσα και γούριαζε. Χαιρετούσαμαν με μαντίλια, με τα χέρια. Κάθε βολά που έβγαινε βάρκα, γουριάζαμε όλοι. Καλωσέρθαταν, καλωσέρθαταν. Καλώς σας ήβραμαν, καλώς σας ήβραμαν. Επεφταν ο κόσμος στις αγκαλιές να πνιγούν. Ο τόπος γίνηκε σαν να σύννεψε. Σκεπαίνεται ο ήλιος; Σκεπαίνεται από το βάι του κόσμου. Εγώ τήραζα τις μισόκαιρες γυναίκες μη δω την μάνα. Ολα τα χρόνια ήλεγα με την γνώμη μου ότι είναι στην ομηρία. […] Ηβγε και η τελευταία βάρκα, νύχτωμα, και η μάνα δεν ήβγε. Τότε εγώ ανάβλιαξα, τότες με περόνιασε» (σ. 542-543).

Η Αλέξω είναι αντικομμουνίστρια, είναι του Ζέρβα (σελ. 195). Βρίζει τους κομμουνιστές και τους υποστηρικτές τους, με πάθος και έμπνευση. «Αυτές που δεν έκαναν ούτε για σκιάχτρο στ’ αμπέλι» (σελ. 255), λέει για τις κομμουνίστριες, έκαναν διαφωτισμό. Ο άντρας της ο Φώτος έχει πάει για λίγο στους χίτιδες (σελ. 407) και έτσι θα πάρουν ένα σπιτάκι στη Νέα Ελβετία της ’Γουμενίτσας, που, αν δεν ήσουν εθνικόφρων, δεν το έπαιρνες (σελ. 531). Στο χωριό, στην Πόβλα, μετά τον χαμό της μάνας της, πάει πολύ σπάνια, σε καμιά κηδεία, «αρύ και πού σε λύπη» (σελ. 268). Δεν το αντέχει, εξάλλου ρήμαξαν όλα, λόγγιασαν.

Ευθυβολία, λιτότητα, ευρηματικότητα, ποιητικότητα, μεταφορές

Ο Σωτήρης Δημητρίου στήνει το λογοτεχνικό μνημείο αυτού του κόσμου στη γλώσσα αυτού του κόσμου. Πήρε τη σωστή απόφαση να μη βάλει γλωσσάρι στο βιβλίο του. Αυτό θα δυσκολέψει πολλούς από τους νεότερους αναγνώστες, αλλά η αντίθετη επιλογή θα έκανε το μυθιστόρημα λαογραφική μελέτη. Οποιος επιμείνει στην ανάγνωση, πολλές λέξεις που δεν τις γνωρίζει θα τις καταλάβει από τα συμφραζόμενα. Κάποιες άλλες δεν θα τις καταλάβει, μα δεν πειράζει. Προσέφυγα στο πολύτιμο δίτομο έργο «Τα Γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, Κεντρικής και Νοτίου)» του Ευάγγελου Αθ. Μπόγκα (Εκδόσεις Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα, 1964, 1966), για ορισμένες λέξεις, μα δεν τις βρήκα. Η περίφημη «αφολοή», λόγου χάρη, δεν θησαυρίζεται. Δεν είναι δυσεξήγητο: αφενός, είναι τόσος ο πλούτος των τοπικών γλωσσικών ιδιωμάτων, που είναι των αδυνάτων αδύνατο να τον θησαυρίσει ένα λεξικό στο ακέραιο, και αφετέρου, μέσα στο κοινό ιδίωμα κάθε σπιτικό είχε και τις δικές του προτιμημένες λέξεις και εκφράσεις. Επιπλέον, υπήρχε πάντα μεγάλο περιθώριο προσωπικής γλωσσικής δημιουργικότητας – και η Αλέξω την έχει και με το παραπάνω. Αν ήθελα να σημειώσω εδώ λέξεις και εκφράσεις που να δείχνουν τη δύναμη και την ποιητικότητα της γλώσσας που μιλούν αυτές οι γυναίκες, θα έπρεπε να παραθέσω το μισό βιβλίο. Να, για παράδειγμα, ελάχιστες λέξεις προς χαρακτηρισμό γυναικών: σκορπαλεύρω (σπάταλη νοικοκυρά), γραφοχέρα (γυναίκα με επιδεξιότητα στα χέρια), ηλιοκατέβατη (όμορφη), ισιοπέραστη (αθώα), συγκάμισσα (η φιλενάδα με την οποία συγκάνεις και λέτε και τα δικά σας), εξυπνοπουτάνα, μοναχοφαούσω.

Κάθε σελίδα του βιβλίου είναι θησαυρός. Σαστίζεις με την ευθυβολία, τη λιτότητα, την ευρηματικότητα, την ποιητικότητα, τις μεταφορές αυτής της γλώσσας. Εδώ, στη γλώσσα, βρίσκεται η μεγάλη δύναμη του βιβλίου. Τη ζωή, τα βάσανα και τις χαρές των κατοίκων της Πόβλας και τις ιστορικές περιπέτειές τους θα μπορούσε να μας τα πει αντικειμενικότερα μια λαογραφική ή ιστορική μελέτη. Οποιος τυχόν αντιτείνει, με μειωτική της αξίας του έργου διάθεση, ότι η γλωσσική αυτή δύναμη δεν είναι κατόρθωμα του συγγραφέα, αλλά ανήκει στους άνδρες και τις γυναίκες που τη μιλούσαν, σφάλλεται εκ του πονηρού. Ασφαλώς και η γλώσσα είναι του τόπου και των ανθρώπων του, αλλά για να μπορέσεις σήμερα να αφηγηθείς στην αμίλητη πια αυτή γλώσσα, πρέπει να έχεις εσύ ο ίδιος φίνο μουσικό αυτί, να έχεις το χάρισμα της σωματικής αναστάτωσης στο σπάνιο άκουσμά της. «Αυτή μου τα ’μολόγαγε εμένα, εγώ τα λέω σε σένα και βάλ’ τα καλά στο αυτί σου» (σελ. 192), λέει κάποια στιγμή η αφηγήτρια στον ακροατή – συγγραφέα, μεταφέροντάς του διήγηση της αδελφής της Αρετής. Ο Σωτήρης Δημητρίου τα έβαλε καλά στο αυτί του και την ψυχή του τα λόγια αυτά και τη μουσική τους, γι’ αυτό μπόρεσε και τα έβαλε και στο χαρτί, ώστε να μείνουν εις τον αιώνα λαμπρό μνημείο της ελληνικής λαλιάς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή