«Κρίνουμε ό,τι δεν έχουμε συνηθίσει»

«Κρίνουμε ό,τι δεν έχουμε συνηθίσει»

Η «Κάλλας», οι «Προμαχώνες» και οι αντιδράσεις – Oι αρχαιότητες και η μετακίνησή τους εκτός μουσείων

4' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Μαρία Κάλλας της γλύπτριας Αφροδίτης Λίτη επανέφερε μια παλιά συζήτηση περί της τέχνης σε δημόσιο χώρο στην Αθήνα. Δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρούνται τόσο έντονες αντιδράσεις. Χωρίς να θέλω να προβώ σε συγκρίσεις, από την εποχή που κατασκευαζόταν το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη έως τον Δρομέα του Βαρώτσου στην Ομόνοια, το Νέο Μουσείο Ακροπόλεως έως τον ανδριάντα της Λίτη, ποτέ δεν υποδεχόμασταν το νέο με καλή διάθεση, είτε δικαιώθηκε από τον χρόνο αργότερα είτε όχι.

Την ίδια στιγμή, στη συζήτηση κάποιοι επανέφεραν ένα παλιό ερώτημα: Τόσες αρχαιότητες έχουμε κρυμμένες σε αποθήκες μουσείων σε όλη τη χώρα, γιατί να μη βγουν στην επιφάνεια, να γίνει μια διασπορά της αρχαίας ελληνικής τέχνης στον δημόσιο χώρο, που μπορεί μάλιστα να προσελκύσει και ξένους;

Ερευνώντας λίγο τη σχέση της πόλης με ανδριάντες και αγάλματα, νέα και αρχαία, έμαθα ότι μέχρι και τη δημαρχία Κοτζιά, τη δεκαετία του ’30, η Αθήνα έβλεπε να ανεγείρονται νέοι ανδριάντες και αγάλματα σε κεντρικούς χώρους. Μόνον η Φωκίωνος Νέγρη έχει 3-4 μαρμάρινα ή μπρούντζινα μνημεία που τοποθετήθηκαν εκείνα τα χρόνια. Μεταπολεμικά, τον πυρετό της ανέγερσης δημόσιων μνημείων αναβίωσε ο πρώην δήμαρχος Δημήτρης Αβραμόπουλος. Αναβίωσε μια τάση με καλά και ατυχή αποτελέσματα, η οποία είχε προηγουμένως απαξιωθεί και θεωρηθεί παρωχημένη.

Την τάση της ανέγερσης δημόσιων μνημείων αναβίωσε ο πρώην δήμαρχος Δημήτρης Αβραμόπουλος, με καλά και ατυχή αποτελέσματα.

Επ’ αυτού ρωτώ και τη γνώμη ενός ανθρώπου που ξέρει πολλά παραπάνω: του αρχαιολόγου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Κώστα Πασχαλίδη. Οταν του ζητώ να σχολιάσει αυτή την πτυχή, μου λέει ότι «ο μαρμάρινος Περικλής δίπλα στο δημαρχείο, ας πούμε, δεν φέρει τη σφραγίδα της εποχής που φιλοτεχνήθηκε. Οπως για παράδειγμα φέρουν οι ολόσωμοι λίθινοι ανακεκλιμένοι υπερήρωες στις Θερμοπύλες που στήθηκαν τη δεκαετία του 1950 και παραπέμπουν μεν στην ηρωική αρχαιότητα, αλλά μεταφέρουν και το στίγμα της εποχής τους, τη συντριπτική αισθητική του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Νομίζω πως αυτό που αποφεύγουν πολλοί καλλιτέχνες, για λόγους διακριτικότητας ή επιβολής του αναθέτη, είναι να βάλουν την υπογραφή της δικής τους πνοής και εκείνη της εποχής τους με τρόπο αβίαστο. Ο μαρμάρινος Περικλής του δημαρχείου της Αθήνας είναι ένα τέτοιο ουδέτερο έργο, που περνάει απαρατήρητο. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις που οι καλλιτέχνες τολμούν να εντάξουν το στίγμα τους, με κόστος βαρύ».

Η «μάχη» με τον χώρο

Ρωτώ τον Κώστα Πασχαλίδη αν τέτοια ήταν η περίπτωση της Αφροδίτης Λίτη. «Κοιτάξτε, η Λίτη είναι εξαιρετική καλλιτέχνις, εγνωσμένη και δημιουργική. Είναι γνωστή και στον επαγγελματικό μου χώρο, καθώς εργάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο για πολλά χρόνια, αφήνοντας σπουδαία καλλιτεχνήματα. Στην περίπτωση του ανδριάντα της Κάλλας, το έργο της αδικήθηκε. Εχασε τη μάχη με τον περιβάλλοντα χώρο, με το χώμα, το παρτέρι με τον μικρό ελαιώνα, το ύψος της θέσης του σε σχέση με τους διερχομένους, τον ανοιχτό ουρανό και τις αντανακλάσεις στο στιλπνό μέταλλο. Σε έναν κατάλληλο κλειστό χώρο, το ίδιο έργο θα ήταν απολύτως επιτυχημένο και δεν θα ενοχλούσε κανέναν αυτόκλητο κριτή. Στο Μέγαρο Μουσικής ή στο κτίριο της Λυρικής Σκηνής θα λειτουργούσε αριστουργηματικά».

Ο Κώστας Πασχαλίδης μου αναφέρει ένα άλλο παράδειγμα που το ξέρει καλά. «Οι Προμαχώνες της Βένιας Δημητρακοπούλου είναι ένα μεταμοντερνιστικό γλυπτικό σύμπλεγμα, το οποίο έλαμψε ως αριστούργημα στην πρώτη τοποθέτησή του, στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς. Το ίδιο έργο, στη νέα του θέση στον κήπο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου λειτουργεί εντελώς διαφορετικά. Βρίσκεται σε αντίστιξη με το συμμετρικό τσιλλερικό κτίριο, προκαλεί με τους κεκλιμένους άξονες την αυστηρή νεοκλασική συμμετρία των κιόνων και των πεσσών και οδηγεί σε έναν ανήσυχο και απολύτως δημιουργικό διάλογο με τον θεατή. Οι άκομψες αντιδράσεις από επίσημα και ανώνυμα χείλη για την ασυμφωνία του έργου Προμαχώνες με το νεοκλασικό κάλλος το αδικεί και προδίδει, κατά τη γνώμη μου, μια μορφή μεροληψίας. Με άλλα λόγια, το βλέμμα του καθενός μας ζυγίζει και κρίνει το μεταμοντερνιστικό έργο σε σχέση με το νεοκλασικό, αδυνατώντας να προσμετρήσει τη θορυβώδη εικόνα του βρώμικου και αυτοσχέδιου καταυλισμού που συνιστά η υπαίθρια εγκατάσταση του καφέ στον κήπο του Μουσείου. Με άλλα λόγια, κρίνουμε εύκολα ό,τι δεν έχουμε συνηθίσει».

«Κρίνουμε ό,τι δεν έχουμε συνηθίσει»-1
Αντίγραφα της Ζωφόρου του Παρθενώνα στις αποβάθρες του σταθμού «Ακρόπολη» του μετρό. (SHUTTERSTOCK)

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή