Λίγο πριν ξεκινήσει ένας από τους πιο δύσκολους Αυγούστους της ζωής μας, στην επιφανειακή ηρεμία των νυχτερινών ωρών του Ιουλίου, δύο μικρά αθέατα συμβάντα με επισκέφθηκαν. Στο κέντρο της Αθήνας, σε μια γωνία ενός ταχυφαγείου κάθεται ένας ηλικιωμένος άνδρας. Παρά το περασμένο της ηλικίας του και τα πρόχειρα, ελαφρά λόγω ζέστης ενδύματα, ανήκει σε εκείνους τους άνδρες που μπορείς ακόμα να δεις την αίγλη τους. Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται αρχοντικοί. Εχει φάει σχετικά λίγο, το πιάτο του είναι ακόμα γεμάτο και το βλέμμα του είναι απλανές. Κοιτάζει ευθεία, αλλά χωρίς να κοιτάζει μπροστά. Δίπλα του κάθεται μια κυρία νεότερη στην ηλικία, αλλά μεσήλικας και αυτή, κρατώντας ένα κινητό στο χέρι, σε πλήρη αφοσίωση με την οθόνη της. Σκέφτομαι ότι είναι η γυναίκα που τον προσέχει. Δεν είναι η σύντροφός του, ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους, παρόλο που τα ζευγάρια δεν ανήκουν απαραίτητα στον ίδιο κόσμο, ιδίως όταν περνάνε τα χρόνια.
Εκείνη όμως είναι σαφές από το βλέμμα ότι είναι η κυρία που τον προσέχει. Και μάλλον εκείνη τη στιγμή βαριέται. Μπορεί όμως και εκείνος να τη βαριέται. Κανείς δεν επικοινωνεί με κανέναν. Βουτηγμένοι και οι δύο στη μοναξιά τους, ο ένας αναζητά το κενό ή το παρελθόν του και εκείνη τους δικούς της που μπορεί να βρίσκονται πολύ μακριά από τον τόπο της εργασίας της.
Λίγες νύχτες πριν είχε προηγηθεί ένα τηλεφώνημα μιας άγνωστης κυρίας στο γραφείο μου. Μια γλυκιά, μεστή φωνή ήθελε να μου μιλήσει. Να μου πει για όσα τραβάνε οι ηλικιωμένοι μέσα στην καραντίνα του κορωνοϊού, ιδίως όσοι είναι ήδη άρρωστοι. Η ανάγκη ήταν επιτακτική.
Είναι γεγονός ότι οι ηλικιωμένοι έχουν λιγότερη φωνή στην κοινωνική βοή, στην πανδημία μετρήθηκαν μόνον ως αριθμοί νεκρών και όχι ως υποκείμενα. Οι ηλικιωμένοι δεν χειρίζονται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν είναι καταναλωτές, δεν θυμώνουν, δεν διαδηλώνουν, δεν τους υπολογίζουμε ως μετρήσιμες δυνάμεις γιατί η ζωή τους βρίσκεται πιο κοντά στο τέλος παρά στη μέση. Είναι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν μέσα σε πόλεμο, λίγο πριν από τον Εμφύλιο, εκεί κοντά, που είδαν την Ελλάδα να αλλάζει δεκαετία τη δεκαετία. Είναι αυτές οι παλιές γενιές που είχαν μάλλον μέσα τους κάποιες αρχές, που σιγά σιγά οι επόμενες εγκατέλειπαν. Μιλούσαν ακόμα και χωρίς μόρφωση μια γλώσσα μεστή και αληθινή. Κάπως είχαν νόημα και πόνο οι λέξεις τους, γιατί ήταν όλα τόσο μα τόσο δύσκολα. Και προφανώς για να έχουν φτάσει μέχρις εδώ, με κόπο και αγώνα, τα κατάφεραν. Εζησαν και έφτασαν στις τιμημένες ηλικίες των 80 ετών και πάνω, ηλικίες που φαντάζουν τόσο μακρινές για τα παιδιά και τόσο άπιαστες για όσους χάθηκαν νωρίς.
Εχει όμως αλλάξει το βλέμμα αυτής της χώρας γι’ αυτές τις γενιές; Τι συμβαίνει με μας, τα παιδιά και τα εγγόνια τους; Πού βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι σήμερα, σε μια Ευρώπη που γερνάει; Πώς ζουν; Ζουν στα σπίτια μας; Μαζί με τα παιδιά μας; Ζουν με κάποια φροντίδα ικανή να τους εμπεριέξει; Ζουν μόνοι; Πώς σκέφτεται μια ολόκληρη χώρα πάνω στο γήρας, ιδίως στις μεγάλες πόλεις; Είναι μόνον οικογενειακή μέριμνα το γήρας ή θα έπρεπε να είναι εθνική;
Εχοντας χαραγμένη την εικόνα της ηλικιωμένης κυρίας που μέσα στις φλόγες αποτυπώνει στο πρόσωπό της τον πόνο και την απελπισία, σκέφτομαι ότι η ταχύτητα της ζωής και οι δικές μας δυσκολίες έχουν αφήσει απέξω το γήρας των προγόνων μας.
Στους θερινούς κινηματογράφους αυτό το καλοκαίρι προβλήθηκε η ταινία «Ο πατέρας», με τον συγκλονιστικό Αντονι Χόπκινς στον ρόλο του ανθρώπου που πάσχει από τη δυσκολότατη νόσο του Αλτσχάιμερ. Αναρωτιέμαι πόσο το ίδιο το γήρας μέσα μας βιώνεται από μόνο του ως νόσος, άσχετα με ό,τι μπορεί ο χρόνος να φέρει. Μήπως η νεότητα φέρνει αυτήν τη δυσκολία να καταλάβει, να συναισθανθεί τα ψυχικά αιτήματα που φέρει το γήρας. Σε μια αέναη πορεία, σαν η ιστορία να επαναλαμβάνεται, ο άνθρωπος ενώ διατρέχει τον πλήρη κύκλο της ζωής του, μαθαίνει εξαρτημένος να γίνεται ανεξάρτητος και να παράγει τα ίδια του τα έργα, με την πάροδο των ετών και όσο κλείνει αυτός ο κύκλος ξαναγίνεται, χωρίς ποτέ να θέλει να το παραδεχτεί, το ίδιο εξαρτημένος. Και όσα τραύματα παλιά δεν επουλώθηκαν ή δεν γιατρεύτηκαν, επιστρέφουν να ξαναβρούν ευάλωτο το ασθενικό κορμί. Το γήρας κουβαλά ένα παράπονο. Που όσο περήφανα και εάν το κρύβουν οι άνθρωποι, δεν παύει να βρίσκεται καρφωμένο σαν σταυρός πάνω στα λεπτά τους χείλια την ώρα που ξαπλώνουν για να κοιμηθούν. Και ίσως αυτό το παράπονο δεν σχετίζεται με τη ζωή που έκανε ο καθένας από αυτούς. Εχει να κάνει με τη ζωή που αδίκως φθίνει, που τελειώνει. Γιατί ο ηλικιωμένος, ακόμα και εάν έχει παραιτηθεί, ξέρει καλύτερα από τον καθένα πόσο ωραίος είναι ο ήλιος το πρωί.
Στρέφει το πρόσωπο στη μυρωδιά του νυχτολούλουδου, σιγοψιθυρίζει εκείνο τον παλιό σκοπό.
Ας ακούσουμε το παράπονο του γήρατος. Ιδίως στο τέλος ενός δύσκολου μήνα μπορεί να γλυκάνει την ψυχή μας.