Σπίτια των γηρατειών και της μοναξιάς

Σπίτια των γηρατειών και της μοναξιάς

4' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 20 Σεπτεμβρίου 2020 εγκαινιάστηκε, στο Μουσείο Μπενάκη/Πινακοθήκη Γκίκα, η έκθεση «Το σπίτι της μνήμης» της Λήδας Κοντογιαννοπούλου (γενν. 1971), με επιμέλεια του Ν. Π. Παΐσιου. Θα διαρκέσει, εκτός υγειονομικού απροόπτου, μέχρι τις 8 Ιανουαρίου 2022. Πρόκειται για μικρή έκθεση (20 έργα στην αίθουσα, 22 στον κατάλογο, όλα λάδια), με ισχυρή θεματική ενότητα: το εσωτερικό των σπιτιών τεσσάρων Ελλήνων δημιουργών, της Νίκης Ελευθεριάδη, της Ναταλίας Μελά, του Παναγιώτη Τέτση και του Γιώργου Σεφέρη. Οι περισσότεροι πίνακες, έντεκα συνολικά, εικονίζουν το σπίτι της οδού Αγρας. Ο επισκέπτης της έκθεσης δεν πρέπει να αντιμετωπίσει τους πίνακες ως εικαστικά τεκμήρια των σπιτιών, και ας είναι μεγάλη –μα όχι απόλυτη βέβαια– η πραγματολογική τους ακρίβεια, αλλά ως ποιητική ανασύνθεσή τους, ως ζωγραφική σπουδή πάνω στα σπίτια αυτά. Οποιος πάντως ενδιαφέρεται για εξωζωγραφικές πληροφορίες, σχετικά με τα έπιπλα και τα αντικείμενα, θα τις βρει όλες στο κείμενο του Νίκου Παΐσιου στον κατάλογο της έκθεσης (τον οποίο επιμελήθηκε ο Διονύσης Φωτόπουλος).

Ο Λεβινάς, στις θαυμάσιες σελίδες που έγραψε για τη διαμονή (demeure), την κατοίκηση και το σπίτι, στο πρώτο μεγάλο συνθετικό έργο του, το «Ολότητα και άπειρο» (1961), έδειξε φιλοσοφικά την κεντρική και προνομιακή θέση του σπιτιού στη ζωή του ανθρώπου – γι’ αυτό και είναι τόσο απαράδεκτο ηθικά να μην έχει κανείς σπίτι να μείνει. Ο άνθρωπος, εξηγεί ο Λεβινάς, ζει μέσα στον κόσμο ως ερχόμενος προς τον κόσμο, ξεκινώντας από έναν ιδιωτικό χώρο, από το σπίτι του όπου μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποτραβηχτεί (Totalité et Infini, Livre de poche/biblio, σ. 162). Η θεώρηση (contemplation) του κόσμου από το υποκείμενο προϋποθέτει το γεγονός της διαμονής, την περισυλλογή μέσα στην οικειότητα του σπιτιού (ό.π., σ. 164).

Υπάρχουν λογιών λογιών σπίτια: πλούσια και φτωχικά, ευρύχωρα και στενόχωρα, φωτεινά και σκοτεινά, χαρούμενα και δυστυχισμένα, ειρηνικά και βίαια, και ούτω καθεξής, σε αμέτρητες παραλλαγές, όση και η ποικιλία των ανθρώπων. Τα σπίτια που ζωγραφίζει η Κοντογιαννοπούλου είναι σπίτια γεροντικά. Μοναχικοί γέροντες, άντρες και γυναίκες, ζουν μόνοι μέσα σε αυτά, με συντροφιά το πολύ πολύ μια γάτα (σπανιότερα σκύλο). Οι άνθρωποι, γυναίκες κατά κανόνα, εικονίζονται στους πίνακες μοναχοί τους. Οταν υπάρχουν δύο, στέκονται μακριά ο ένας από τον άλλο, δυο παράλληλες μοναξιές. Δεν υπάρχουν μικρά παιδιά, δεν ακούγονται φωνές, όλα είναι τυλιγμένα στη σιωπή. Μοναξιά, όπως στους πίνακες του Χόπερ, αλλά ήρεμη μοναξιά, όχι σκληρή και τραγική, εκτός από δύο πίνακες με το σπίτι του Τέτση (αρ. κατ. 14 και 15).

Σωστά ο τίτλος που δόθηκε στην έκθεση, χωρίς περιττή διάθεση πρωτοτυπίας, είναι «Το σπίτι της μνήμης». Η ζωή στα σπίτια αυτά έχει αποτραβηχτεί και κατοικούν πια εκεί οι μνήμες μιας ζωής περασμένης, ενσαρκωμένες σε συγκεκριμένα αντικείμενα, συλλεγμένα με γούστο στο διάβα της: βάζα, φωτιστικά, χαλιά και κιλίμια, καθρέφτες, δίσκοι, ασημικά και πορσελάνες, πίνακες, βιβλία. Είναι σπίτια-μουσεία, που εκθέτουν με τάξη τα πολύτιμα αντικείμενά τους. Δεν βλέπεις πουθενά εκείνη τη γλυκιά ακαταστασία που έχουν τα σπίτια της ζωής, όπως τη βλέπουμε, για παράδειγμα, στα έργα του Βυιγιάρ (Édouard Vuillard, 1868-1940), του σπουδαίου ζωγράφου του εσωτερικού σπιτιών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δεν υπάρχει σε κανέναν πίνακα το κυριότερο δωμάτιο κάθε σπιτιού: η κουζίνα, ο χώρος όπου ετοιμάζεται η τροφή. Δεν θα δούμε την κατσαρόλα να βράζει, τον νεροχύτη με άπλυτα πιάτα, ένα μισοφαγωμένο φρούτο. Οπως είναι φυσικό, σε τούτα τα μισοσκότεινα, γεροντικά σπίτια, δεν μπορεί να υπάρχει ούτε η κρεβατοκάμαρα με ξέστρωτο το κρεβάτι της ερωτικής συνεύρεσης. Στο έργο «Μεγάλο εσωτερικό νυχτερινό» (αρ. κατ. 3) εικονίζεται η Αννα Λόντου να διαβάζει, μόνη, απέναντι σε έναν καναπέ, όπου δεν κάθεται κανείς, με το μελιχρό φως που διαχέεται από το πορτοκαλί λαμπατέρ και το κίτρινο αμπαζούρ, ενώ στα πόδια της παρακολουθεί με προσήλωση, μόνος ακροατής, η γάτα του σπιτιού. Ο Καβάφης έχει ήδη σχολιάσει αριστουργηματικά τον πίνακα, με μια ασήμαντη πραγματολογική διαφορά: «Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα / απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα, / και κάθισα εδώ. Καθόμουν χωρίς να διαβάζω, / και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω / κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό» («Απ’ τες εννιά-»).

Αυτά τα γεροντικά σπίτια, τα κατάφορτα με όμορφα αντικείμενα και μνήμες, μου φέρνουν μελαγχολία, στην ηλικία που είμαι και εγώ. Οι άνθρωποι γερνάνε, τα σπίτια γερνάνε, όλα τελειώνουν. Ομολογώ πως δεν έχω μεγάλο προσωπικό ενδιαφέρον και περιέργεια για τα σπίτια των συγγραφέων και των καλλιτεχνών. Το παντοτινό σπίτι τους είναι το έργο τους, μόνο οι επισκέψεις σε αυτό έχουν σημασία. Ούτε και με πολυνοιάζει τα σπίτια αυτά να γίνονται μουσεία – μια εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα στην είσοδο αρκεί. Προτιμώ να εισβάλουν ξανά εκεί ο βόμβος και η αταξία της ζωής.

Η Λήδα Κοντογιαννοπούλου ζωγράφισε εξαίσια, με τρυφερότητα και αγάπη, τα γεροντικά σπίτια της μοναξιάς, έκανε μια σπουδαία ζωγραφική σπουδή πάνω στην αθόρυβη απόσυρση της ζωής από τα συγκεκριμένα σπίτια (και, καθολικεύοντας, από όλα εν γένει τα σπίτια). Το μυστήριο της τέχνης: νιώθω αληθινά μεγάλη αισθητική χαρά και συγκίνηση βλέποντας ζωγραφισμένα τα σπίτια αυτά, ενώ στα ίδια, τα πραγματικά, δεν θα ήθελα να ζήσω ούτε μία ώρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή