Με το αίμα του παράφορου Καραβάτζο

Με το αίμα του παράφορου Καραβάτζο

Το τελευταίο έργο του είναι ωδή στην άνευ όρων και ορίων ζωή του

7' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο «Δαβίδ με το κεφάλι του Γολιάθ»: ελαιογραφία καμωμένη από το χέρι του επονομαζόμενου Καραβάτζο το 1610 – σήμερα στην Γκαλερία Μποργκέζε στη Ρώμη. Είναι εικόνα τόσο θρυλική και τόσο μυθολογημένη, που τη ζούμε περισσότερο από όσο τη βλέπουμε – σαν τα φαντάσματα που στοιχειώνουν τα αρχαία σπίτια. Λένε πως είναι το τελευταίο έργο του Καραβάτζο – πως το κουβάλησε μαζί του μέχρι το τέλος, μέχρι την ακρογιαλιά του Πόρτο Ερκολε το βράδυ του θανάτου του, τον Ιούλιο του 1610. Η επίσημη έκθεση της αστυνομίας, που συντάχθηκε δέκα ημέρες αργότερα, μιλούσε για θάνατο του Μικελάντζελο Μερίζι, στις 18 Ιουλίου 1610, από μια ακαθόριστη ασθένεια. Πτώμα δεν βρέθηκε ποτέ, δεν ξέρουμε αν θάφτηκε ή αποτεφρώθηκε, ή οτιδήποτε άλλο.

Εκείνο το βράδυ του πιθανολογούμενου τέλους του ο Καραβάτζο ήταν 39 χρόνων. Είχε προηγηθεί μια εξωφρενική ζωή, πέρα από κάθε όριο: Γέννηση του Μικελάντζελο Μερίζι στο Μιλάνο (29 Σεπτεμβρίου 1571), με οικογενειακή καταγωγή από το Καραβάτζο της Λομβαρδίας, ένας πατέρας διακοσμητής και αρχιτέκτονας που πεθαίνει σε επιδημία πανούκλας το 1577 (κι ενώ ο Καραβάτζο ήταν 6 χρόνων), αφήνοντας την οικογένειά του στην απόλυτη ανέχεια, μια μητέρα που πεθαίνει το 1584 (όταν ο Καραβάτζο ήταν στα 13 του). Ο έφηβος Μικελάντζελο βρέθηκε για τέσσερα χρόνια στο εργαστήριο ενός μέτριου μανιεριστή Μιλανέζου ζωγράφου, του Σιμόνε Πετερτσάνο. Πολύ νωρίς βρέθηκε στην πορνεία: Ολα δείχνουν πως άρχισε να εκδίδεται στο Μιλάνο, με το ψευδώνυμο Καραβάτζο, ως αρσενικοθήλυκο αγόρι (ως Ιγιούντι) από τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1580 – και παράλληλα άρχισε να ζωγραφίζει τον εαυτό του ως εκδιδόμενο Ιγιούντι με τρόπο τέτοιο που δεν είχε ξαναφανεί στην ιστορία της ζωγραφικής. Ηταν η αρχή μιας εξωφρενικής διαδρομής στην τέχνη – που συνοδευόταν πάντοτε από μια παράφωνη εμμονή στην πορνεία, στη σεξουαλική παραφορά, στη νυχτερινή βία, στην παρανομία, στον φόνο. Το 1592 θα βρεθεί στη Ρώμη, το 1596 ο πανίσχυρος φιλότεχνος καρδινάλιος Ντελ Μόντε τον ανακηρύσσει επίσημο προστατευόμενό του – είναι 25 χρόνων και ήδη θεωρείται ο σπουδαιότερος ζωγράφος του κόσμου. Τις ημέρες ζωγραφίζει τους εκπληκτικότερους θρησκευτικούς πίνακες που έγιναν ποτέ, επινοεί ένα ζωγραφικό είδος που φέρνει το όνομά του («καραβατζίσμο»): Είναι ο μπαρόκ ρεαλισμός μέσα στο δικής του επινόησης κιαροσκούρο, όπου οι σκιές κατατρώγουν μεγάλο μέρος της εικόνας, δημιουργώντας μιαν αίσθηση ανεπανάληπτης υποβολής. Τις νύχτες βγαίνει στους δρόμους ως νταβατζής μαχαιροβγάλτης πλέον – ιδίως στη συνοικία του Κάμπο ντι Φιόρε, την οποία, όπως όλα δείχνουν, διαφεντεύει. Μπλέκεται σε σκάνδαλα, σε ιστορίες προστασίας, απειλών, μαστροπείας, σε διαρκείς συλλήψεις από την αστυνομία – από τις οποίες διαρκώς τον γλιτώνει ο Ντελ Μόντε. Κάποια στιγμή, το 1606, σκοτώνει κάποιον που δεν έπρεπε: τον Ρανούτσιο Τομαζόνι. Ο Ντελ Μόντε δεν μπορεί πια να τον βοηθήσει: ο Καραβάτζο το σκάει για τη Νάπολη. 

Η τελευταία τετραετία της ζωής του μοιάζει με θρίλερ καταδίωξης: γυρίζει σαν κυνηγημένος στις πόλεις του ιταλικού Νότου, ζωγραφίζει πίνακες και σκοτώνει ανθρώπους, επιζεί από ενέδρες, ζητάει προστασία και παραβιάζει όρκους τιμής: Νάπολη, Βαλέτα της Μάλτας, Συρακούσες, πάλι Νάπολη. Στη Μάλτα, γυρεύοντας προστασία από τους Ιωαννίτες Ιππότες, ζωγραφίζει για λογαριασμό τους τον «Αποκεφαλισμό του Βαφτιστή», και από το αίμα του κομμένου λαιμού σχηματίζει για πρώτη και τελευταία φορά σε εικόνα του το όνομά του. Από ένα σημείο και μετά τον κυνηγούν όλοι: η αστυνομία του Βατικανού, οι Ρωμαίοι, οι Ναπολιτάνοι, οι Σισιλιάνοι, οι Μαλτέζοι. Σε μια ενέδρα του φθινοπώρου του 1609 νομίζουν πως τον σκοτώνουν – αλλά ο Καραβάτζο επιζεί. Ο (εξαιρετικά βολικός σε μυθιστορηματικό επίπεδο) θρύλος λέει πως τότε θα ζωγραφίσει, ανάμεσα στα άλλα, και εκείνον τον «Δαβίδ που κρατάει το κεφάλι του Γολιάθ». Τον Ιούλιο του 1610 βρίσκεται στην ακρογιαλιά του Πόρτο Ερκολε, γυρεύοντας ένα καΐκι που θα τον πήγαινε στη Ρώμη, όπου τάχα τον περίμενε μια παπική άφεση.

Ωστόσο εκεί, μέσα στη νύχτα, μπορούμε να το εικάσουμε απολύτως νόμιμα, θα τον προλάβουν οι Σκιές: μια λάμα άστραψε και πάλι στο κέντρο του κόσμου. Ο τριανταεννιάχρονος Μικελάντζελο Μερίζι, ο επονομαζόμενος Καραβάτζο, τέλειωσε στην ακροθαλασσιά, στη νοητή γραμμή που σκάζει το μαύρο κύμα, μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης.

Ο ζωγράφος αναπαρίσταται με κομμένο κεφάλι στα χέρια ενός αγνού βοσκού – ή του εραστή του, ή του νεαρού Ιησού, κυρίως όμως του ίδιου του εαυτού του.

Και πάλι στην εικόνα: Δύο πρόσωπα που τα ενώνει μια ατσάλινη λάμα: ο αποκεφαλισμένος Γολιάθ είναι, φυσικά, ο ίδιος ο Καραβάτζο. Και ο ζωγράφος: φρόντισε να ζωγραφίσει ακόμη και τα χαλασμένα δόντια του στο ανοιχτό στόμα ετούτου του κομμένου κεφαλιού, ώστε να μην υπάρξουν αμφιβολίες. Από όλα τα κομμένα κεφάλια που ζωγράφισε ο Καραβάτζο, αυτό είναι σίγουρα το πιο κομμένο. Από όλα τα κομμένα κεφάλια που ζωγράφισε, αυτό είναι σίγουρα το πιο δικό του. Από όλες τις αυτοπροσωπογραφίες που έκρυψε μέσα στο ιερό κιαροσκούρο του, αυτή είναι η πιο αληθινή – μα ποια από τις δύο;

Μια ξερή αναφορά, λίγες δεκαετίες μετά τον θάνατό του: κάποιος «Καραβατζίνο», που ενδεχομένως να είναι ο Δαβίδ της εικόνας. Μια χαραμάδα: κάποιο μοντέλο από το χωριό του, ίσως ένας μαθητής του ζωγράφος. Ή, ακόμη πιο συγκεκριμένα: ο Κέκο ντελ Καραβάτζο, που, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν εραστής του. Εκτός βεβαίως αν το «Καραβατζίνο» σημαίνει αυτό που όλοι υποψιαζόμαστε: ο μικρός Καραβάτζο, ο ίδιος ο Καραβάτζο σε νεαρή ηλικία. Με άλλα λόγια: Ο 17χρονος Καραβάτζο αποκεφαλίζει τον ενήλικο 39χρονο εαυτό του. Οι ψυχαναλυτές, οι ψυχίατροι, οι μυθιστοριογράφοι τρίβουν τα χέρια τους.

Ισως να είναι η μοναδική εικόνα στην οποία ο Καραβάτζο να γύρεψε συνειδητά μια κάθαρση, μια μεγαλειώδη όσο και οριστική αυλαία. Οι σκιές που για μια ζωή τον κυνηγούσαν, επιτέλους γίνονται σάρκα που σχετίζεται με σάρκα. Στην αρχή μοιάζει με αλληγορία εκείνης της Δικαιοσύνης –που οι θεολόγοι την λένε Αγάπη του Πατέρα: σπάθη στο δεξί χέρι και το αριστερό προτεταμένο να κρατάει τη ζυγαριά– μόνο που, αντί για ζυγαριά, κρατάει κομμένο κεφάλι, τρόπαιο αποκατεστημένης ισορροπίας. Θα περίμενε κανείς την κλασική ανδροπρεπή κοπέλα, άντε έναν θηλυπρεπή αρχάγγελο Μιχαήλ. Εστω, έναν ξανθό Απόλλωνα από τα ρωμαϊκά πορνεία. Μα εδώ βλέπουμε έναν λιανό τυραννισμένο έφηβο – αλύτρωτο, αυτή είναι η σωστή λέξη. Κατόπιν μαθαίνουμε πως τούτος ο διόλου νικητής (ο οριστικά χαμένος) έφηβος είναι ο Δαβίδ που κρατάει το κεφάλι του Γολιάθ – το σπαθί παραδόξως αστράφτει ολοκάθαρο, η σφεντόνα άφαντη, ίσως κρυμμένη κάπου στον μανδύα. Το κεφάλι μόλις κομμένο, ακόμη ζωντανό, θαρρείς έτοιμο για την τελευταία λέξη.

Φυσικά και υπάρχει σχέση ερωτικής συνεύρεσης ανάμεσα σε δήμιο και αποκεφαλισμένο. Αλλιώς: Απάντηση μιας μαύρης αγάπης στο πεπρωμένο, ένστικτο ζώου που ποθεί και σκοτώνει, ένωση του Θεού και του Διαβόλου. Μια λάμα που βάζει όρια, που εντέλει ξεδιαλύνει ένα σχήμα στο χάος του κόσμου. Κάποιος σφάζει τον εαυτό του και κρατάει το κεφάλι του. Ακόμη καλύτερα: Κάποιος ζωγραφίζει τον εαυτό του να σφάζει τον εαυτό του και να κρατάει το κεφάλι του. Αυτό κι αν είναι δικαιοσύνη.

Στην πραγματικότητα, δεν είμαστε απολύτως σίγουροι για το πότε ζωγραφίστηκε αυτός ο πίνακας. Σίγουρα έγινε μετά τη φυγή του από τη Ρώμη, στο τέλος της άνοιξης του 1606, κατά πάσα πιθανότητα ζωγραφίστηκε στη Νάπολη, είτε το 1606-1607 είτε το 1609-1610 – συνήθως επιλέγουμε την τελευταία εκδοχή γιατί μας βολεύει. Η μυθολογία του τελευταίου έργου, έτσι κι αλλιώς, στοιχειώνει την ιστορία της ζωγραφικής: η «Πιετά Ροντανίνι» του Μιχαήλ Αγγέλου, η ραφαηλική «Μεταμόρφωση», το «Σταροχώραφο με τα κοράκια» του Βαν Γκογκ. Ετσι κι εδώ: βλέπουμε τον Μικελάντζελο Μερίζι με κομμένο κεφάλι στα χέρια ενός αγνού βοσκού – ή του εραστή του, ή του νεαρού Ιησού, κυρίως όμως του ίδιου του εαυτού του. Αυτό κι αν είναι δικαιοσύνη: Από τον λαιμό του τρέχει το αίμα (το τελευταίο αίμα του ανθρώπου), μάτια που σβήνουν (ή μήπως οριστικά κοκαλωμένα στην κατισχύουσα εμμονή τους;), ρυτίδες, από το στόμα που βγαίνει ο τελευταίος ρόγχος – ή μην ανοίγει το στόμα για να πάρει ανάσα, μα πλέον προς τι; Οσο το βλέπουμε, τόσο σιγουρευόμαστε πως είναι το «τελευταίο έργο»: Τι θα μπορούσε να ζωγραφίσει κανείς μετά από αυτό;

Ο αντικατοπτρισμός ενός Λομβαρδού διαβόλου

Είναι ολόκληρος ο Καραβάτζο σε τούτο τον πίνακα, όλα όσα αγάπησε και μίσησε, όλα όσα πρότεινε, όλα όσα επιθύμησε τρελά. Τα κομμένα κεφάλια του, τα αμείλικτα σπαθιά του, η αγνότητα και η διαφθορά του, η κόλασή του, η παραφορά του, το τρομερό κιαροσκούρο του, η νυχτερινή δικαιοσύνη του, ο αντικατοπτρισμός ενός φλεγόμενου απροχώρητου – μιας αλλόκοτης πρότασης για ζωή δίχως αιωνιότητα, αλλά με ρίγη και τρέμουλα και βογκητά. Είναι ο αναμενόμενος επίλογος για τον μεγαλύτερο ζωγράφο που λάτρεψαν λυσσασμένα οι άνθρωποι, για τον Λομβαρδό μαχαιροβγάλτη που θέλησε να σμίξει τον Θεό με τον Διάβολο – γιατί έτσι καταλάβαινε την αγάπη. Ακατάληπτα γράμματα στη λεπίδα του σπαθιού του, και αίμα, αίμα, αίμα απ’ τον κομμένο λαιμό.

Ο Μικελάντζελο Μερίζι, αυτός που τον είπανε Καραβάτζο, οδήγησε συνειδητά τα πράγματα σε αυτό το φλεγόμενο απροχώρητο· τραγικά ασυντρόφευτος, τραγικά αποτυχημένος σε αυτό που ονομάζουμε τρυφερότητα, έγινε παρανάλωμα των εμμονών που δεν θέλησε να απαρνηθεί. Δεν λιποτάκτησε ποτέ του από τη νύχτα, δεν δέχτηκε να εγκαταλείψει ποτέ τη σάρκα των ανθρώπων, δεν αποστάτησε ποτέ από την κόλασή του. Πριν τον προλάβουν οι φονιάδες, οι άγγελοι και οι δαίμονες που τον κυνηγούσαν, απέδωσε ο ίδιος δικαιοσύνη, έκαμε μπέσα, έχυσε αίμα στο αίμα – έκοψε το κεφάλι του. Στα γυάλινα μάτια του το λυκόφως της σάρκινης λάμψης που λογάριαζε για αγάπη.

Προφανώς στην τρομερή εικόνα έχουμε έναν νεκρό – άρα η ιστορία του έχει τελειώσει. Μα κανένας από εμάς που βλέπουμε τον πίνακα, κανένας από τους τόσους που τον είδαν μέσα στους αιώνες, και κανένας από όσους θα τον δουν στο μεγάλο μέλλον που επιφυλάσσεται, δεν πίστεψε, δεν πιστεύει και δεν πρόκειται να πιστέψει πως ο πίνακας αυτός τέλειωσε: Απ’ τον κομμένο λαιμό τρέχει το αίμα μας – το παράφορο αίμα των ανθρώπων.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή