Ο νόμος, η ηθική και τα Γλυπτά

Ο νόμος, η ηθική και τα Γλυπτά

Αποτελεί το καθεστώς των Γλυπτών του Παρθενώνα ένα απλό ζήτημα ηθικής ή ένα περίπλοκο ζήτημα δικαίου, που όμως μπορεί τελικά να επιλυθεί; Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να περιγραφεί η διαφορά μεταξύ αυτών που θέλουν να δουν ξανά ενωμένους τους θησαυρούς στην Αθήνα και εκείνων που θα τους άφηναν στο Λονδίνο.

5' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αποτελεί το καθεστώς των Γλυπτών του Παρθενώνα ένα απλό ζήτημα ηθικής ή ένα περίπλοκο ζήτημα δικαίου, που όμως μπορεί τελικά να επιλυθεί; Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να περιγραφεί η διαφορά μεταξύ αυτών που θέλουν να δουν ξανά ενωμένους τους θησαυρούς στην Αθήνα και εκείνων που θα τους άφηναν στο Λονδίνο.

Οταν η Μελίνα Μερκούρη πήγε στο Λονδίνο το 1983, έθεσε το θέμα με τον δικό της απαράμιλλο τρόπο: «Πρόκειται περισσότερο για ένα ηθικό παρά νομικό ζήτημα». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακολούθησε παρόμοια στάση τον Νοέμβριο, όταν επισκέφθηκε τον ομόλογό του Μπόρις Τζόνσον και δήλωσε ότι τα γλυπτά ήταν κλεμμένα – μια άποψη που ο ίδιος ο Τζόνσον είχε υποστηρίξει στα φοιτητικά του χρόνια.

Η θέση του μουσείου είναι διαμετρικά αντίθετη. Η ιστοσελίδα του υποστηρίζει ότι ο Ελγιν ενήργησε με την πλήρη γνώση και άδεια των νόμιμων αρχών εκείνης της εποχής τόσο στην Αθήνα όσο και στο Λονδίνο. Οι δραστηριότητες του Λόρδου Ελγιν ερευνήθηκαν διεξοδικά από μια επίλεκτη κοινοβουλευτική επιτροπή το 1816 και διαπιστώθηκε ότι ήταν απολύτως συνεπής με τους νόμους.

Οσο προκλητικό κι αν ακούγεται στα αυτιά των περισσότερων Ελλήνων, η υπόθεση που αφορά τη νομιμότητα της μεταφοράς των Γλυπτών αξίζει να μελετηθεί. Βασίζεται κυρίως σε έγγραφο που εκδόθηκε απ’ ό,τι φαίνεται από έναν Οθωμανό αξιωματούχο, τον καϊμακάμη, κατόπιν αιτήματος της βρετανικής πρεσβείας στην Υψηλή Πύλη, γύρω στις αρχές Ιουλίου 1801. Αυτό συνέβη σε ένα κορυφαίο σημείο των αγγλο-οθωμανικών σχέσεων, όταν οι δύο δυνάμεις είχαν δεσμευθεί να δράσουν από κοινού για την εκδίωξη των δυνάμεων του Ναπολέοντα από την Αίγυπτο. Δεν ήταν, υπό αυστηρή έννοια, ένα φιρμάνι – όρος που αναφέρεται σε διάταγμα που εξέδιδε ο ίδιος ο σουλτάνος. Ομως ο καϊμακάμης ήταν υψηλόβαθμο άτομο.

Τους όρους τούς είχε ουσιαστικά υπαγορεύσει ο βοηθός του Ελγιν, ένας οξυδερκής Αγγλικανός κληρικός, ο Φίλιπ Χαντ. Το έγγραφο επέτρεπε σε κάποιους Ιταλούς –κυρίως καλλιτέχνες– που δούλευαν για τον Ελγιν να επισκεφτούν την Ακρόπολη, που ήταν και οθωμανικό φρούριο, να φτιάξουν σχέδια και καλούπια των αρχαιοτήτων και διευκρίνιζε ότι «δεν έπρεπε να εμποδιστούν να πάρουν μερικά κομμάτια λίθων με παλιές επιγραφές, και φιγούρες αν το θελήσουν…». Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι, όταν εκδόθηκε αυτό το έγγραφο, ήταν σαφές ότι αναφερόταν στη συλλογή αντικειμένων από το έδαφος ή κάτω από αυτό. (Από την έκρηξη του 1687, όταν ένας βενετσιάνικος όλμος έβαλε φωτιά σε μια πυριτιδαποθήκη των Οθωμανών και ανατίναξε τη στέγη του Παρθενώνα, πολλά πολύτιμα συντρίμμια είχαν κολλήσει στην Ακρόπολη.)

Κατά τη διάρκεια του Ιουλίου του 1801, οι αγγλο-οθωμανικές σχέσεις έγιναν ακόμη πιο στενές, καθώς υπήρχαν οι φόβοι πως ο Ναπολέων θα μπορούσε να εισβάλει στην Ελλάδα. Ο Χαντ στάλθηκε πίσω στην Αθήνα – σε μια αποστολή να σφίξει τα λουριά στους Οθωμανούς διοικητές. Οπως καυχήθηκε αργότερα, αυτό ήταν η ευκαιρία να «διασταλεί» το νόημα της άδειας και να αφαιρεθούν τα Γλυπτά που ήταν ακόμη προσκολλημένα στους ναούς. Σύμφωνα με τα προσεκτικά λόγια του ιστορικού Γουίλιαμ Σεντ Κλερ, «οι πράκτορες του Λόρδου Ελγιν, μέσα από κολακείες, δωροδοκίες και απειλές έπεισαν και υποχρέωσαν τις οθωμανικές αρχές στην Αθήνα να υπερβούν τους όρους» του διατάγματος του καϊμακάμη. Οπως θα εξηγούσε μετέπειτα ο Ελγιν, ένα τέτοιο έγγραφο ούτως η άλλως δεν ήταν μιας χρήσης – ήταν μια βάση για διαπραγματεύσεις με τοπικούς αξιωματούχους και δεν απέκλειε την ανάγκη να διατηρηθεί μια σταθερή ροή δωροδοκιών, ώστε να διασφαλιστεί η ανεμπόδιστη απογύμνωση της Ακρόπολης.

Κατά έναν βολικό για τους Βρετανούς τρόπο, η θέση του φρούραρχου της Ακρόπολης άλλαξε χέρια στα μέσα του 1801, καθώς ένας ηλικιωμένος υπάλληλος με σταθερό εισόδημα από δωροδοκίες πέθανε και τη δουλειά ανέλαβε ο γιος του. Ο νέος διοικητής ένιωθε παγιδευμένος στη μέση μιας πολύ επικίνδυνης συναλλαγής και φοβόταν την τρομερή τιμωρία εάν τα υπολόγιζε λάθος. Οι Βρετανοί φρόντιζαν να παραμένει φοβισμένος. Τον Μάιο του 1802, ο φρούραρχος αγχώθηκε πολύ, φοβούμενος μπελάδες με τους Οθωμανούς αφέντες του, επειδή έδειξε κάπως υπερβολικό ζήλο ανταποκρινόμενος στο βρετανικό σχέδιο. Αλλά όπως ανέφερε αυτάρεσκα η Λαίδη Ελγιν, ένας από τους πράκτορες του Ελγιν τού είπε στο αυτί ότι δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Ή, για να το θέσω αλλιώς, «δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι παρά μόνον εμάς…».

Υποστηρίζοντας την (πολύ αμφίβολη) θέση για τη νομιμότητα των πράξεων του Ελγιν, οι Βρετανοί αξιωματούχοι κινδυνεύουν να επισύρουν μεγαλύτερη προσοχή στα θεμελιώδη ηθικά ζητήματα.

Ακόμη και τότε, η οθωμανική στάση απέναντι στη νομιμότητα του βρετανικού εγχειρήματος δεν ήταν ξεκάθαρη. Το φθινόπωρο του 1802, τόσο ο φρούραρχος όσο και ο βοεβόδας (κυβερνήτης) της Αθήνας ανησυχούσαν μήπως μπουν σε μπελάδες με την Πύλη, επειδή το υπάρχον έγγραφο δεν δικαιολογούσε τη μαζική απογύμνωση που βρισκόταν σε εξέλιξη. Οι Βρετανοί προμηθεύτηκαν δεόντως ένα νέο έγγραφο που νομιμοποίησε αναδρομικά τις ενέργειες των δύο αξιωματούχων.

Αλλά πάμε γρήγορα μπροστά, στο 1808, όταν το καλειδοσκόπιο έχει αλλάξει: οι Οθωμανοί είχαν ειρήνη με τη Γαλλία και βρίσκονταν αποσπασματικά σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Βρετανούς. Πολλά από τα Γλυπτά που συνέλεξε ο Ελγιν ήταν ακόμη στην Ελλάδα.

Ενας νέος Βρετανός απεσταλμένος στην Πύλη προσπάθησε να απελευθερώσει τη συλλογή των Γλυπτών, αλλά του είπαν με ωμό τρόπο ότι το εγχείρημα του Ελγιν ήταν στο σύνολό του παράνομο. Η ατμόσφαιρα αυτή άλλαξε μόνο μετά τον Ιανουάριο του 1809, με την υπογραφή νέας αγγλο-οθωμανικής συνθήκης, οπότε και εκδόθηκε νέο έγγραφο που επέτρεπε την επανέναρξη της εξαγωγής των γλυπτών.

Κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής έρευνας που αναφέρει το Βρετανικό Μουσείο, τέθηκε επίμονα το ερώτημα στον Ελγιν για το εάν είχε καταχραστεί τη θέση του ως πρεσβευτή προς επιδίωξη προσωπικών συναλλαγών. Απάντησε με ανόητο τρόπο ότι στη δραστηριότητά του ως συλλέκτη αρχαιοτήτων δεν διέφερε από κανέναν ιδιώτη αρχαιολόγο. Πολλοί βουλευτές, όμως, δεν πείστηκαν.

Ηταν προφανές ότι τα αντικείμενα, για τα οποία ο Ελγιν επρόκειτο να πληρωθεί 35.000 λίρες, είχαν αποκτηθεί με μελετημένη εκμετάλλευση των διπλωματικών προνομίων και της ευνοϊκής κατάστασης των αγγλο-οθωμανικών σχέσεων. Ο Ελγιν πήρε τα χρήματά του, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έγινε πιστευτός.

Είναι πράγματι αυτή η συμπεριφορά πάνω στην οποία οι Βρετανοί αξιωματούχοι θα έπρεπε να βασίζουν τη θέση τους; Υποστηρίζοντας την (πολύ αμφίβολη) θέση για τη νομιμότητα των πράξεων του Ελγιν, κινδυνεύουν να επισύρουν μεγαλύτερη προσοχή στα θεμελιώδη ηθικά ζητήματα.

* O κ. Μπρους Κλαρκ είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας του βιβλίου «Athens: City of wisdom».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή