«Η πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση βγήκε από τα καπνισμένα φουγάρα ατμομηχανών καύσης άνθρακα, η δεύτερη ξεπήδησε από ρευματοδότες, ενώ η τρίτη είχε τη μορφή του ηλεκτρονικού μικροεπεξεργαστή. Σήμερα βρισκόμαστε εν μέσω μιας τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, που είναι καρπός της ένωσης πλήθους νέων ψηφιακών, βιολογικών και “φυσικών” τεχνολογιών και λέγεται ότι θα είναι πολύ πιο μετασχηματιστική απ’ ό,τι οι προηγούμενες. Ωστόσο, κανείς δεν γνωρίζει ακόμη πώς θα εξελιχθεί, πέρα από το ότι όλο και περισσότερες εργασίες που εκτελούνται στα εργοστάσια, στις επιχειρήσεις και στα σπίτια μας θα ανατίθενται σε αυτοματοποιημένα κυβερνοφυσικά συστήματα, που θα λειτουργούν με αλγόριθμους μηχανικής μάθησης. Για κάποιους, η προοπτική ενός αυτοματοποιημένου μέλλοντος αναγγέλλει μια πιο άνετη ζωή χάρη στα ρομπότ. Για άλλους είναι ένα ακόμα μοιραίο βήμα προς μια κυβερνοδυστοπία. Αλλά, για πολλούς, η προοπτική της ευρείας αυτοματοποίησης εγείρει μόνο το εξής φλέγον ερώτημα: τι θα γίνει αν μου πάρουν τη δουλειά τα ρομπότ;».
Αυτά γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου του «Εργασία. Η ιστορία του πώς περνάμε τον χρόνο μας» ο Tζέιμς Σούζμαν (James Suzman). Το βιβλίο κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες σε μετάφραση της Λίζας Εκκεκάκη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Η «Κ» επιλέγει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα ως προδημοσίευση που σχετίζεται άμεσα με όσα αναφέρει στην εισαγωγή του ο συγγραφέας, ο οποίος καταπιάνεται με το ζήτημα της εργασίας, του ελεύθερου χρόνου, της εργασιομανίας και της υπερκόπωσης διαχρονικά. Το βιβλίο φτάνει στο φλέγον και επίκαιρο ζήτημα των «έξυπνων μηχανών» και του πώς θα εξελίξουν την εργασία στο μέλλον.
Προδημοσίευση
Η νέα μάστιγα
«Σήμερα μας πλήττει μια νέα μάστιγα, την οποία μπορεί να μην έχουν ακούσει ακόμη κάποιοι αναγνώστες, αλλά θα συζητηθεί πολύ τα επόμενα χρόνια: λέγεται τεχνολογική ανεργία», προειδοποιούσε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς στην περιγραφή της μετά το τέλος της εργασίας ουτοπίας του. «Πρόκειται για μια μορφή ανεργίας που οφείλεται στο ότι ανακαλύπτονται πιο γρήγορα τρόποι να εξοικονομηθούν εργαζόμενοι απ’ ό,τι εναλλακτικοί τρόποι αξιοποίησής τους». Ηταν μια εύλογη διευκρίνιση για το κοινό της δεκαετίας του 1930. Ηδη απ’ όταν η Βιομηχανική Επανάσταση ανέβασε στροφές, οι άνθρωποι ανησυχούσαν μήπως οι νέες τεχνολογίες και μέθοδοι εργασίας παραγκώνιζαν το επάγγελμα ή τον τρόπο βιοπορισμού τους, αλλά ο Κέινς αντιλήφθηκε όσο λίγοι τον βαθμό στον οποίο η ώθηση για ακόμα μεγαλύτερη αποδοτικότητα και αυτοματοποίηση θα συρρίκνωνε τη ζήτηση της ανθρώπινης εργασίας.
Εκ των υστέρων φαίνεται ότι ο Κέινς υποτίμησε τον βαθμό στον οποίο ο διογκούμενος τομέας των υπηρεσιών στις «προηγμένες οικονομίες» θα απορροφούσε σχεδόν αβίαστα τους ανθρώπους που διώχνονταν από αγροκτήματα, ορυχεία, αλιευτικές επιχειρήσεις και τις όλο και πιο αυτοματοποιημένες γραμμές παραγωγής. Η ταχεία επέκταση των υπηρεσιών είναι επίσης ο λόγος που, παρά την ευρεία αυτοματοποίηση πολλών κοινών άλλοτε εργασιών σε πολλές χώρες –από τους υπαλλήλους στα εκδοτήρια εισιτηρίων των σιδηροδρομικών σταθμών έως τους ταμίες στα σούπερ μάρκετ–, η συζήτηση σχετικά με την προοπτική να καταβροχθίσει η αυτοματοποίηση θέσεις εργασίας περιοριζόταν μέχρι πρόσφατα κυρίως σε κάποια κέντρα τεχνολογικής καινοτομίας, αίθουσες εταιρικών συσκέψεων και ακαδημαϊκά περιοδικά.
Αυτό άλλαξε τον Σεπτέμβριο του 2013, όταν οι Καρλ Φρέι (Carl Frey) και Μάικλ Οσμπορν (Michael Osborne) από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης δημοσίευσαν τα αποτελέσματα μιας έρευνας που αξιολογούσε την ακρίβεια των προβλέψεων του Τζον Μέιναρντ Κέινς σχετικά με την τεχνολογική ανεργία.
Το ρομπότ Xiaoyi, δημιούργημα του Πανεπιστημίου Tsinghua στο Πεκίνο και μιας κρατικής επιχείρησης, πέρασε πανεύκολα τις εθνικές εξετάσεις της Κίνας για τη χορή- γηση άδειας ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος.
Ο λόγος για τον οποίο η μελέτη της Οξφόρδης προκάλεσε θόρυβο ήταν το συμπέρασμα των Φρέι και Οσμπορν πως τα ρομπότ ήταν ήδη προ των πυλών των εργοστασίων και μάλιστα είχαν βάλει στο χάντρινο ρομποτικό τους μάτι σχεδόν τις μισές από τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ. Με βάση έρευνα που πραγματοποιήθηκε για 702 επαγγέλματα, υπολογίστηκε ότι το 47% του συνόλου των σύγχρονων θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ διέτρεχαν «υψηλό κίνδυνο» να έχουν εξαλειφθεί μέχρι το 2030 λόγω της αυτοματοποίησης. Οι ερευνητές επισήμαναν επίσης ότι δεν διέτρεχαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο οι εργαζόμενοι των παραφουσκωμένων γραφειοκρατιών ή του μεσαίου επιπέδου διοίκησης των επιχειρήσεων, αλλά αυτοί με τις πιο πρακτικές εργασίες, που συνήθως συνδέονται με χαμηλότερα επίπεδα τυπικής εκπαίδευσης.
Ακολούθησε καταιγισμός παρόμοιων μελετών. Σε αυτές αναμείχθηκαν κυβερνήσεις, πολυμερείς οργανισμοί, think tanks, λέσχες πλούσιων εταιρειών, όπως το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, και, αναπόφευκτα, οι μεγάλες εταιρείες συμβούλων σε θέματα μάνατζμεντ. Αν και χρησιμοποιούσαν ελαφρώς διαφορετική μεθοδολογία, τα ευρήματα όλων πρόσθεταν επίπεδα λεπτομέρειας στη ζοφερή εκτίμηση των Φρέι και Οσμπορν. Μια μελέτη, για παράδειγμα, που διεξήχθη από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στον οποίο ανήκουν οι περισσότερες μεγάλες οικονομίες του κόσμου, κατέληξε στο ότι οι επιπτώσεις της αυτοματοποίησης θα εμφάνιζαν πιθανότατα γεωγραφική διαφοροποίηση εντός και μεταξύ των κρατών-μελών. Προέβλεπαν ότι κάποιες περιοχές, όπως η Δυτική Σλοβακία, θα αντιμετώπιζαν απώλεια θέσεων εργασίας της τάξης του 40%, ενώ σε άλλες, όπως το Οσλο, πρωτεύουσα της Νορβηγίας, δεν θα υπήρχαν ιδιαίτερα αισθητές επιπτώσεις – η αυτοματοποίηση θα αφορούσε λιγότερο από το 5% των εργασιών. Σύμφωνα με τα «κορυφαία ταλέντα» στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας της McKinsey & Company, στη διάρκεια των επόμενων 15-35 ετών διέτρεχαν κίνδυνο μερικής αυτοματοποίησης το 30%-70% των θέσεων εργασίας. Μια άλλη μεγάλη εταιρεία συμβούλων, η PricewaterhouseCoopers, προέβλεψε ότι κινδύνευαν το 30% των θέσεων εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 38% στις ΗΠΑ, το 35% στη Γερμανία και μόνο το 21% στην Ιαπωνία.
Oλες αυτές οι μελέτες συμφωνούσαν ότι ορισμένοι επιμέρους τομείς ήταν σημαντικά πιο ευάλωτοι στην αυτοματοποίηση σε σχέση με άλλους, γιατί η τεχνολογία ήταν ήδη αρκετά προσιτή οικονομικά, ώστε οι εταιρείες που θα επένδυαν σε αυτήν να έχουν σχετικά γρήγορα απόδοση. Οι πιο ευάλωτοι επιμέρους τομείς –με περισσότερες από τις μισές θέσεις εργασίας να κινδυνεύουν από περικοπή– ήταν η «ύδρευση, αποχέτευση και διαχείριση αποβλήτων» και η «μεταφορά και αποθήκευση». Με μικρή διαφορά ακολουθούσαν η «χονδρική και λιανική πώληση», καθώς και επιμέρους τομείς της μεταποίησης, που πιθανό να μειώσουν το εργατικό δυναμικό τους κατά 40%-50% στο άμεσο μέλλον.
Οι μελέτες ανέφεραν επίσης ότι κάποια επαγγέλματα φαίνονται εν πολλοίς άτρωτα από την αυτοματοποίηση, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Μεταξύ αυτών είναι τα εξαρτώμενα από τις θολές τέχνες της πειθούς (π.χ. δημόσιες σχέσεις) και όσα απαιτούν υψηλό βαθμό ενσυναίσθησης (π.χ. ψυχιατρική), δημιουργικότητας (π.χ. σχέδιο μόδας) ή επιδεξιότητας των χεριών ή των δαχτύλων (π.χ. χειρουργική).
Εντούτοις, οι μελέτες δεν επέτρεπαν σε κανέναν να εφησυχάσει οριστικά. Μεγάλα ποσά επενδύονται για να αναπτυχθούν μηχανές με επιδεξιότητα ανθρώπινου ή ανώτερου επιπέδου, καθώς και άλλες, ικανές να μιμηθούν την κοινωνική νοημοσύνη και τη δημιουργικότητα. Κατά συνέπεια, ό,τι φαινόταν πριν από λίγα χρόνια μακρινό ορόσημο για την αυτοματοποίηση, τώρα φαίνεται πολύ κοντά μας. Για παράδειγμα, το 2017 το ρομπότ Xiaoyi, δημιούργημα του Πανεπιστημίου Tsinghua στο Πεκίνο και μιας κρατικής επιχείρησης, πέρασε πανεύκολα τις εθνικές εξετάσεις της Κίνας για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος, ενώ το πρόγραμμα AlphaGO της Google συνέτριψε τους κορυφαίους παγκοσμίως παίκτες Go. Το τελευταίο θεωρήθηκε σπουδαίος σταθμός, γιατί, σε αντίθεση με το σκάκι, για να κερδίσεις στο Go δεν αρκεί η ισχύς ως προς την επεξεργασία πληροφοριών. Το 2019, το σύστημα Project Debater της IBM –εξωτερικά, ένα λιτό, μαύρο, κατακόρυφο κουτί–, το οποίο για κάμποσα χρόνια ακόνιζε τη γλώσσα του σε ιδιωτικές διαλογικές αντιπαραθέσεις με εργαζομένους της IBM, έκανε μια εμφάνιση η οποία, αν και όχι νικηφόρα, υπήρξε πειστική και «απρόσμενα γοητευτική», επιχειρηματολογώντας υπέρ της επιδότησης της προσχολικής αγωγής, με αντίπαλο έναν πρώην μεγάλο φιναλίστ του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Διαλογικής Αντιπαράθεσης. Επιπλέον, με την τεχνολογία δημιουργίας deepfake βίντεο διαθέσιμη σε όποιον έχει σύνδεση στο Διαδίκτυο, και τις μηχανές να βελτιώνονται διαρκώς όσον αφορά την ερμηνεία της ανθρώπινης γλώσσας και τη δημιουργική χρήση της, υπάρχει μια ζωηρή αίσθηση ότι κανενός η εργασία δεν είναι απολύτως ασφαλής. Δεν αποτέλεσε, λόγου χάρη, έκπληξη η ανακοίνωση της Unilever το 2018 ότι ανέθετε μέρος των δραστηριοτήτων πρόσληψης σε ένα αυτόματο σύστημα τεχνητής νοημοσύνης, το οποίο θα εξοικονομούσε 70.000 ανθρωποώρες ετησίως προς όφελος της εταιρείας.
Ενας λόγος για τον οποίο οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ, έχουν αμφιβολίες σχετικά με τις δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης και της μηχανικής μάθησης είναι ότι συχνά και αυτοί που σχεδιάζουν τα εν λόγω συστήματα δεν είναι σίγουροι. Κάποια πρωτόκολλα μηχανικής μάθησης και τεχνητής νοημοσύνης μοιάζουν αδιέξοδα και η επένδυση περαιτέρω χρόνου σε αυτά μπορεί να είναι μάταια δαπανηρή. Ωστόσο, συνεχώς αναπτύσσονται νέα μοντέλα –πολλά βασισμένα στη νευροψυχολογία– και η τάση έχει μία μόνο κατεύθυνση.
Πολλές αναλύσεις που εξετάζουν τη δυνατότητα της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης να «φάνε» θέσεις εργασίας διστάζουν περιέργως να θίξουν ορισμένες οικονομικές συνέπειες που είναι ιδιαίτερα εύκολο να προβλεφθούν, αλλά έχουν βαθιές προεκτάσεις. Για την ακρίβεια, οι περισσότερες αναλύσεις δηλώνουν ενθουσιωδώς ότι η αυτοματοποίηση θα εγκαινιάσει έναν θαυμαστό κόσμο ακόμα μεγαλύτερης παραγωγικότητας και αποδοτικότητας, και ολοένα μεγαλύτερων μερισμάτων για τους μετόχους.
Μπορεί εύκολα κανείς να καταλάβει γιατί υιοθετεί μια τέτοια στάση η McKinsey & Co. και οι όμοιοί της. Το να ασχοληθούν με τις υπόλοιπες συνέπειες απαιτεί να αποτολμήσουν ένα ταξίδι σε μια σκουληκότρυπα, δηλαδή στο σενάριο ολικής αναδόμησης του οικονομικού συστήματος, το οποίο αυτή τη στιγμή τους ταΐζει μπριζόλες γουάγκιου και τους εξασφαλίζει πτήσεις στην πρώτη θέση. Και βεβαίως ένας από τους πρώτους μύθους που θα κατέρρεαν σε αυτή την περίπτωση είναι η υποτιθέμενη αντιστοιχία μεταξύ ανθρώπινης εργασίας, προσπάθειας και ανταμοιβής. Ομοίως θα έπρεπε να απαντηθεί το ερώτημα: ποιος θα ωφεληθεί από την αυτοματοποίηση και πώς;