Το νέο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ για την επανάσταση του 1821 – Αποκλειστική προδημοσίευση

Το νέο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ για την επανάσταση του 1821 – Αποκλειστική προδημοσίευση

36' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ο ξεσηκωμός του 1821 ήρθε προς το τέλος μιας πεντηκονταετίας επαναστάσεων, που είχε ξεκινήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες με την αποτίναξη της αποικιακής εξουσίας, και συνεχίστηκε με την ανατροπή της μοναρχίας στη Γαλλία, αλλά και την απελευθέρωση της Αϊτής. Oταν ξεσηκώθηκαν οι Eλληνες, οι ισπανικές αποικίες της νότιας Αμερικής πολεμούσαν για την ανεξαρτησία τους και μεγάλο μέρος της νότιας Ευρώπης ήταν ανάστατο. Τα αμερικανικά κινήματα ανεξαρτησίας είχαν το πλεονέκτημα ότι χωρίζονταν μ’ έναν ωκεανό από τους καταπιεστές τους, αλλά οι Ευρωπαίοι επαναστάτες δεν είχαν την ίδια τύχη και οι εξεγέρσεις στην Ισπανία, τη Σικελία, τη Νάπολη και το Πεδεμόντιο συντρίφτηκαν εύκολα. Μόνο οι Eλληνες συνέχισαν να πολεμούν και, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, επικράτησαν».

Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από τον πρόλογο του Μαρκ Μαζάουερ στο βιβλίο του «Η Ελληνική Επανάσταση», που στα ελληνικά παραδίδεται στην κυκλοφορία αύριο, 20 του μηνός, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια (μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος, επιμέλεια: Κώστας Λιβιεράτος). Στις σελίδες που ακολουθούν οι αναγνώστες της «Κ» θα έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν τον πρόλογο στην ολότητά του. Πρόκειται για εκτενή, και αποκλειστική, προδημοσίευση από ένα πόνημα εξέχουσας σημασίας. Βεβαίως, ο Μαρκ Μαζάουερ δεν χρειάζεται συστάσεις στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό και ιδίως στους φιλίστορες. Ο Βρετανός ιστορικός (γενν. το 1958) έχει μακρά παράδοση ερευνητικής ενασχόλησης με την ιστορία της Ευρώπης, ειδικότερα με την Ελλάδα και τον βαλκανικό χώρο. Από την εποχή του κλασικού, πλέον, «Η Ελλάδα του Χίτλερ» ή του εξίσου πολυσυζητημένου «Θεσσαλονίκη. Πόλη των φαντασμάτων», όπως και του άλλου σημαντικού έργου του «Σκοτεινή ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας» (όλα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια), ο Μαρκ Μαζάουερ ανατέμνει το θέμα του πολυπρισματικά: οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις, π.χ. ενός πολέμου, μιας οικονομικής κρίσης ή του κλυδωνισμού των δημοκρατικών θεσμών, διαπλέκονται με τις ευρύτερες πολιτισμικές πτυχές, συχνά μέσα από μια συγκριτική μελέτη της πορείας διαφορετικών χωρών και κοινωνιών. Ερευνα, αφήγηση και στοχασμός είναι το βασικό τρίπτυχο της προσέγγισης του Μαζάουερ.

Στεκόμαστε σε κάποιες αποστροφές προς το κλείσιμο του προλόγου: «Δεν ήταν τόσο οι νίκες που χάρισαν στους Eλληνες την ανεξαρτησία τους όσο η άρνησή τους ν’ αποδεχτούν την ήττα» και «Eχει λοιπόν σημασία να πάμε πέρα από τους ήρωες, όχι για να ισχυριστούμε πως είχαν πήλινα πόδια, αλλά για να δώσουμε μια πληρέστερη εικόνα των δυνάμεων που έθεσε σε κίνηση ο ξεσηκωμός και που τον ώθησαν με τη σειρά τους προς τα εμπρός».

Πράγματι: επιτέλους «να πάμε πέρα από τους ήρωες», ακριβώς επειδή εκεί υπάρχει ακόμη ανεξερεύνητο έδαφος όχι μόνον για να κατανοήσουμε τι συνέβη, αλλά και ποιοι είμαστε.

i-epikratisi-ton-ellinon-apenanti-se-kathe-provlepsi2
Ο Βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ έχει μακρά παράδοση ερευνητικής ενασχόλησης με την ιστορία της Ευρώπης, ειδικότερα με την Ελλάδα και τον βαλκανικό χώρο. (ΑΠΕ-ΜΠΕ / ΧΑΡΗΣ ΑΚΡΙΒΙΑΔΗΣ)

Το νέο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ για την επανάσταση του 1821 – Αποκλειστική προδημοσίευση-1
«Η Ελληνική Επανάσταση», από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. 

Περί Ελλήνων, Τούρκων και ηρώων

Τι εβουλήθη, Κύριοι, να κάμη; Tι έκαμε ο λαός της Ελλάδος κατά το έτος 1821; Το κηρύττω με συντομίαν. Ηθέλησε να θεμελιώση βασιλείαν ελληνικήν. Διατί; Τρέχω εις την εκκλησίαν να το μάθω. Φυλλολογώ τα θεία βιβλία, και τι ευρίσκω; Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον κατ’ εικόνα, καθ’ ομοίωσίν του· και τον έστησε κυριάρχην της γης, των ζώων, των φυτών, κ.τ.λ. Τι δηλοί, κύριοι, το κατ’ εικόνα; (…) η εξουσία έχει κύρος, το κράτος αρετήν, αν θεμελιώνεται η βασιλεία εις τα θεία προσόντα της εικόνος (…) Αν λείψη η χάρις της εικόνος, λείπει η βασιλεία του ανθρώπου, το σκήπτρον μαραίνεται εις τα χέρια του κρατούντος. – Την βασιλείαν της εικόνος ήθελε να αναγορεύσει ο λαός της Ελλάδος εις ταις δακρύχαραις και ηρωικαίς εκείναις ημέραις.

Γεώργιος Τσερτσέτης, 1855

Μπροστά στην προβλήτα του λιμανιού της Ερμούπολης, ο περίβολος του ξενοδοχείου «Ερμής» προστατεύει τους πελάτες από το καλοκαιρινό μελτέμι, που κάνει τα κύματα να σκάνε στα βότσαλα της παραλίας από κάτω κι αποθαρρύνει όλους, πέρα από τους πιο άφοβους κολυμβητές, να βγουν στ’ ανοιχτά. Ψηλά πέτρινα αρχοντικά στοιχίζονται κατά μήκος του κόλπου· τον λόφο πιο πίσω στεφανώνει ο γαλάζιος τρούλος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Η Σύρος είναι ένας πολυάσχολος κόμβος σε σύνδεση με τη Μύκονο, τη Νάξο, τη Σαντορίνη και άλλους τουριστικούς προορισμούς και στο λιμάνι της μπαινοβγαίνουν μέρα-νύχτα τα φεριμπότ. Γύρω στο μεσημέρι όμως τα μαγαζιά της παραλιακής κλείνουν, η προκυμαία αδειάζει και οι ταβέρνες βγάζουν τα τραπέζια τους στα σκιερά σοκάκια.

Θα νόμιζε κανείς πως η όμορφη αυτή πόλη είναι εκεί από αιώνες. Ωστόσο, πριν από τον Αγώνα, η ακτή ήταν όλο άμμο και βάλτους· μετά τα ρωμαϊκά χρόνια οι θάλασσες είχαν γίνει πολύ επικίνδυνες και η απειλή των πειρατών πολύ μεγάλη για να μένει κανείς στον γιαλό. Λίγα σκόρπια κτίρια βρίσκονταν στον κόλπο: μια εκκλησούλα, κάτι αποθήκες κι ένα καφενεδάκι όπου διανυκτέρευαν καμιά φορά οι ταξιδιώτες, κατάχαμα στο σανιδένιο πάτωμα, περιμένοντας το καράβι τους. Η Χώρα ήταν πιο πίσω, αποτραβηγμένη κοντά δύο χιλιόμετρα από την ακτή, γραπωμένη στις πλαγιές ενός κακοτράχαλου λόφου, με τα μεσαιωνικά σοκάκια της να ανεβαίνουν ώς την Καθολική μητρόπολη στην κορυφή. Γνωστή σήμερα ως Aνω Σύρα, παραμένει ένα λίγο-πολύ ανέγγιχτο δείγμα μεσαιωνικού οικισμού, σχεδόν κρυμμένο πίσω από τη νεότερη πόλη που ξεφύτρωσε στα πόδια του, αλλά όπου αξίζει σίγουρα μια επίσκεψη, παρά την απότομη ανηφόρα που γίνεται ζόρικη στην καλοκαιρινή ζέστη.

Το λιμάνι της Ερμούπολης γεννήθηκε από μια πολεμική καταστροφή, όταν Οθωμανοί άτακτοι συνέτριψαν μια ελληνική εξέγερση στη Χίο, με σφαγές αμάχων που προκάλεσαν φρίκη στην Ευρώπη. Από τους χιλιάδες επιζώντες που διέφυγαν κάποιοι έφτασαν στη Σύρο· φέρνοντας τις εμπορικές τους δεξιότητες σ’ ένα έως τότε αγροτικό νησί, δημιούργησαν τη νεότερη πόλη και της έδωσαν το όνομα του Ερμή, θεού του εμπορίου και της ευμάρειας. «Η Σύρα μεγαλώνει σαν μανιτάρι», έγραψε ένας νεαρός Αμερικανός φιλέλληνας κατά την επίσκεψή του το 1826 με το τροχήλατο ατμόπλοιο «Καρτερία», που η θέα του προσέλκυσε πλήθος κόσμου στην προκυμαία. «Eχει τριάντα χιλιάδες κατοίκους, ενώ πριν από τρία χρόνια υπήρχαν μόλις πέντε-έξι μαγαζιά στην παραλία». Στα μέσα του 19ου αιώνα, τουλάχιστον το ένα τρίτο του όλου εμπορικού στόλου του Βασιλείου της Ελλάδος είχε την έδρα του εκεί, και γύρω από το λιμάνι ζούσε πολύ περισσότερος κόσμος απ’ ό,τι στην παλιά πόλη πάνω στον λόφο.

H ατμοκίνητη φρεγάτα «Καρτερία» –όχι μόνο το πρώτο ατμόπλοιο που επισκέφθηκε τα νησιά, αλλά και το πρώτο που χρησιμοποιήθηκε σε εχθροπραξίες οπουδήποτε στον κόσμο– ήταν ένα προμήνυμα της έλευσης του καπιταλισμού και της βιομηχανίας μετά την ανεξαρτησία. Τα μεγάλα ναυπηγεία, παραταγμένα στη νότια πλευρά του λιμανιού, αντανακλούσαν την ανάδυση της Ερμούπολης ως σημαντικού σταθμού ανεφοδιασμού καυσίμων στην ανατολική Μεσόγειο. Τα καλώδια που πόντισε η Levant Submarine Telegraph Company (Εταιρεία Υποθαλάσσιου Τηλεγράφου του Λεβάντε) τη συνέδεαν με την Αθήνα, τη Χίο και την Κωνσταντινούπολη. Μια καλαίσθητη κεντρική πλατεία με στοές και φοινικόδεντρα ολόγυρα και με μια μικρή όπερα ιταλικού ρυθμού μαρτυρούσε τη νεωτερική αστική κουλτούρα που είχε ενστερνιστεί η πόλη. Τέτοιες βαθιές αλλαγές διαμόρφωσαν όχι μόνο τη Σύρο αλλά όλη την Ελλάδα: η χώρα που επισκέπτονται σήμερα οι τουρίστες γεννήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την επανάσταση του 1821. Στην Πελοπόννησο, οι κατεστραμμένοι οικισμοί ξαναχτίστηκαν με ευθύγραμμες λεωφόρους και νεοκλασικές επαύλεις δυτικού στυλ. Σε μια έως τότε ήσυχη οθωμανική κωμόπολη ερειπωμένη από τις συγκρούσεις, την Αθήνα, ξεπρόβαλε μια νέα πρωτεύουσα με πλατιά βουλεβάρτα, ξενοδοχεία, Βουλή, πανεπιστήμιο και ανάκτορα. Σε ολόκληρο το νέο βασίλειο, ο παλιότερος, κατά βάση αγροτικός, τρόπος ζωής μπήκε στον αστερισμό μιας κοινωνίας που κινούνταν στον ρυθμό των τραπεζών, των εφημερίδων, των ρολογιών και των δικαιωμάτων ατομικής ιδιοκτησίας. Και όπως το χάσμα ανάμεσα στο νέο Ορθόδοξο λιμάνι της Σύρου και στην παλιά Καθολική πολίχνη του λόφου μίκραινε σιγά σιγά, έτσι και οι πολυάριθμες διακριτές τοπικές και περιφερειακές κουλτούρες της χώρας έδιναν τη θέση τους σ’ ένα ευρύτερο αίσθημα εθνικού ανήκειν. Τούτος ο μετασχηματισμός της κοινωνίας, της πολιτείας και της οικονομίας ήταν προϊόν ενός αγροτικού ξεσηκωμού που μετατράπηκε σε επανάσταση και δημιούργησε ένα έθνος. Αυτό για το οποίο πολέμησαν οι Eλληνες, και νίκησαν, ήταν προάγγελος του μέλλοντος μιας Ευρώπης όπου νέα κράτη, αποσπασμένα από προεθνικές αυτοκρατορίες, θα αναδύονταν ως κυρίαρχα έθνη μέσα σε μια παγκόσμια καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Οιστρηλατημένος από τον πόθο της ελευθερίας, ο ελληνικός αγώνας σήμανε αναπόφευκτα μια αναζήτηση για το νόημα της κρατικής υπόστασης στον νεότερο κόσμο.

Το κατόρθωμα των Ελλήνων ήταν μοναδικό, αφού όχι μόνο ξερίζωσαν την οθωμανική διοίκηση από τα μέρη τους, αλλά και σάρωσαν μια ολόκληρη φιλοσοφία εξουσίας μαζί με τους θεσμούς που την είχαν στηρίξει.

Ο ξεσηκωμός του 1821 ήρθε προς το τέλος μιας πεντηκονταετίας επαναστάσεων, που είχε ξεκινήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες με την αποτίναξη της αποικιακής εξουσίας, και συνεχίστηκε με την ανατροπή της μοναρχίας στη Γαλλία, αλλά και την απελευθέρωση της Αϊτής. Oταν ξεσηκώθηκαν οι Eλληνες, οι ισπανικές αποικίες της νότιας Αμερικής πολεμούσαν για την ανεξαρτησία τους και μεγάλο μέρος της νότιας Ευρώπης ήταν ανάστατο. Τα αμερικανικά κινήματα ανεξαρτησίας είχαν το πλεονέκτημα ότι χωρίζονταν μ’ έναν ωκεανό από τους καταπιεστές τους, αλλά οι Ευρωπαίοι επαναστάτες δεν είχαν την ίδια τύχη και οι εξεγέρσεις στην Ισπανία, στη Σικελία, στη Νάπολη και στο Πεδεμόντιο συντρίφτηκαν εύκολα. Μόνο οι Eλληνες συνέχισαν να πολεμούν και, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, επικράτησαν.

Το κατόρθωμά τους ήταν μοναδικό, αφού όχι μόνο ξερίζωσαν την οθωμανική διοίκηση από τα μέρη τους, αλλά και σάρωσαν μια ολόκληρη φιλοσοφία εξουσίας μαζί με τους θεσμούς που την είχαν στηρίξει. Οι λέξεις-κλειδιά αυτής της νέας τάξης πραγμάτων δεν ήταν η δυναστική νομιμότητα αλλά το έθνος, η θρησκευτική πίστη, ο καπιταλισμός και η συνταγματική αντιπροσώπευση. Η θεμελιώδης αρχή, έγραφε ο λόρδος Aκτον στο δοκίμιό του περί «Εθνικότητας» το 1862, ήταν ότι «τα έθνη δεν θα κυβερνιόνταν από ξένους»· αυτή η αρχή ξεχώρισε τον ελληνικό πόλεμο από τις άλλες επαναστάσεις της νότιας Ευρώπης και εξηγεί έως ένα σημείο γιατί ήταν τόσο μακρόσυρτος και εκτεταμένος, κι ακόμη ασυνήθιστα βίαιος και ωμός. Aνθρωποι άλλων καταπιεσμένων λαών –Ιταλοί, Πολωνοί, Γερμανοί και άλλοι– συνέρρευσαν για να πολεμήσουν με τους Eλληνες, βλέποντας στην επιτυχία τους μια υπόσχεση για το δικό τους μέλλον. Και μολονότι πήρε πιο πολύ χρόνο απ’ ό,τι φαντάζονταν πολλοί απ’ αυτούς, τελικά είχαν δίκιο. Η ελληνική επανάσταση, έγραψε ένας οικονομολόγος το 1910, ήταν «η πρώτη εκδήλωση εκείνης της θεωρίας των εθνικοτήτων που θα κυριαρχούσε στον 19ο αιώνα». Αλλά και στον 20ό: οι ηγεμονίες, οι σύνθετες μοναρχίες και οι εδαφοκεντρικές αυτοκρατορίες της Ευρώπης –μερικές από τις οποίες είχαν διαρκέσει σχεδόν όσο και η Οθωμανική– έδωσαν τη θέση τους σε νέα κράτη βασισμένα στις ίδιες αρχές της εθνικής ομοιογένειας και της δημοκρατικής διακυβέρνησης που είχαν εμφανιστεί στην Ελλάδα. Hταν ο κόσμος των εθνικών κρατών, ο κόσμος στον οποίο ζούμε, που επιβίωσε ακόμη και απέναντι στην παγκοσμιοποίηση του ύστερου 20ού αιώνα.

Αυτή όμως είναι μόνο η μία όψη της ιστορίας, γιατί μαζί με το έθνος-κράτος εμφανίστηκε και ένας νέος τρόπος σκέψης γύρω από τις διεθνείς υποθέσεις που θα άλλαζε την Ευρώπη, και όχι μόνον αυτή. Το 1916 ο Βρετανός πολιτικός επιστήμονας και εκδότης Λέναρντ Γουλφ διέκρινε στις «διασκέψεις που διευθέτησαν το ζήτημα της ελληνικής ανεξαρτησίας (…) το επίκεντρο ενός νέου, αν και υποτυπώδους, διεθνούς συστήματος». Για τον Γουλφ και για πολλούς άλλους, οι παλιές εκείνες διπλωματικές διασκέψεις διαμόρφωσαν ένα μοντέλο για τη διαχείριση της ειρήνης στον κόσμο. Και πράγματι η διάδοση της αρχής της αυτοδιάθεσης των εθνών στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου πήγε χέρι χέρι με την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, που ήταν ο πρόδρομος των Ηνωμένων Εθνών και του όλου τοπίου των διεθνών οργανώσεων μέσα στο οποίο ζούμε σήμερα. Στην ιστορία του 1821 βρίσκουμε επομένως τις απαρχές του θριάμβου όχι μόνο του εθνικισμού αλλά και της ίδιας της ιδέας μιας διεθνώς οργανωμένης κοινωνίας κρατών.

Στη Σύρο, ο πόλεμος διεξήχθη όχι με ηρωικές πράξεις στο πεδίο της μάχης, αλλά με διπλωματικούς ελιγμούς και επιτήδειες συναλλαγές. Oταν ο οθωμανικός στόλος αγκυροβολούσε έξω από το λιμάνι, οι πρόκριτοι έκαναν κουπί μέχρις αυτόν για να προσφέρουν τα εθιμικά δώρα στον αυτοκρατορικό ναύαρχο – τον καπουδάν πασά. Πλήρωναν τους φόρους τους και για μερικά χρόνια κατάφεραν να διατηρήσουν ένα σπάνιο είδος ουδετερότητας. Κάτω στο λιμάνι, η κύρια πηγή ευημερίας του νησιού ήταν μια ακμαία αγορά πλιάτσικου και πειρατικής λείας, που περιλάμβανε αιχμάλωτους και σκλάβους μαζί με καμπάνες εκκλησιών, ρούχα, πολύτιμα μέταλλα, όπλα και άλλα τιμαλφή. Oταν οι στασιαστές έκαναν την εμφάνισή τους, ήταν σαν ένας ιδιωτικός στολίσκος ενόπλων που ανακάτευαν πολιτικά συνθήματα με κατάφωρη ληστεία, και απέναντί τους οι νησιώτες αμύνονταν με όποια μέσα είχαν στη διάθεσή τους.

Οποία αντίθεση με τη συμβατική απεικόνιση του ελληνικού πολέμου της ανεξαρτησίας ως δραματικού έπους εθνικής ενότητας με πρωταγωνιστές όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο «Γέρος του Μοριά» Κολοκοτρώνης και ο Νικηταράς «ο Τουρκοφάγος». Τούτοι οι πολεμιστές, που τα μουστάκια και η αγριωπή ματιά τους μαρτυρούν την αντρειοσύνη και το θάρρος τους, μας θωρούν ακόμη από ψηλά στους τοίχους των καφενείων και των σχολικών τάξεων, κραδαίνοντας το γιαταγάνι ή το καριοφίλι και πρωτοστατώντας στη μάχη ενάντια στους βαρβάρους με τα σαρίκια. Θέμα των λαϊκών λιθογραφιών από τον καιρό που ο Πέτερ φον Ες, ένας Βαυαρός ζωγράφος με αδυναμία στις ιστορικές σκηνές, τους απέδωσε ρομαντικά για λογαριασμό του Oθωνα, πολλοί από τους ήρωες του 1821 είχαν φτάσει στην πραγματικότητα να λοιδορούν, να κακολογούν, να διώχνουν, να προδίδουν, ακόμη και να σκοτώνουν καμιά φορά ο ένας τον άλλον. Ωστόσο, με τον καιρό, έγιναν σύμβολα ήθους και αρετής, πηγές έμπνευσης και πρότυπα πατριωτικής αυτοθυσίας για τις επόμενες γενιές. Ο πιο διάσημος απ’ όλους, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, έκανε το άλμα από ληστής σε εθνικό ήρωα χάρις όχι μόνο στα πολεμικά του κατορθώματα, αλλά και στα έργα ενός μικρού κύκλου παλαιών αγωνιστών που επιμελήθηκαν την εικόνα του μέσα από τον γραπτό λόγο, με τέτοια επιτυχία ώστε σε μια εθνική δημοσκόπηση του 2008 για τον μεγαλύτερο Eλληνα όλων των εποχών ήρθε τρίτος, πίσω μονάχα από τον Μέγα Αλέξανδρο και από τον Γεώργιο Παπανικολάου, καρκινολόγο και ήρωα ενός άλλου είδους πολέμου.

Οι ήρωες έχουν βέβαια τα αρνητικά τους. Εμφανίζονται μέσα σε στατικές συνθέσεις σχεδιασμένες να εξεικονίζουν αθάνατες αξίες· δεν υπάρχουν μέσα σ’ ένα ιστορικό τοπίο που το νόημά του αλλάζει με τον καιρό και την προοπτική. Ακόμη, το ηρωικό δράμα τονίζει μια ορισμένη ομάδα ανθρώπων και ένα σύνολο πολεμικών κυρίως αρετών, εις βάρος άλλων, που δεν ήταν στην πραγματικότητα λιγότερο σημαντικές. Οι πολιτικοί που συμμετείχαν στον ελληνικό Αγώνα έχουν λιγότερους θαυμαστές, μολονότι επηρέασαν εξίσου τα γεγονότα και δεν ήταν περισσότερο ηθικά επιλήψιμοι, ιδιοτελείς, δειλοί ή φιλοχρήματοι από τους κορυφαίους οπλαρχηγούς. Οι άντρες με τα σπαθιά, που έσκιζαν το πλέγμα των ηθικών διλημμάτων με την ίδια γρηγοράδα που έκοβαν κεφάλια, έχουν επισκιάσει τους γαιοκτήμονες και τους εμπόρους που τους χρηματοδοτούσαν, για να μην πούμε για τους αγρότες που τους έτρεφαν με τις ελιές, τ’ αμπέλια και τα γιδοπρόβατά τους. Εννοείται ότι έχουν επισκιάσει και τις γυναίκες, εκτός από τις λίγες εκείνες που φιγουράρουν στη λαϊκή αφήγηση ως επίτιμοι άντρες.

Ωστόσο οι ήρωες έχουν επίσης τη χρησιµότητά τους, και στον αγώνα των Ελλήνων ενάντια σ’ έναν πολύ ισχυρότερο εχθρό ο ηρωισμός βρέθηκε στην καρδιά της επαναστατικής σκέψης. Οι ήρωες ήταν απαραίτητοι το 1821 γιατί, παρά το προφανές άχθος που έφεραν όλοι οι χριστιανοί σε μια πολιτική οργάνωση βασισμένη στις επιθυμίες του σουλτάνου και στο αδιαμφισβήτητο πρωτείο του Ισλάμ, πολλοί απ’ όσους υπέμεναν αυτές τις ταπεινώσεις δεν προέκριναν την ανταρσία. Κάποιοι Eλληνες ήταν «διατεθειμένοι να αποδράσουν από τις συμφορές που τους έκαναν να στενάζουν»· τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν εποικίσει τη Μινόρκα και την Κορσική, τη βρετανική Φλόριντα και τη ρωσική Αλάσκα. Aλλοι είχαν αναμφίβολα πλουτίσει μένοντας εκεί που ήταν. Οι μεγάλες γαιοκτητικές δυναστείες, των οποίων οι αρχηγοί έλεγχαν επαρχίες της Πελοποννήσου, δίσταζαν να ξεκινήσουν έναν αγώνα που δεν ήταν πιθανό να τις κάνει πλουσιότερες απ’ ό,τι ήδη ήταν. Παρόμοια, οι φοροαπαλλαγές και τα αυτοκρατορικά προνόμια έκοβαν τη φόρα στους καραβοκυραίους. Ο σπουδαιότερος Eλληνας οπλαρχηγός της δυτικής Πίνδου εκδηλώθηκε με καθυστέρηση υπέρ της επανάστασης και γρήγορα επέστρεψε στο οθωμανικό μαντρί. Την άνοιξη του 1821 οι εξεγερμένοι περίμεναν με αδημονία για βδομάδες τους Μεσολογγίτες και τους Υδραίους να έρθουν μαζί τους, κάκιζαν τους Χιώτες για έλλειψη επαναστατικού ζήλου και κάποια στιγμή έφτασαν στο σημείο να υποδυθούν έναν Ρώσο στρατηγό σε μια προσπάθεια να κεντρίσουν τον ενθουσιασμό.

Το νέο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ για την επανάσταση του 1821 – Αποκλειστική προδημοσίευση-2
Νικόλαος Φερεκείδης (1862-1929) και μονόγραμμα G.W. «Η είσοδος του βασιλιά Οθωνα της Ελλάδας στην Αθήνα», αντίγραφο (1901) του έργου του Πέτερ φον Ες (1839), λάδι σε καμβά. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.

Το νέο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ για την επανάσταση του 1821 – Αποκλειστική προδημοσίευση-3
Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907). «Η αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο» (1895), λάδι σε καμβά. Aπό τη συλλογή της Τραπέζης της Ελλάδος.

Eπανάσταση σχεδόν απερίσκεπτης γενναιότητας

Εκείνοι που έβλεπαν με καλό μάτι την προοπτική της Επανάστασης ήταν εμποροπλοίαρχοι χρεοκοπημένοι από την πτώση του εμπορίου μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, κλέφτες διωγμένοι από τις εστίες τους, που ζούσαν στην εξορία και στην ανασφάλεια, και φερέλπιδες νέοι που σπούδαζαν τις ρεπουμπλικανικές ιδέες στα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Oλες αυτές οι ομάδες δέσποζαν στη συνωμοτική εταιρεία που διέδωσε την ιδέα της προσφυγής στα όπλα τα χρόνια πριν από το ’21. Oπως έλεγαν οι υπέρμαχοι της δράσης, από τη στιγμή που είχε ετοιμαστεί η μηχανή, το ζήτημα ήταν πώς θα έμπαινε σε κίνηση. Εξ ου και η επίκληση ηρώων: ζητούσαν άντρες που θα ήθελαν να μιμηθούν τους αρχαίους, που θα έσπευδαν στο κάλεσμα της πατρίδας χωρίς να υπολογίσουν τους κινδύνους, αφού κάτι τέτοιο, όπως παρατήρησε αργότερα ένας από τους ηγέτες της Επανάστασης, θα καταδίκαζε εξαρχής την υπόθεση. «Καλλιό ’ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή»: έτσι λογάριαζαν, με τα λόγια του πιο διάσημου επαναστατικού ύμνου της εποχής. Οι εμβληματικές μορφές του πολέμου ήταν επομένως άντρες που τα μεγαλύτερά τους κατορθώματα ήταν πράξεις σχεδόν απερίσκεπτης γενναιότητας.

Πόσο ακριβώς απερίσκεπτης, μπορούμε να το μετρήσουμε. Ο πληθυσμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1820 πρέπει να ήταν γύρω στα 24 εκατομμύρια· κι ενώ υπήρχαν περίπου τρία εκατομμύρια Eλληνες διασκορπισμένοι σε όλη την αυτοκρατορία, εκείνοι που ζούσαν στις επαρχίες οι οποίες έλαβαν μέρος στον πόλεμο πρέπει να ήταν το πολύ ένα εκατομμύριο. Από άποψη χρημάτων, οργάνωσης και πόρων, η ανισορροπία ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Ο σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε στη διάθεσή του μία από τις μεγαλύτερες γραφειοκρατίες του κόσμου, για να κυβερνά μια επικράτεια που εκτεινόταν από την Ουκρανία μέχρι το Σουδάν και από την περσική μεθόριο μέχρι την Τύνιδα. Το Ναυτικό και τα στρατεύματά του ήταν πολύ μεγαλύτερα, καλύτερα οργανωμένα και πιο εύκολα ανανεώσιμα απ’ ό,τι οι μικρές δυνάμεις των Ελλήνων. Αυτοί με δυσκολία μπορούσαν να συγκεντρώσουν 15.000 άντρες, λίγοι από τους οποίους θα μετακινούνταν μακριά από τα σπίτια τους· ο σουλτάνος μπορούσε να συγκεντρώσει τέσσερις, πέντε και έξι φορές περισσότερους. Μπορούσε να εξαλείψει ατιμωρητί ολόκληρες κοινότητες – όπως είχε κάνει ισοπεδωτικά στο παρελθόν. Γι’ αυτό και τόσοι καλά πληροφορημένοι Eλληνες θεωρούσαν την ιδέα του πολέμου τουλάχιστον ανόητη, και γι’ αυτό εκείνοι που υποδαύλιζαν την Επανάσταση διαβεβαίωναν όποιον ήταν διατεθειμένος ν’ ακούσει ότι ο ξεσηκωμός είχε την υποστήριξη του τσάρου της Ρωσίας. Στην πραγματικότητα δεν την είχε, αλλά ο μύθος έδινε έρεισμα σε κάτι που αλλιώς έμοιαζε χαμένη υπόθεση.

Ενώ όμως ο τσάρος δίσταζε, πολλοί στην Ευρώπη εκστασιάζονταν. Eβλεπαν τους αρχαίους ήρωες να ξαναζωντανεύουν στα κορμιά απογόνων που συναγωνίζονταν τα κατορθώματά τους κι επεδείκνυαν τις δικές τους αρετές. Οι Eλληνες διέκριναν αυτή την ευρωπαϊκή μανία με το παρελθόν και την αξιοποίησαν. Οι ορεσίβιοι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου καλούνταν να φανούν αντάξιοι του Θεμιστοκλή και του Λεωνίδα. Οι ίδιοι αυτοί λίγο-πολύ αναλφάβητοι οπλαρχηγοί, μέσω των σπουδαγμένων νεαρών γραμματικών τους, απηύθυναν μεγαλόστομες εκκλήσεις στους λαούς της Ευρώπης να βοηθήσουν τους νέους «Σπαρτιάτες» να αποτινάξουν τα δεσμά της σκλαβιάς. Ο λόγος περί ηρώων δεν είχε τέλος, κομμάτι της ιδιαίτερης εκείνης έλξης που ασκούσε ο ελληνικός Αγώνας σε μορφωμένους άντρες και γυναίκες από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Είχε όμως πάντα και κάτι ελαφρώς εξωπραγματικό. Μια βραδιά του 1825, ένας νεαρός Aγγλος εθελοντής μαχητής στην ορεινή Πελοπόννησο άρχισε ν’ απαγγέλλει Oμηρο με τον ιδιαίτερο αγγλικό τρόπο στους πολεμιστές που κοντά τους θα περνούσε τη νύχτα. Επειτα από μερικούς στίχους σταμάτησε. Οι οπλαρχηγοί είχαν σαστίσει: «Τι γλώσσα είναι αυτή;» τον ρώτησε ένας χαμηλόφωνα.

«Η οικογένειά μου ήταν αρχικά από την Hπειρο: ο πατέρας μου εγκαταστάθηκε στη Χίο». Σκιαγραφώντας τις παραμέτρους ενός άγνωστου ελληνικού κόσμου για το αγγλικό κοινό, η φράση αυτή άνοιγε μία από τις λογοτεχνικές επιτυχίες του 1819, το ανώνυμα δημοσιευμένο μυθιστόρημα «Αναστάσιος, ή Αναμνήσεις ενός Eλληνα» γραμμένο στο τέλος του 18ου αιώνα. Ο αφηγητής του είναι ένας αντιήρωας, ένας νεαρός αμοραλιστής τυχοδιώκτης που αφήνει μια κοπέλα έγκυο και το σκάει από το νησί όπου γεννήθηκε, για να ξεκινήσει μια επεισοδιακή οδύσσεια σε όλο το οθωμανικό Λεβάντε, αλλάζοντας ταυτότητα και πίστη με κάθε ταξίδι. Ο Αναστάσιος είναι ένας Eλληνας που στερείται την προοπτική του ηρωισμού επειδή ακριβώς τον έχει διαφθείρει η υποτέλεια – ένας ηθικός εκφυλισμός από τον οποίο πασχίζει να ξεφύγει. Oταν ρώτησαν τον Μπάιρον αν αυτός είχε γράψει την ιστορία, απάντησε πως θα έδινε δύο από τα ποιήματά του για να το είχε κάνει. Δεν άργησε ν’ αποκαλυφθεί πως ήταν έργο του ξεχωριστού Αγγλοολλανδού τραπεζίτη Τόμας Χόουπ, ενός πλούσιου εστέτ που είχε ζήσει αρκετά χρόνια στην οθωμανική επικράτεια.

Δεν ήταν μόνο ο Μπάιρον που ζήλεψε: ο Σέλεϊ, ο Ντελακρουά και ο πρίγκιπας Μέτερνιχ καταβρόχθισαν επίσης την ιστορία του Χόουπ. Εκείνο που την έκανε τόσο ασυνήθιστη ήταν ότι απεικόνιζε τους Eλληνες μέσα στο οθωμανικό περιβάλλον της εποχής τους. Η αλήθεια είναι ότι, περισσότερο και απ’ ό,τι σήμερα, οι Ευρωπαίοι ζούσαν στο παρελθόν όταν αναφέρονταν στους Eλληνες, κι όσοι ταξίδευαν στην περιοχή έπαιρναν μαζί τους όχι έναν σύγχρονο οδηγό (δεν υπήρχαν τέτοιοι), αλλά έναν δήθεν αρχαίο, ένα αλλόκοτο ταξιδιωτικό ημερολόγιο του 18ου αιώνα που υποτίθεται ότι περιέγραφε τις περιηγήσεις ενός νεαρού Σκύθη του 4ου αιώνα π.Χ. Σε αντίθεση με τον Αναστάσιο, το «Ταξίδι του νεαρού Ανάχαρση στην Ελλάδα» δεν είχε τίποτα να πει για τους δραγουμάνους, τους γενίτσαρους, τους ιμάμηδες και τους πασάδες που κάθε πραγματικός ταξιδιώτης θα συναντούσε με τη μία ή την άλλη μορφή. Οι χάρτες του πρώιμου 19ου αιώνα, ακόμη και οι πιο ακριβείς, ζούσαν και αυτοί στο παρελθόν, χρησιμοποιώντας τα αρχαία τοπωνύμια και καταφεύγοντας κυρίως σε εικασίες σχετικά με την ορεινή ενδοχώρα που εκτεινόταν πίσω από τις καλοσχεδιασμένες ακτογραμμές της περιοχής. Oπως επισήμανε ο «Citoyen Grec» (Eλληνας πολίτης), συγγραφέας της πρωτοποριακής γεωγραφικής σύνοψης της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Τουρκίας του 1826: «Απ’ όλα τα μέρη της Ευρώπης, η Ελλάδα έχει τη λιγότερο γνωστή γεωγραφία».

Μέσα στους αιώνες, το εμπόριο και η Εκκλησία είχαν επεκτείνει την ελληνική γλώσσα και την εμβέλεια της Ορθοδοξίας πολύ πέρα από τους τόπους που ήταν γνωστοί στους αναγνώστες των αρχαίων κλασικών. Ο «Citoyen Grec» λέει πως η Ελλάδα «πρέπει να θεωρείται, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, μια μεγάλη χερσόνησος», και συνεχίζει ορίζοντας το περίγραμμα μιας εκπληκτικά μεγάλης περιοχής που εκτείνεται από τη Βοσνία, τις παραδουνάβιες χώρες και τη Μαύρη Θάλασσα στον Βορρά μέχρι τον Κάβο Ματαπά στον Νότο: αυτό δηλαδή που ένας κατοπινός αιώνας θα αποκαλέσει Βαλκάνια. Ταυτόχρονα, ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να διακρίνει κρυμμένη μέσα στο βιβλίο του και μια «μικρή Ελλάδα», που καταλαμβάνει μια πολύ μικρότερη έκταση, γύρω από τις πόλεις-κράτη της κλασικής αρχαιότητας. Στο βορειότερο άκρο της απέραντης βαλκανικής «Ελλάδας», δίπλα στη Ρωσία, είναι που ξέσπασε πρώτα η εξέγερση τον Φεβρουάριο του 1821, με την υπόσχεση ωστόσο να φέρει την «ελευθερίαν εις την κλασσικήν γην της Ελλάδος»· κι όταν η σύγκρουση έσβησε στον Βορρά, συνεχίστηκε σ’ εκείνες τις περιοχές, πάνω από 1.500 χιλιόμετρα πιο
νότια, που έγιναν τελικά ο πυρήνας του νέου ανεξάρτητου κράτους.

Oπως δείχνουν όλα αυτά, η έκταση των ελληνικών εδαφών ήταν εντυπωσιακά ακαθόριστη, ακόμη και στο μυαλό των ίδιων των Ελλήνων, που στην πραγματικότητα ξεκίνησαν την εξέγερσή τους χωρίς πολύ συγκεκριμένες εδαφικές διεκδικήσεις κατά νου. Ζούσαν Ο σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε στη διάθεσή του μία από τις μεγαλύτερες γραφειοκρατίες του κόσμου, για να κυβερνά μια επικράτεια που εκτεινόταν από την Ουκρανία μέχρι το Σουδάν και από την περσική μεθόριο μέχρι την Τύνιδα. Ζούσαν σε μια κατά βάση προεθνική εποχή, διαμορφωμένη σύμφωνα με το πρότυπο των αυτοκρατοριών και εμπνευσμένη από την επαγγελία της λύτρωσης και της σωτηρίας, όχι από εκείνη της γης και των συνόρων. Στους λαούς της χερσονήσου περιλαμβάνονταν όχι μόνον Eλληνες αλλά και Σέρβοι, Αλβανοί, Βόσνιοι και Ρουμάνοι, μια ποικιλία από ορθόδοξους, καθολικούς, μουσουλμάνους και Εβραίους. Ονομάζοντας κανείς Ελλάδα αυτή την τεράστια περιοχή, δεν απέτιε τόσο φόρο τιμής στο παρελθόν όσο αξίωνε κατά κάποιο τρόπο ένα νοερό μέλλον στο οποίο οι μουσουλμάνοι Οθωμανοί θα είχαν αντικατασταθεί από μια νέα χριστιανική επικράτεια. Μπορούσαν ποτέ όλοι αυτοί οι ετερόκλητοι λαοί να γίνουν μέρος της Ελλάδας; Κάποιοι ριζοσπάστες διαφωτιστές πίστευαν πως ναι – ακόμη και οι μουσουλμάνοι. Το 1797, ένας επαναστάτης Eλληνας διανοούμενος, ο Ρήγας Βελεστινλής, είχε προτρέψει όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας –«Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμηοί, αράπιδες και άσπροι»– να πολεμήσουν για την ελευθερία κάτω από το σημείο του σταυρού. «Ο λαός, απόγονος των Ελλήνων», ήταν σύμφωνα με τον ορισμό του ο πληθυσμός «οπού κατοικεί την Ρούμελην, την Μικράν Ασίαν, τας Μεσογείους νήσους, την Βλαχομπογδανίαν», και όλοι όσοι στέναζαν «υπό την δυσφορωτάτην τυραννίαν» του οθωμανικού δεσποτισμού, «όλοι, λέγω, Χριστιανοί και Τούρκοι, χωρίς κανένα ξεχωρισμόν θρησκείας (επειδή όλοι πλάσματα Θεού είνε)».

Από τη στιγμή όμως που ξέσπασε η σύγκρουση το 1821, οι θαυμαστοί οικουμενικοί ορίζοντες του ρεπουμπλικανικού Διαφωτισμού χάθηκαν και υπαρξιακή διαχωριστική γραμμή έγινε η πίστη. Μάλιστα, ένας λόγος που ο ελληνικός πόλεμος της ανεξαρτησίας έφτασε σε επίπεδα βίας αγνώριστα σε άλλες εξεγέρσεις της νότιας Ευρώπης ήταν ότι έλαβε από την αρχή τον χαρακτήρα θρησκευτικής σύγκρουσης. Οι μορφωμένοι Eλληνες που σπούδαζαν στο εξωτερικό και ονειρεύονταν τον Διαφωτισμό μπορεί να αναφέρονταν στον αγώνα τους με όρους «επανάστασης», αλλά αυτό ήταν ένα ελιτίστικο λεξιλόγιο που αντανακλούσε την επίδραση του εκκοσμικευμένου ευρωπαϊκού ρεπουμπλικανισμού και είχε επικαλύψει μια πολύ παλιότερη, βαθιά ριζωμένη λαϊκή χρησμολογική και προφητική παράδοση: αυτή η ορθόδοξη φλέβα μιλούσε με τον πιο άμεσο τρόπο στους απλούς αγράμματους χωρικούς που ξεσηκώθηκαν για να πολεμήσουν.

Για δεκαετίες, αν όχι για αιώνες, οι χριστιανοί υπό την οθωμανική εξουσία θεωρούσαν πως βρίσκονται σε αναμονή. Οι επίσκοποί τους τούς έλεγαν πως ήταν θέλημα Θεού να υπομένουν την εξουσία ενός μουσουλμάνου σουλτάνου – η τιμωρία του για τις αμαρτίες τους. Η υπομονή ήταν αρετή· η υποταγή στους Οθωμανούς, θεία επιταγή. Κάποια στιγμή όμως, σ’ ένα ακαθόριστο μέλλον, η αναμονή τους θα τελείωνε και η λαχτάρα τους για ελευθερία θα ικανοποιούνταν. Το ποθούμενο ήταν η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και, μέσα απ’ αυτήν, ο θρίαμβος του Χριστού και των αληθινών πιστών του. Κάποιοι προφήτες κήρυτταν την τελική ανατροπή του σουλτάνου, που η μορφή του ενσάρκωνε τις δίδυμες αρχές της τυραννίας και του Αντίχριστου. Χρησμολογικά κείμενα ευρείας κυκλοφορίας προέλεγαν την επέμβαση του τσάρου της Ρωσίας ή των συνασπισμένων χριστιανών μοναρχών της Ευρώπης.

Το νέο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ για την επανάσταση του 1821 – Αποκλειστική προδημοσίευση-4
Πέτερ φον Ες (1792-1871), «Η Μπουμπουλίνα στην πολιορκία του Ναυπλίου», λιθογραφία, Μουσείο Μπενάκη.

Το νέο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ για την επανάσταση του 1821 – Αποκλειστική προδημοσίευση-5
Carlo Belgioioso (1815-1881), «Η φυγή των Ελλήνων από την Πάργα», 19ος αιώνας, λάδι σε καμβά, Μουσείο Μπενάκη.

Οι «Ελληνες» του Κοραή, οι «Ρωμιοί» των χωρικών

Το μέγα αυτό νοητό γεγονός ονομαζόταν το ρωμαίικο και βρισκόταν στον ορίζοντα των προσδοκιών από τότε που θυμoύνταν οι άνθρωποι. Οπως έλεγε ένα δημοτικό τραγούδι: Να γένη το ρωμαίικο, να πάψ’ η τυραννία. Κάποια στιγμή, στις δεκαετίες πριν από το 1821, η ιδέα του ρωμαίικου πήρε μια κρίσιμη στροφή και από γεγονός που θα ερχόταν μόνο με εξωτερική επέμβαση έγινε κάτι στο οποίο θα μπορούσαν ενδεχομένως να συμμετάσχουν οι ίδιοι οι απλοί χριστιανοί. Ετσι, όταν άρχισε ο ξεσηκωμός, ταυτίστηκε ευρύτατα με αυτή την από καιρό αναμενόμενη στιγμή πολιτικής αυτενέργειας. Γι’ αυτό και μια κοινολεκτούμενη έκφραση μεταξύ των εξεγερμένων αγροτών για ό,τι συνέβαινε την άνοιξη του 1821 ήταν να κάνουν το ρωμαίικο. Και το έκαναν, πιστεύοντας πως οι εξωτερικές δυνάμεις είχαν πάρει τις αποφάσεις τους και ήταν με το μέρος τους. «Και η Φράντζα θέλει το Ρωμαίικο», ισχυριζόταν μια προκήρυξη, δύο μέρες μετά την αρχή της εξέγερσης. Γράμματα στέλνονταν στους δημογέροντες που τους διαβεβαίωναν ότι «τα πέντε βασίλεια απεφάσισαν να φκιάσουν το Ρωμαίικο».

Το ρωμαίικο εξέφραζε τον θρίαμβο του Χριστού και το όνειρο της ανάστασης του αυτοκρατορικού Βυζαντίου μέσα από την ανατροπή του σουλτάνου που θρόνιαζε στην Κωνσταντινούπολη· δεν είχε τίποτα να κάνει με την αρχαία Ελλάδα που τόσο γοήτευε την Ευρώπη. Στο Παρίσι, ο μεγάλος savant [λόγιος] του νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο Αδαμάντιος Κοραής, είχε εργαστεί σκληρά για να διαδώσει τους όρους «Ελλην» και «Γραικός» στις εγγράμματες τάξεις, έτσι ώστε να απογαλακτίσει τους Ελληνες από την εκκλησία και να τους επαναφέρει στις αξίες των αρχαίων. Διότι η λέξη Ελληνας, με την οποία οι σημερινοί έχουν καταλήξει να αναφέρονται στον εαυτό τους, αρχικά σήμαινε μόνο τους αρχαίους. Πολύ πιο κοινόχρηστη μεταξύ των χωρικών πριν από το 1821 ήταν η λέξη Ρωμιός, που σήμαινε κατά γράμμα μεν «Ρωμαίος», αλλά στην πραγματικότητα απλώς «χριστιανός Ορθόδοξος». Για κάποιους Ορθοδόξους, οι αρχαίοι Ελληνες δεν ήταν κατάλληλοι πρόγονοι των νεότερων πιστών, καθότι ειδωλολάτρες· για τους Ευρωπαίους όμως και τους διανοούμενους της Ελλάδας, αυτοί ήταν οι πρόγονοι που μετρούσαν περισσότερο. Χάρη κυρίως στους μορφωμένους νεαρούς επαναστάτες που συνέταξαν τα εκατοντάδες ψηφίσματα, τις διακηρύξεις και τις εντολές των προσωρινών διοικήσεων της πολεμικής περιόδου, ο όρος «Ελληνες» επικράτησε. Οπως αυτός έχασε την αρχικά αποκλειστική αναφορά του στο μακρινό παγανιστικό παρελθόν και έφτασε να αναφέρεται στους Νεοέλληνες απογόνους, έτσι και ο ξεσηκωμός έπαψε να σημαίνει την εκπλήρωση του ρωμαίικου και άρχισε να νοείται ως ανάσταση ενός αρχαίου έθνους. Ο πόλεμος ήταν αυτός που διέδωσε πλατιά το νέο όραμα μιας πολιτικής κοινότητας, λιγότερο βασισμένης στην κοινή αφοσίωση στον πατριάρχη της αυτοκρατορίας και περισσότερο στη γενεαλογία. «Εσείς οι Ελληνες, μπρε, κάτι μεγάλο έχετε στο κεφάλι σας», λέγεται πως είπε ο πανίσχυρος πασάς των Ιωαννίνων στους χριστιανούς που ήταν στην υπηρεσία του. «Δεν βαφτίζετε πια τα παιδιά σας Γιάννη, Πέτρο, Κώστα, παρά Λεωνίδα, Θεμιστοκλή, Αριστείδη! Σίγουρα κάτι μαγειρεύετε». Ετσι, αυτό που ξεκίνησε ως το ρωμαίικο κατέληξε να γίνει αγώνας για την πολιτική ανεξαρτησία των Ελλήνων.

Αν η χρήση του όρου «Ελληνας» δεν ήταν ξεκάθαρη στις αρχές της δεκαετίας του 1820, ο όρος «Τούρκος» ήταν ακόμη πιο προβληματικός. Μολονότι κοινός στο στόμα των Ευρωπαίων αλλά και των Ελλήνων, οι μουσουλμάνοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σπάνια τον χρησιμοποιούσαν. Μια αφήγηση του ξεσηκωμού του Μοριά γραμμένη τα χρόνια εκείνα από έναν αυτόπτη Οθωμανό αξιωματούχο, τον Γιουσούφ ελ-Μοραβί, δεν αναφέρει τον όρο ούτε μία φορά. «Τούρκο» μπορεί να έλεγαν έναν χωρικό της Ανατολίας, αλλά σίγουρα όχι τον Χουρσίτ πασά, τον Γεωργιανό αυτόν πρώην σκλάβο που υπήρξε ο πρώτος διοικητής των αυτοκρατορικών δυνάμεων στον Μοριά, ούτε και τον Αλβανό Αλή Πασά των Ιωαννίνων, τον οποίο νίκησε ο Χουρσίτ. Στους λεγόμενους Τούρκους που πολεμούσαν στα οθωμανικά στρατεύματα συμπεριλαμβάνονταν Αιγύπτιοι, Βόσνιοι και πολλοί που δεν ήταν καν μουσουλμάνοι – Ζαπορόζιοι Κοζάκοι ψαράδες του Δούναβη, Καθολικοί πολεμιστές από τα υψίπεδα της Αλβανίας, επιστρατευμένοι χριστιανοί της Ηπείρου· ακόμα κι Ελληνες. Η συνάντηση με Μικρασιάτες ήταν μάλιστα για μερικούς Ελληνες κάτι απρόσμενο και αξιοσημείωτο. Στην πολιορκία της Πάτρας, γράφει ένας Ελληνας αγωνιστής, ήταν η πρώτη φορά που συνάντησαν «τους Ανατολίτας Τούρκους». Για να αναφερθούν σε αυτούς τους ξένους, οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι της Πελοποννήσου και της Ρούμελης μεταχειρίζονταν κάποιους κοινούς όρους –χαλδούπηδες, ντουντούμηδες και κακλαμάνοι– που ήταν σαφώς μειωτικοί και τους σημάδευαν ως αλλοδαπούς.

Ισως το σημαντικότερο που πρέπει να καταλάβει κανείς για τον πόλεμο του 1821 είναι ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν ένας αγώνας για δύο, Ελληνες και Τούρκους: αν κάτι ήταν ολοφάνερο τότε, ήταν ο δυσανάλογος και συχνά αποφασιστικός ρόλος που έπαιζαν στη σύρραξη οι Αλβανοί, είτε ήταν χριστιανοί είτε μουσουλμάνοι. «Μου αρέσουν πολύ οι Αλβανοί», είχε γράψει ο Μπάιρον τον χειμώνα του 1809, όταν επισκέφθηκε τον πιο επιφανή επαρχιακό ηγεμόνα τους, τον Αλή Πασά. «Κάποιες φυλές είναι χριστιανικές, αλλά η θρησκεία τους δεν κάνει μεγάλη διαφορά στους τρόπους ή στη διαγωγή τους· θεωρούνται οι καλύτεροι στρατιώτες στην υπηρεσία των Τούρκων». Ο Μπάιρον είχε εντοπίσει τα δύο βασικά γνωρίσματα των Αλβανών σε αυτή την υπόθεση: τη μικρή σημασία της πίστης στον καθορισμό των δεσμών αφοσίωσής τους και την πολεμική τους φήμη. Η γλώσσα τους μιλιόταν σε μια ολόκληρη ζώνη ορεινών περιοχών από το Μαυροβούνιο μέχρι την Πελοπόννησο, τόσο από Καθολικούς και Ορθόδοξους χριστιανούς όσο και από μουσουλμάνους, και παρείχε σε πολλούς «Ελληνες» και «Τούρκους» ένα μέσο επικοινωνίας μεταξύ τους, καθώς κι ένα αίσθημα αλληλεγγύης ενισχυμένο από την κοινή εμπειρία της πολύχρονης εξουσίας του Αλή Πασά. Οταν ο Αλής σκοτώθηκε το 1822, κάποιοι Αλβανοί διάλεξαν να υπηρετήσουν τον σουλτάνο και άλλοι πήγαν με τους Ελληνες. Τα οθωμανικά στρατεύματα των Βαλκανίων βασίζονταν σε αλβανικές μονάδες, χριστιανικές και μουσουλμανικές, που η Πύλη δεν έπαυε να ανησυχεί για την αξιοπιστία τους. «Είναι άνθρωποι που για πέντε-δέκα γρόσια μπορούν να σκοτώσουν τη μάνα και τον πατέρα τους», ανέφερε ένας Οθωμανός αξιωματούχος. «Είναι αδύνατον να περιμένει κανείς από αυτούς υπηρεσία και αφοσίωση». Στην ελληνική πλευρά, υπήρχαν οι χριστιανικές αλβανικές ομάδες των Σουλιωτών, σκληροτράχηλων ορεσίβιων μαχητών συσπειρωμένων γύρω από τους αρχηγούς των πατριών, που ενσωματώθηκαν σταδιακά στην εθνική πολεμική προσπάθεια. Υπήρχαν επίσης οι αλβανόφωνοι ναυτικοί της Υδρας και των Σπετσών, που έδωσαν όχι μόνο τον πυρήνα του ελληνικού στόλου αλλά και κορυφαία μέλη της ελληνικής κυβέρνησης –μεταξύ τους κι έναν πρόεδρο στα χρόνια του πολέμου–, τα οποία κάποιες φορές χρησιμοποιούσαν τα αλβανικά μεταξύ τους για να μην μπορούν άλλοι της δικής τους πλευράς να διαβάσουν την αλληλογραφία τους.

Σε αυτόν τον προεθνικό κόσμο, οι γλωσσικοί φραγμοί ήταν προσπελάσιμοι και κανένας, εκτός από μια χούφτα διανοουμένους, δεν νοιαζόταν για γλωσσική καθαρότητα. Θαλασσινός λαός, οι Ελληνες μιλούσαν μια γλώσσα πλούσια σε λέξεις παρμένες από τα αραβικά, τα ισπανικά, τα αλβανικά, τα τουρκικά και τα σλάβικα. Ιδίως στη θάλασσα η ισχυρότερη επιρροή ήταν από τα ιταλικά: ταξίδευαν με γαλιότες, με σακολέβες ή με τα μεγαλύτερα μπρίκια ή τις πολάκες, μεταφέροντας ενίοτε, πέρα από το κάρικό τους (φορτίο) με τις συνοδευτικές σπεδιτσιόνες (φορτωτικές), κι έναν-δυο πασαγγιέρους (επιβάτες)· ή πάλι μπορεί να έβγαιναν για κούρσο (πειρατεία) ή να ετοίμαζαν ένα τρομερό μπουρλότο (πυρπολικό). Στη στεριά μεταχειρίζονταν τουρκικές λέξεις όπως ορδί (στρατόπεδο), λουφές (στρατιωτικός μισθός), τοπχανές (οπλοστάσιο), τουφέκι, ταμπούρι, που απηχούσαν την οθωμανική πολεμική παράδοση, μαζί και με κανέναν ιταλικό όρο, όπως ρεσάλτο ή μουνιτσιόνες (πυρομαχικά), που θύμιζε τη μακρόχρονη βενετική κυριαρχία στην περιοχή. Στην ορεινή Πελοπόννησο το 1821 μπορούσε ν’ ακούσει κανείς μια φοβερή ποικιλία από τίτλους που έφεραν πρωτοκλασάτοι αγωνιστές της ελληνικής πλευράς – ισπράβνικος (ρωσορουμανικά), μπεϊζαντές (τουρκοπερσικά), μιλόρδος (αγγλικά), πρίγκιψ (γαλλικά).

Ολόκληρο το φάσµα της Ορθόδοξης κοινωνίας που ζούσε µέσα στον οθωµανικό κόσµο παρασύρθηκε στη δίνη της σύγκρουσης: πριγκιπικές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης βαθύτατα αναμεμειγμένες στην πολιτική ζωή της οθωμανικής αυλής, επαρχιακοί πρόκριτοι, αρειμάνιοι επίσκοποι και επαναστάτες ιερείς, εκλεπτυσμένοι νέοι που ονειρεύονταν τον Ρουσσώ και τραχείς, λίγο-πολύ αναλφάβητοι οπλαρχηγοί – όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο χαρισματικός αυτός κλέφτης, που η πρακτική δεξιότητά του στα λόγια, στ’ άρματα και στους πολιτικούς χειρισμούς έστρωσε τον δρόμο για την άνοδό του στο αξίωμα του διοικητή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στην Πελοπόννησο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι καμία απ’ αυτές τις ομάδες και τις προσωπικότητες δεν κυριάρχησε κοινωνικά ή ατομικά. Μάλιστα, αφού ξεκίνησε η επανάσταση, οι συγκαιρινοί παρατήρησαν με έκπληξη την αδυναμία της να αναδείξει μια ενοποιητική φυσιογνωμία – έναν Ουάσιγκτον ή έναν Ναπολέοντα. Ηγετικές φιγούρες διέσχιζαν φευγαλέα το προσκήνιο κι έπειτα χάνονταν, ενώ άλλες πρόβαλλαν ξαφνικά από το σκοτάδι. Ο άνθρωπος που ηγήθηκε της αρχικής εξέγερσης, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στα μέρη που συναπάρτισαν τελικά την ανεξάρτητη Ελλάδα. Ο πρώτος μονάρχης της χώρας, ο πρίγκιπας Οθων της Βαυαρίας, ήταν έξι χρόνων όταν άρχισε ο πόλεμος κι έφτασε στο νέο του βασίλειο στα δεκαεπτά, μετά τη λήξη του. Ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης –οι δύο πιο γνωστοί αγωνιστές στους σημερινούς Ελληνες– έπαιξαν και οι δύο σημαντικό ρόλο, αλλά ο ένας, μετά τα σπουδαία κατορθώματά του κατά των Τούρκων, υποδαύλισε τον εμφύλιο πόλεμο, ενώ ο άλλος συνεργάστηκε με τους Τούρκους, προτού στραφεί και πολεμήσει εναντίον τους. Κανένας απ’ αυτούς δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τον Ουάσιγκτον, που ηγήθηκε των στρατευμάτων της δικής του πλευράς σε όλη τη διάρκεια του αγώνα για την ανεξαρτησία κι έπειτα έγινε αρχηγός του κράτους.

Τα τοπία στα οποία διαδραματίστηκε ο αγώνας δεν παρουσιάζουν μικρότερη ποικιλία από τους χαρακτήρες του δράματος. Η Αθήνα έγινε η νέα εθνική πρωτεύουσα το 1834, αλλά τίποτα το ιδιαίτερα σημαντικό δεν είχε συμβεί σ’ αυτή τη μικρή και μάλλον ασήμαντη οθωμανική πόλη πριν από την ύστερη φάση του πολέμου. Τον περισσότερο καιρό η Πελοπόννησος ήταν το κέντρο της δράσης και η καρδιά της εξέγερσης, αλλά κρίσιμες συγκρούσεις έλαβαν χώρα και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στα βουνά της Ηπείρου, στην κεντρική Ελλάδα και στο Αιγαίο. Τα πυκνοκατοικημένα Επτάνησα παρέμειναν σε όλη την περίοδο υπό οιονεί αποικιακή βρετανική κυριαρχία και στάθηκαν ζωτική πηγή αγαθών, ανθρώπων, πληροφοριών και χρημάτων. Η Αίγυπτος ήταν εστία μιας γοργά αναπτυσσόμενης ελληνικής κοινότητας και ταυτόχρονα βασική σύμμαχος των Οθωμανών. Δεν επρόκειτο λοιπόν για έναν και μοναδικό πόλεμο όσο για ένα σύνολο αλληλένδετων συγκρούσεων κατά περιοχές, όπου η τοπογραφία, οι παραδόσεις και οι δομές εξουσίας κάθε τόπου επηρέαζαν βαθιά τα γεγονότα και βαθμιαία μόνο συνέκλιναν. Το βιβλίο αυτό είναι δομημένο ανάλογα, καθώς ξεκινάει από τα βουνά και τα νησιά και μετακινείται ώστε να συμπεριλάβει την οπτική των πραγμάτων από τη Βιέννη και την Οδησσό, τη Μασσαλία και την Κωνσταντινούπολη, το Λονδίνο, την Αλεξάνδρεια, την Αγία Πετρούπολη και το Παρίσι – αυτή την ποικιλόμορφη μεταναπολεόντεια Ευρώπη που έφτασε να μετρά εξίσου, ενίοτε δε πολύ περισσότερο απ’ οτιδήποτε συνέβαινε στις κεντρικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

«Εσείς οι Ελληνες, μπρε, κάτι μεγάλο έχετε στο κεφάλι σας», λέγεται πως είπε ο πανίσχυρος πασάς των Ιωαννίνων στους χριστιανούς που ήταν στην υπηρεσία του. «Δεν βαφτίζετε πια τα παιδιά σας Γιάννη, Πέτρο, Κώστα, παρά Λεωνίδα, Θεμιστοκλή, Αριστείδη! Σίγουρα κάτι μαγειρεύετε».

Το 1828 ήταν πια φανερό πως οι Ελληνες είχαν αποσπάσει κάποιου είδους ανεξαρτησία από τον σουλτάνο. Αλλά ποιος ακριβώς ήταν ο χαρακτήρας αυτής της νίκης και πότε επιτεύχθηκε παρέμειναν επίμαχα θέματα για δεκαετίες. Η υποτέλεια στον σουλτάνο και το Ισλάμ τερματίστηκε. Εκείνο που ο σουλτάνος είχε θεωρήσει παραλογισμό –ένα ελληνικό κράτος– ήταν πλέον γεγονός. Με την επανάσταση οι Ελληνες κέρδισαν νέα πολιτικά δικαιώματα και θρησκευτικές ελευθερίες. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι, ενώ δεν υπάρχει πραγματική διχογνωμία για την αρχή του Αγώνα, οι ιστορικοί δεν συμφωνούν ως προς το τέλος του: κάποιοι κλείνουν την ιστορία όταν ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας έγινε κυβερνήτης το 1828 και εξασφάλισε την αναγνώριση της Ευρώπης· άλλοι επιλέγουν την εγκαθίδρυση της βαυαρικής μοναρχίας και τον ερχομό του πρώτου βασιλιά, του Οθωνα, το 1833. Ο Τζορτζ Φίνλεϊ, αγωνιστής και ιστορικός, συμπέρανε ότι ο ξεσηκωμός τελείωσε με την επανάσταση του 1843, που επέβαλε στη μοναρχία ένα από τα πιο δημοκρατικά συντάγματα της Ευρώπης. Η διαφωνία δείχνει κάτι σημαντικό: για την Ελλάδα η επίτευξη της ανεξαρτησίας δεν ήταν ακαριαία παρά κράτησε χρόνια, αν όχι δεκαετίες. Αλλο η ελευθερία από τον οθωμανικό ζυγό και άλλο η εξασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας, που πήρε πολύ περισσότερο χρόνο. Από μια άποψη μάλιστα, ο αγώνας συνεχίζεται έως σήμερα.

Αρχισα να δουλεύω αυτό το βιβλίο πριν από µια δεκαετία, εν µέσω της παγκόσµιας κρίσης χρέους που έθεσε την οικονομία της Ελλάδας υπό διεθνή επιτήρηση. Εκείνο τον καιρό φαινόταν ότι το τίμημα για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη μπορούσε κάλλιστα να είναι η απώλεια της ανεξαρτησίας της. Ζούσε άραγε η Ευρώπη το τέλος του κυρίαρχου εθνικού κράτους; Τι ήταν στ’ αλήθεια η ανεξαρτησία και τι είχε σημάνει για μια χώρα σαν την Ελλάδα; Τέτοια ερωτήματα με ώθησαν να πάω πίσω, στην εποχή όπου τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη άρχιζαν να ενστερνίζονται τη μορφή του έθνους-κράτους. Το 1821 ο πόθος της ελευθερίας ήταν μακραίωνος, αλλά η επιδίωξη να ασκείται η ελευθερία μέσα από μια εθνική κυβέρνηση που θα διοικεί στο όνομα του λαού της ήταν καινούργια. Ηθελα να καταλάβω πώς είχε γεννηθεί αυτή η επιδίωξη, και ιδιαίτερα πώς η εθνική χειραφέτηση βρέθηκε, από την πρώτη κιόλας στιγμή, συνυφασμένη με τον καπιταλισμό υπό τη μορφή ξένων δανείων, διεθνούς χρέους και χρηματιστικής κερδοσκοπίας.

Η Ελλάδα του 21ου αιώνα είχε ήδη φτωχύνει λόγω της λιτότητας, όταν βρέθηκε μπροστά σε μια άλλη πρόκληση: την προσφυγική κρίση. Το 2013 χορήγησε άσυλο σε 3.485 πρόσφυγες· το 2016 ο αριθμός ξεπέρασε τις 46.000 και τρία χρόνια αργότερα τις 80.000. Εχοντας βιώσει τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, όταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, αλλά και τις μεγάλες εσωτερικές εκτοπίσεις του Εμφυλίου στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι Ελληνες ήξεραν όσο οποιοσδήποτε άλλος στην Ευρώπη τι σημαίνει να χάνεις το σπίτι σου και να φτιάχνεις μια νέα ζωή αλλού. Εναν αιώνα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η ίδια η Ελλάδα είχε αναδυθεί μέσα από μια σύγκρουση που ξερίζωσε περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Πελοποννήσου – για να μείνουμε μόνο σ’ αυτήν. Τα τραγικά επακόλουθα της πολιορκίας του Μεσολογγίου, όταν χιλιάδες γυναικόπαιδα πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα, ξεσήκωσαν τη συμπαράσταση της Ευρώπης. Τέτοιες ανατροπές, όσο και οι όποιες νίκες, όχι μόνο συνόδεψαν την κατάρρευση της οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά –βγάζοντας τους ανθρώπους από τους παλιότερους, πιο εδραιωμένους τρόπους ζωής τους– δημιούργησαν επίσης ένα νέο είδος πολιτικής κοινότητας γύρω από τους πόρους και τις πολιτικές ενός συγκεντρωτικού εθνικού κράτους.

Ο ευρύτερος ρόλος και οι ευθύνες του ιστορικού που αφηγείται αυτή την ιστορία μού έγιναν σαφείς όταν ο Ελληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συνέστησε μια επιτροπή που θα διαμόρφωνε τις εκδηλώσεις για την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την επανάσταση. Ενας εκπρόσωπος της κυβέρνησης είπε πως οι εορτασμοί θα βοηθούσαν να αποκατασταθεί η υπερηφάνεια για τη χώρα, ενθαρρύνοντας τους Ελληνες να επανασυνδεθούν με την εθνική τους ταυτότητα. Οταν πρωτοδιάβασα γι’ αυτή την πρωτοβουλία στις εφημερίδες, ομολογώ ότι θυμήθηκα ένα δυσοίωνο προηγούμενο: έναν αιώνα πριν, το 1921, είχε συγκληθεί μια Κεντρική Επιτροπή Εκατονταετηρίδος της Ελληνικής Επαναστάσεως, που πρότεινε πολλές και διάφορες ιδέες, προτού σαρωθεί από τη Μικρασιατική περιπέτεια και ξεχαστεί εντελώς. Περισσότερο όμως με ανησυχούσε ότι οι συντηρητικοί ιδίως στη Γαλλία διατυμπάνιζαν χρόνια την ανάγκη ενός νέου εθνικού αφηγήματος που θα αποκαθιστούσε την υπερηφάνεια για τη χώρα και το παρελθόν της, κι όλο αυτό είχε καταλήξει σ’ ένα είδος δεξιάς συνηγορίας υπέρ του αποκλεισμού και της απόρριψης. Οι ιστορικοί θεωρούν ως επί το πλείστον ότι ασκούν ένα επάγγελμα αφιερωμένο στη διάλυση των εθνικιστικών μύθων και όχι στην υποστύλωσή τους. Ετσι, όταν μου ζητήθηκε να συμμετάσχω στην επιτροπή, η αρχική μου αντίδραση ήταν διστακτική. Επειτα όμως το ξανασκέφτηκα: ήταν άραγε παράλογο –με δεδομένες τις διαιρέσεις που είχαν προκύψει στην Ελλάδα στα χρόνια της λιτότητας– να προσπαθήσει να βρει κανείς τι μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους σε μια κατανόηση του παρελθόντος προσανατολισμένη στη συμπερίληψη και όχι στον αποκλεισμό; Δεν ήταν καλύτερο αυτό από τη συγκατάνευση σ’ ένα είδος πολιτικής πόλωσης που είχε διαλύσει στο παρελθόν την Ελλάδα;

Αν αυτή η πρόταση μ’ έκανε έτσι να επανεξετάσω τη στάση μου στο ζήτημα, εκείνο που πραγματικά ήθελα να πω γι’ αυτό έγινε φανερό μόνο κατά την πανδημία του κορωνοϊού. Ζώντας στο Μανχάταν, ένα από τα επίκεντρα της καταστροφής, διάβαζα για την ανταπόκριση της Ελλάδας τους πρώτους εκείνους μήνες, που παρουσίαζε τόσο μεγάλη αντίθεση μ’ εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι δύο κυβερνήσεις δεν θα μπορούσαν να ακολουθήσουν πιο διαφορετικές προσεγγίσεις. Αλλά οι πραγματικές διαφορές ήταν βαθύτερες. Τίποτα δεν φωτίζει καλύτερα τον βαθμό εμπιστοσύνης ενός λαού στην πολιτεία του από μια δημόσια υγειονομική κρίση. Η πανδημία αποκάλυψε ότι οι ΗΠΑ είναι μια βαθιά σπαρασσόμενη χώρα, που η στάση της απέναντι στην κυβέρνηση βρίσκεται σε σοβαρή κρίση. Στην Ελλάδα, από την άλλη μεριά, το κράτος κατάφερε να εφαρμόσει μία από τις πιο διεξοδικές καραντίνες στην Ευρώπη, επειδή ο κόσμος το εμπιστεύτηκε και έδειξε πρόθυμος να ακολουθήσει. Η ελληνική κοινωνία αποδείχθηκε ικανή να υπομείνει πράγματα που η αμερικανική δεν μπορούσε· φάνηκε εντυπωσιακά ανθεκτική – όπως ενδεχομένως είχε φανεί και μπροστά σε όλες τις τεράστιες προκλήσεις της προηγούμενης δεκαετίας.

Κι όπως άλλωστε είχε φανεί δύο αιώνες νωρίτερα. Αρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι η επανάσταση του 1821 είχε πετύχει επειδή, πέρα από τις επικές και πολυύμνητες στιγμές ατομικής γενναιότητας και αυτοθυσίας, ήταν στη βάση της μια ιστορία κοινωνικής αντοχής απέναντι σε μια συστημική αναστάτωση. Δεν ήταν τόσο οι νίκες που χάρισαν στους Ελληνες την ανεξαρτησία τους όσο η άρνησή τους να αποδεχτούν την ήττα. Και αυτό επειδή εκείνο που αποκαλέσαμε πόλεμο ήταν στην πραγματικότητα μια εξέγερση όπου το μόνο που μπορούσε να κάνει στ’ αλήθεια η αδύναμη πλευρά ήταν να κρατάει γερά και να ελπίζει. Η υπόσχεση της βοήθειας από τη Ρωσία δεν υλοποιήθηκε ποτέ, κι ωστόσο ο αγώνας συνεχίστηκε χρόνο με τον χρόνο. Το ζωτικό στοιχείο ήταν το σθένος των απλών χωρικών και νησιωτών – που αντιμετώπιζαν όχι μόνο τις επιδρομές των τουρκικών και των αιγυπτιακών στρατευμάτων, αλλά και τη συνεχή λεηλασία και το πλιάτσικο από τους ίδιους τους ένοπλους συμπατριώτες τους. Εχει λοιπόν σημασία να πάμε πέρα από τους ήρωες, όχι για να ισχυριστούμε πως είχαν πήλινα πόδια, αλλά για να δώσουμε μια πληρέστερη εικόνα των δυνάμεων που έθεσε σε κίνηση ο ξεσηκωμός και που τον ώθησαν με τη σειρά τους προς τα εμπρός. Ο οπλαρχηγός Μακρυγιάννης το είπε με τον καλύτερο τρόπο, στην κατακλείδα των απομνημονευμάτων του:

Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Οταν αγωνιστή μόνος του και φκιάση, ή χαλάση, να λέγη «εγώ». Οταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς».

Το νέο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ για την επανάσταση του 1821 – Αποκλειστική προδημοσίευση-6
Henry Martens (1790-1868) «Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843» (1847). Επιζωγραφισμένη χαλκογραφία (λεπτομέρεια), Μουσείο Μπενάκη.

Το νέο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ για την επανάσταση του 1821 – Αποκλειστική προδημοσίευση-7
Ο Λόρδος Βύρων. Αγαλματίδιο του ποιητή με σουλιώτικη φορεσιά από πορσελάνη biscuit, αρχές – μέσα 19ου αιώνα. Μουσείο Μπενάκη, δωρεά Φίλιππου Αργέντη.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή