Αμήχανο αφιέρωμα στον Χρήστο Δ. Λαμπράκη

Αμήχανο αφιέρωμα στον Χρήστο Δ. Λαμπράκη

Παρά τις «σωστές» επιλογές, το αφιέρωμα αποδείχτηκε αμήχανο

2' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Γερμανίδα υψίφωνος Μάρλις Πέτερσεν υπήρξε από τις αγαπημένες του Χρήστου Δ. Λαμπράκη. Με αβίαστη φωνή, μοναδικού και αναγνωρίσιμου φωτεινού ηχοχρώματος, όπως επίσης με σπάνια σκηνική παρουσία, πρωταγωνίστησε στην πανελλήνια πρώτη της όπερας «Λούλου» του Μπεργκ (2005), η οποία υπήρξε και το πρώτο σκηνικό θέαμα που παρουσιάστηκε στην αίθουσα «Τριάντη». Η Πέτερσεν επέστρεψε για τον «Νάνο» του Τσεμλίνκσι (2007), τη «Θαΐδα» του Μασνέ (2009), όπως επίσης για αρκετές βραδιές με τραγούδια, αλλά και ως πρωταγωνίστρια στη «Λεονόρα» του Μπετόβεν (2017). Η σχέση της με τον άνθρωπο ο οποίος υπήρξε η κινητήρια δύναμη δημιουργίας του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, όπως και η σχέση της με τον συγκεκριμένο οργανισμό, δικαιολογούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο της σε ένα αφιέρωμα στον Χρήστο Δ. Λαμπράκη.

Για ανάλογους λόγους εύλογη υπήρξε η παρουσία της Καμεράτας, η οποία ξεκίνησε ως ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, δηλαδή ορχήστρα του συλλόγου χάρη στον οποίο δημιουργήθηκε το Μέγαρο Μουσικής. Η Καμεράτα, τότε ορχήστρα εγχόρδων, σήμερα έχει μετασχηματιστεί σε σύνολο μπαρόκ μουσικής με σημαντική παρουσία τόσο σε ευρωπαϊκές σκηνές όσο και στη δισκογραφία, το οποίο όμως την ημέρα της γιορτής βρισκόταν –και βρίσκεται ακόμη– σε ένα ιδιότυπο καθεστώς, που δεν του επιτρέπει να χρησιμοποιεί το όνομά του.

Η Μάρλις Πέτερσεν και η Καμεράτα υπό τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο έδωσαν το καλύτερό τους εαυτό.

Ωστόσο, παρά τις «σωστές» επιλογές, το αφιέρωμα αποδείχτηκε αμήχανο. Κατ’ αρχάς ξένισε το πρόγραμμα, τόσο εμφανώς προβληματικό που η ίδια η ντίβα αισθάνθηκε ότι όφειλε να προσφέρει στο κοινό από σκηνής κάποια εξήγηση. Αμήχανη. Στο πρώτο μισό η Πέτερσεν με τη συνοδεία ενός Στάινγουεϊ που έπαιζε ο Στέφαν Ματίας Λάντεμαν, ερμήνευσε άριες των Σκαρλάτι, Μαρτσέλο και Μότσαρτ, όπως επίσης μια καντάτα του τελευταίου. Γιατί όχι με τη διαθέσιμη ορχήστρα ή έστω με το τσέμπαλο που στεκόταν δίπλα, σίγουρα καταλληλότερο από το πιάνο για το συγκεκριμένο ρεπερτόριο;

Στο δεύτερο μισό, η Καμεράτα έπαιξε ορχηστρική μουσική από το ρεπερτόριό στο οποίο διαπρέπει –Πόρπορα, Χέντελ, Βιβάλντι– και η Πέτερσεν τραγούδησε, περίπου εμβόλιμα, τρεις άριες από έργα του Χέντελ, τα οποία ποτέ δεν υπήρξαν στον πυρήνα του δικού της ρεπερτορίου. Η Καμεράτα, υπό τη μουσική διεύθυνση του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου, ερμήνευσε τη μουσική με μεγάλη θεατρικότητα. Τα ζωηρά μέρη διέθεταν ακρίβεια και νεύρο που εντεινόταν από την εξαιρετικά κοφτή διάπλαση των φράσεων, ενώ στα αργά ήταν εξίσου υπογραμμισμένη η λυρική διάθεση.

Η Πέτερσεν, πλασμένη για τη σκηνή, υπήρξε πειστική, παρά τη σχετικά περιορισμένη εξοικείωσή της με το ύφος της μπαρόκ μουσικής. Η ερμηνεία της, προσωπική, δουλεμένη, με ταυτότητα, κερδίζει απολύτως και επιβεβαιώνει ότι το λυρικό τραγούδι έχει γραφεί και δικαιώνεται στη σκηνή, όχι στο cd. Το δεύτερο που ξένισε ήταν όσα ακούστηκαν από σκηνής. Εάν πράγματι είχε κριθεί απαραίτητο να ακουστούν δύο λόγια για τον Χρήστο Δ. Λαμπράκη, τότε γιατί όχι από επίσημα χείλη; Η συναισθηματική προσέγγιση της ντίβας όπως και όσα είπε ο αρχιμουσικός της βραδιάς για τα έργα, καθώς δεν είχε γνωρίσει τον άνθρωπο, έκαναν το όλο πράγμα ακόμη πιο αμήχανο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή