Ο Δρόμος του Μπισκότου

Εκθεση για τα εκατό χρόνια Παπαδοπούλου – Η άφιξη από την Κωνσταντινούπολη και η επιρροή σε κοινωνία και οικονομία

6' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η επιστολή έχει ημερομηνία 31 Ιανουαρίου 1949. Ρώμη. «Αγαπητέ μου Ευάγγελε», ξεκινά. «Θα αργήσω πολύ να επιστρέψω. Θα συνεχίσω το ταξείδι μου διά τις άλλες Χώρες της Ευρώπης διά να καταρτισθώ τελείως εις των τεχνικών του κλάδου μας ώστε επανερχόμενος εις την Ελλάδα να παρουσιάσουμε τελειότερα προϊόντα από πάσης απόψεως. Σε φιλώ, Νίκος».

Στην καρδιά της εντυπωσιακής και πρωτότυπης, για το είδος της, έκθεσης με τίτλο «Παπαδοπούλου 100, Η ιστορία της εταιρείας 1922-2022», που φιλοξενείται στο ισόγειο του Μουσείου Μπενάκη/Πειραιώς, βρίσκεται η τραπεζαρία της οικογένειας Παπαδοπούλου. Το τραπέζι στρωμένο για κυριακάτικο γεύμα. Οι καρέκλες, τοποθετημένες με τάξη τριγύρω, είναι σαν να περιμένουν τους συνδαιτυμόνες να τις μετακινήσουν δίνοντας ζωή σε αυτό το άψογα επιμελημένο θεατρικό σκηνικό. Την ημέρα που επισκέφθηκα την έκθεση, ο χώρος των 1.000 τ.μ. όπου ξετυλίγεται η αφήγηση βρισκόταν ακόμη υπό διαμόρφωση – εργάτες, σκάλες και σκαλωσιές, επιμελητικές οδηγίες και προσχέδια των κατασκευών στους τοίχους και στις προθήκες. Ομως σε εκείνο το δωμάτιο υπήρχε παραδόξως ησυχία, μια αίσθηση θαλπωρής που σε έκανε να αισθάνεσαι καλεσμένος της οικογένειας Παπαδοπούλου. Και σαν δικός τους άνθρωπος μπορούσες να ρίξεις μια ματιά μέσα από τη μισάνοιχτη «πόρτα» στο κομψά φωτισμένο γραφείο του Ευάγγελου Ι. Παπαδόπουλου, με το βαρύ ξύλινο έπιπλο και τη μαύρη γραφομηχανή του.

Ο Δρόμος του Μπισκότου-1
Ετικέτες από προϊόντα Παπαδοπούλου μιας άλλης εποχής. Συσκευασίες, αφίσες, καρτολίνες, χαρτομακέτες και διάφορα μικροαντικείμενα συγκροτούν το εξαιρετικό Ιστορικό Αρχείο της εταιρείας.

Τη γνωριμία με τα μέλη αυτής της επιχειρηματικής οικογένειας ολοκληρώνει ένα γενεαλογικό δέντρο που σαν ιδιότυπη τοιχογραφία καλύπτει μία πλευρά της συγκεκριμένης αίθουσας. Την αφήγηση συμπληρώνει ηχητικά η δραματοποιημένη ανάγνωση επιστολών από την πλούσια αλληλογραφία των αδελφών Νίκου και Ευάγγελου Παπαδόπουλου, το διάστημα 1949-1953, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, με τον ίδιο στον έναν από τους δύο ρόλους και τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο στον άλλο. Η μουσική και ηχητική επένδυση ανήκει στον Θοδωρή Οικονόμου. Ο τίτλος της είναι «Ταξείδι Μελέτης». Από τα αποσπάσματα της αλληλογραφίας, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα τεκμήρια του Ιστορικού Αρχείου της επιχείρησης, ο επισκέπτης μπορεί να αντιληφθεί τη φιλοσοφία και τον χαρακτήρα των ιδρυτών της. Ισως και να ερμηνεύσει τους λόγους της εκατόχρονης επιτυχίας της, καθώς αποκαλύπτεται η αφοσίωση, η μεθοδικότητα και η υποδειγματική επιμέλεια εκείνων που βρίσκονταν πίσω από το τιμόνι της εταιρείας.

Διατρέχοντας τις 10 διαδοχικές ενότητες της έκθεσης που γιορτάζει έναν αιώνα «Παπαδοπούλου» διατρέχουμε όλες τις φάσεις της ιστορίας μιας από τις μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις στον χώρο της διατροφής. Και αντιλαμβανόμαστε τις πολλές πτυχές της δράσης της μέσα από μια εμπνευσμένη μουσειολογική αφήγηση. Κάθε ενότητα αναπτύσσεται σε περιβάλλον που παραπέμπει στο περιεχόμενό της. Η αρχή γίνεται με τη σημασία της μάρκας (brand) και τον τρόπο που καθιερώθηκε στην αγοραστική μας συνείδηση μέσα από προωθητικό υλικό – συσκευασίες, ετικέτες, παλιές διαφημίσεις, έντυπες και κινηματογραφικές. Ακολουθούν εν σειρά αίθουσες αφιερωμένες στην παραγωγή των προϊόντων, μια επιχειρηματική ιστορική αναδρομή, μια μικρή ενότητα αφιερωμένη στα παραμύθια που αντλούν την έμπνευση και τη θεματολογία τους από τις ζύμες, τα μπισκότα και τα ψωμιά (εικονογράφηση: Μυρτώ Δεληβοριά, κείμενα: Ειρήνη Βοκοτοπούλου), για να φτάσουμε μέσω των ανθρώπων –εργαζομένων και επιχειρηματιών– στα βασικά: την τροφή και τις πρώτες ύλες των προϊόντων.

Η περιήγηση είναι ένα πολυαισθητηριακό ταξίδι για μικρούς και μεγάλους επισκέπτες, που περιλαμβάνει περισσότερα από 300 εκθέματα, πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό και διαδραστικούς σταθμούς – ανάμεσα στα άλλα, ένα ψηφιακό διαδραστικό παιχνίδι που σχετίζεται με τους εργαζομένους της επιχείρησης, συρτάρια με κρυφά εκθέματα στην ενότητα «Τροφή» κ.ά.  Αυτή η πολύ σύγχρονη προσέγγιση του θέματος –ο σχεδιασμός και η επίβλεψη της έκθεσης έχει γίνει από το Γραφείο Κίζη Αρχιτεκτονικής & Design, ενώ η μουσειολογική μελέτη και επιμέλεια από τη μουσειολόγο Ερατώ Κουτσουδάκη– μετατρέπει την ξενάγηση σε μουσειακή εμπειρία, σχεδιασμένη ως την παραμικρή λεπτομέρεια με γνώμονα να παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο κοινό ο πλούτος του Ιστορικού Αρχείου της εταιρείας.

Ο Δρόμος του Μπισκότου-2
Kαλούπι του θρυλικού Πτι-Μπερ (Petit-Beurre). Περισσότερα από 300 εκθέματα φιλοξενούνται στην έκθεση «Παπαδοπούλου 100, Η ιστορία της εταιρείας 1922-2022», στο ισόγειο του Μουσείου Μπενάκη/Πειραιώς.

Πρόκειται για ένα από τα πληρέστερα και καλύτερα οργανωμένα αρχεία μεταξύ των ιστορικών ελληνικών επιχειρήσεων, και αυτή είναι η πρώτη φορά που το περιεχόμενό του παρουσιάζεται στο κοινό. Ο Στέφανος Βαμιεδάκης, υπεύθυνος του αρχείου, ξεκίνησε το 2014 να εντοπίσει και να καταγράψει κάθε είδους αρχειακό υλικό που αφορά την ιστορία της εταιρείας. Πλέον διαθέτει τεκμήρια κάθε είδους, από έγγραφα και κατάστιχα έως φωτογραφικό υλικό, συσκευασίες, αφίσες, καρτολίνες, χαρτομακέτες και διάφορα μικροαντικείμενα (διαφημιστικά, διακοσμητικά, αναμνηστικά κ.ο.κ.).

«Αγαπητέ μου Ευάγγελε. Θα συνεχίσω το ταξείδι μου διά τις άλλες Χώρες της Ευρώπης διά να καταρτισθώ τελείως εις των τεχνικών του κλάδου μας…».

Το περιεχόμενο του Ιστορικού Αρχείου σε συνδυασμό με στοιχεία από τα οικονομικά αρχεία της επιχείρησης αποτέλεσαν τις πηγές για το ερευνητικό έργο «Και το όνομα αυτού Πτι Μπερ. Η ιστορία της Εταιρείας Μπισκότων και Ειδών Διατροφής Ε. Ι. Παπαδόπουλος Α.Ε. 1922-2022». Ο ιστορικός και συγγραφέας Κώστας Κωστής σε συνεργασία με τον οικονομολόγο Κώστα Στρατή μελέτησαν την ιστορία της εταιρείας εντάσσοντάς τη στο πλαίσιο της εξέλιξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας ενός αιώνα. Η άρτια επιστημονική έκδοση, συνοδευτική της επετειακής έκθεσης, διαθέτει ενδιαφέρουσα εικονογράφηση με τεκμήρια εποχής και μια πολύ ελκυστική γραφιστική παρουσίαση. Τα γεγονότα που καταγράφει και σχολιάζει ξεκινούν στις αρχές του 20ού αιώνα, πιάνοντας το νήμα της εξιστόρησης από την Κωνσταντινούπολη. Εκεί ζούσε τότε η οικογένεια Παπαδοπούλου, που «σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ανήκαν στην κατηγορία των établis Ρωμιών της Πόλης, δηλαδή εκείνων που βρίσκονταν εγκατεστημένοι σε αυτήν πριν από το 1914», όπως αναφέρεται στο βιβλίο.

«Τη χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής φθάνει στην Ελλάδα και η οικογένεια της Μαρίας Παπαδοπούλου. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς την ημερομηνία άφιξής τους, όπως δεν γνωρίζουμε και πολλά πράγματα για τη ζωή τους μέχρι τότε», ξεκινά η εξιστόρηση. «Οταν η οικογένεια φθάνει στην Ελλάδα έχει ήδη μια εμπειρία στην παραγωγή μπισκότων. Σε επιστολόχαρτα που χρησιμοποιεί η επιχείρηση κατά τη δεκαετία του 1920 αναφέρεται ως έτος ιδρύσεώς της το 1916 και φυσικά ο τόπος δεν ήταν άλλος από την Κωνσταντινούπολη. Το πώς έφθασαν να γίνουν μπισκοτοποιοί δεν το γνωρίζουμε, πάντως το πρώτο προϊόν που παρήγαγαν δεν ήταν άλλο από τα Πτι Μπερ (Petit-Beurre), όπως είναι η διεθνής ονομασία των τετράγωνων μπισκότων με τα δοντάκια. Τα μπισκότα αυτά σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση φτιάχνονταν στο σπίτι της οικογένειας από τη μητέρα, τουλάχιστον αρχικά, και διανέμονταν από τους γιους της οικογένειας στις συνοικίες της Πόλης πάνω σε μεγάλους δίσκους. […] Σύντομα μπόρεσαν να κατασκευάσουν μπισκότα που ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν τα αγγλικά αντίστοιχά τους. Και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, μια ξύλινη σφραγίδα τούς επέτρεπε να τυπώνουν πάνω στα μπισκότα τη φίρμα τους: “Αδελφοί Παπαδόπουλοι, Κωνσταντινούπολις”».

Ομως έχουμε φτάσει πλέον στο έτος της μεγάλης εθνικής καταστροφής. Η οικογένεια αντιλαμβάνεται το δυσοίωνο μέλλον και αποφασίζει να φύγει για την Ευρώπη. «Σύμφωνα, πάντα, με την οικογενειακή παράδοση, όταν το καράβι με προορισμό τη Μασσαλία σταμάτησε στον Πειραιά, η μάνα και τα παιδιά κατέβηκαν για να ξεμουδιάσουν και στον περίπατό τους αποφάσισαν να κάτσουν σε ένα καφενείο για να ξεκουραστούν. Παρήγγειλαν καφέ και μπισκότα, αλλά ο καφετζής μπορούσε να ικανοποιήσει μόνο το πρώτο σκέλος της παραγγελίας, δηλώνοντας ότι αγνοούσε τι ήσαν τα μπισκότα», διαβάζουμε. Και προς επίρρωση των λόγων, η έρευνα επισημαίνει ότι στον εμπορικό κατάλογο του Ν. Ιγγλέση του 1920 εμφανίζεται μόνο μία μπισκοτοποιία, του Κ. Τσίτα, με διεύθυνση Πανεπιστημίου 57. Ο ίδιος ο Ευάγγελος Ι. Παπαδόπουλος είχε επισημάνει το πρόβλημα: «Το Μπισκότο ήταν άγνωστο στην Ελλάδα εκτός ολίγων εισαγωγών Αγγλικών στην Κέρκυρα και ορισμένα καταστήματα (αποικιακών) των Αθηνών, όπως το Σαντράλ, ο Θανόπουλος, ο Θωμόπουλος και ελάχιστοι άλλοι».

Με την εγκατάσταση της οικογένειας Παπαδοπούλου στην Αθήνα αρχίζει και η ιστορία του μπισκότου στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Σε μια χώρα φτωχή που έβαλε στη διατροφή της ένα είδος πολυτελείας και το μετέτρεψε σε προϊόν λαϊκό κι αξιαγάπητο.

⇒ Τον γενικό συντονισμό της έκθεσης έχει η ιστορικός τέχνης Ειρήνη Οράτη. Διάρκεια: 9/12 – 27/2.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή