Κύκνειο άσμα ενός σπουδαίου

Κύκνειο άσμα ενός σπουδαίου

Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Νίκου Μπακόλα «Για τον έρωτα και μόνο» η αφήγηση θυμίζει τις καλύτερες στιγμές του

4' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οπως µας ενημερώνουν οι εκδόσεις Σοκόλη, το μυθιστόρημα του Νίκου Μπακόλα με τίτλο «Για τον έρωτα και μόνο» βρέθηκε στα κατάλοιπά του ολοκληρωμένο. Στη σελίδα τίτλου σημειώνεται από τον συγγραφέα πως άρχισε να γράφεται στο Λονδίνο τον Ιούνιο του 1998. Δεδομένου ότι ο Μπακόλας έφυγε από τη ζωή τον Νοέμβριο του 1999 έπειτα από αιφνίδιο και καλπάζοντα καρκίνο, το μυθιστόρημα αυτό είναι κυριολεκτικά το κύκνειο άσμα του.

Παρότι ο έρωτας διατρέχει ολόκληρο το έργο του Μπακόλα, στο τελευταίο του μυθιστόρημα κυριαρχεί. Ο εξηντάρης ήρωας, έμπορος στο επάγγελμα, παντρεμένος, με έναν γιο φοιτητή, περνάει βαθιά προσωπική κρίση. Αναλογίζεται την περασμένη ζωή του, δεν βρίσκει νόημα πουθενά, δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανέναν στο περιβάλλον του και καταφεύγει στις ερωτικές αναμνήσεις του παρελθόντος· αυτές ζωντανεύουν με ένα τρόπο τυραννικό και τον οδηγούν να αναζητήσει τρεις γυναίκες που αγάπησε σε πολύ νεαρή ηλικία, τρεις πλατωνικούς, ανεκπλήρωτους έρωτες τους οποίους, με εμμονικό σχεδόν τρόπο, επιδιώκει να αναβιώσει. Η επιδίωξή του αυτή τον οδηγεί σε απελπισμένες κινήσεις, σε ταπεινώσεις, σε επικίνδυνα για τη ζωή του ατυχήματα.

Ο Νίκος Μπακόλας είναι σπουδαίος συγγραφέας. Είθε η νέα αυτή κυκλοφορία από τις εκδόσεις Σοκόλη να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον στο έργο του. Ακολουθεί απόσπασμα από το μυθιστόρημα.

Η.Μ.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

«Το θερμόμετρο ανέβαινε αγρίως, μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα, πήγαινε να σπάσει και να τιναχτούν υδράργυροι και αίματα κι αισθήματα, να ραντίσουνε τη φύση και τα εντός αυτής νεανικά κορμιά…».

«Ητανε τον καιρό εκείνον ακριβώς όπου συνέβησαν τα θαύματα, μικρά μεγάλα, κι ένα όντως παραδείσιο πτηνό, μια μάγισσα αθόρυβη και μάλιστα εν αγνοία της, ενεφανίσθη και συντάραξε τον βίο του βιαίως – είπανε οι τρελές συμπτώσεις, ας τον παίξουμε, ας τον κάνουμε να ονειρευτεί, ν’ αναστενάξει, ίσως και να κλάψει, ότι ήτανε αμάθευτος ο δόλιος από τέτοιους παραδείσους, τόσον εκθαμβωτικούς.

Κι έτσι ενσαρκώθηκε το όραμα, έν’ αντίγραφο Τζιν Τίρνεϊ απ’ το μαγευτικό Μαρούσι, όπου είχε τότε σπίτι (μια απ’ τις τρελές συμπτώσεις) και μια θεια του, αδερφή της μάνας του, με κηπάκο και με γλάστρες κι ένα γιασεμί θεόρατο και έναν φράχτη, που από την άλλη του μεριά (η άλλη σύμπτωση) ήταν ένα όμοιο σπίτι, που κρυβόταν όμως από δέντρα, πεύκα πιο πολύ και ένα δυο οπωροφόρα. Τον χειμώνα μοιάζαν όλα έρημα, μοναχικά, μόνον ένας άντρας με ψαρά μαλλιά φαινόταν πότε πότε, βάδιζε κάτω από τα δέντρα, κάπνιζε προσεχτικά, μήπως τον δουν, και κοίταζε αφηρημένος, μια ή δυο φορές είχε εμφανιστεί και μια γυναίκα, προφανώς η σύζυγός του, έδειχνε να τον επιτιμά που κάπνιζε, κείνος εκνευριζότανε κι έσβηνε το τσιγάρο του ή το ‘κρυβε πίσω από την πλάτη του, σαν άτακτο παιδί, και ύστερα ξανάμπαινε στο σπίτι, σύννους. Την άνοιξη ανθοφορήσανε τα πάντα, πρασινίσανε, οπότε εμφανίστηκε (η πιο σημαντική απ’ τις συμπτώσεις) και το παραδείσιο πτηνό, σκουρόχρωμο στο πρόσωπο, κατάμαυρο στην κεφαλή, όμως με πλουμιστά φορέματα, με ολοκόκκινα τα χείλη σαν φωτιά, σαρκώδη, οπότε εκείνος, ο επαρχιώτης ανεψιός, αναζητούσε πλέον επιμόνως το Μαρούσι, τη δροσιά του κήπου, όλο και συχνότερα.

Το θέρος πλέον όλα έγιναν θερμότερα, εκείνη η αθηναία Τζιν κατέφυγε σε κάτασπρα κοντά παντελονάκια, σε μια κουνιστή καρέκλα, καλοκαιρινή, σε μια βεντάλια κατακίτρινη και στη συχνή απόλαυση ενός τσιγάρου. Συχνά απασχολιότανε μ’ ένα βιβλίο, ιδίως τ’ απογεύματα, τα δειλινά. Τα πρωινά ήταν χαμένη, η θεία έλεγε ότι εργαζόταν σε στρατιωτική υπηρεσία, ότι ίσως ήτανε αυτή που συντηρούσε όλη τους την οικογένεια, καθότι ο πατέρας είχε φήμη ασθενή ή ανεπρόκοπου, η μάνα, «ηρωίδα», έκανε ό,τι μπορούσε να τα φέρει βόλτα. Τότε κι εκείνος, ο επαρχιώτης ανεψιός, θυμήθηκ’ αιφνιδίως ότι πάντα του άρεσαν τ’ αναγνώσματα, οπότε ερχόταν τ’ απογέματα στης θειας του και καθόταν, με το φανελάκι, με κοντή περισκελίδα, κάτω απ’ το γιασεμί, επιδιδότανε στον Παλαμά, στον Καρκαβίτσα και στον Καζαντζάκη. Το παραδείσιο πτηνό τού έριχνε ματιές, μπορεί να ήτανε ειρωνικές, κυρίως για τον όψιμο ή απροσδόκητο φιλαναγνώστη, καμιά φορά χαμογελούσε, ένα απόγευμα του ένεψε με το κεφάλι, τάχα, καλησπέρα. Φορές φορές δεν έμενε μονάχη, τη συντρόφευε ο πατέρας της, ερχόταν και καθότανε μπροστά της, μάλλον εξεπίτηδες, να κρύβονται απ’ τα αδηφάγα μάτια του νεαρού παρείσακτου τα ηλιοκαμένα πόδια της, ιδιαίτερα καλλίγραμμα – ενίοτε εκείνη γύριζε κι επισκοπούσε μην τυχόν κι ερχότανε η μάνα της, κατόπιν του ‘δινε κρυφά τσιγάρο και καπνίζανε, γελώντας πονηρά, σαν συνωμότες. Το θερμόμετρο ανέβαινε αγρίως, μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα, πήγαινε να σπάσει και να τιναχτούν υδράργυροι και αίματα κι αισθήματα, να ραντίσουνε τη φύση και τα εντός αυτής νεανικά κορμιά, ιδιαιτέρως το δικό του, του υποσιτιζόμενου. Πάντως όλα μείνανε καιρό βουβά, μπορεί υπόκωφα, μονάχα με γνεψίματα της κεφαλής, ενδεχομένως με χαμόγελα, καμιά φορά μ’ έναν χαιρετισμό, με την παλάμη της να αναδεύεται, με τη δική του ν’ απαντά δειλά, του μουλωχτού, του μόνιμου πια κάτοικου Αμαρουσίου.

Ωσπου κάποιο απόγευμα, που δεν γινότανε αλλιώς, λες και το είχε καθορίσει κάποια μοίρα εντελώς ανεξερεύνητη, εν πάση περιπτώσει αγαθή, σκοτείνιασαν τα πάντα ξαφνικά, ξέσπασ’ ένα μπουρίνι ανελέητο, τους πήρε τα χαρτιά τους, τ’ απλωμένα ρούχα τους και τα μυαλά τους, τα πήρε και τα σήκωσε, σαν να ‘τανε αθύρματα, και τα ‘φερε κοντά, στροβιλισμένα και ανάκατα, ευχάριστα και απροσδόκητα, στη μάνητά του. Ο νεαρός στρατιώτης και το παραδείσιο πτηνό βρεθήκανε να κυνηγούνε δίπλα δίπλα τα βιβλία τους, εκείνη ιδιαιτέρως τη μαντίλα της που είχε αναληφθεί στους μολυβένιους ουρανούς και τους περιέπαιζε αμφότερους, ανάμεσα σε φύλλα, σε χαρτιά, σε πούπουλα, σε μαδημένα άνθη, σε ξερόκλαδα, σε άναρθρες φωνές και γέλια, σε πουλιά που χάναν την ισορροπία τους κι αγωνιζόντανε με τις ριπές του ανέμου, μην τσακιστούν ή μην αναρπαγούν στα ουράνια χάη, στο τέλος πνίγηκαν τα πάντα μέσα στη νεροποντή που ολοκλήρωνε την καταιγίδα. Οταν, μετά από ώρα, κόπασε εκείνο το κακό –ή το καλό, καθότι ξαναφάνηκε δειλά ο ήλιος–, είχαν βρεθεί ήδη εγγύτατα οι δυο τους, μουσκεμένοι μέχρι μέσα τους, σχεδόν ριγούντες, όχι μόνον από μιαν αιτία, κάτω από έναν αιωνόβιο πλάτανο, οι ασυλλόγιστοι, πέρα από τους φράχτες τους και οποιονδήποτε φραγμό».

Κύκνειο άσμα ενός σπουδαίου-1
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκόλη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή