Σήκω ψυχή μου… δώσε ρεύμα

Το χιόνι πέφτει από νωρίς και ένα πρωτοφανές φαινόμενο καλύπτει σαν πέπλο όλη την Ελλάδα, και την Αθήνα. Πυκνές νιφάδες χωρίς σταματημό και δυνατές βροντές, μια αίσθηση νεκρικής σιγής πλανάται στην ατμόσφαιρα

4' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το χιόνι πέφτει από νωρίς και ένα πρωτοφανές φαινόμενο καλύπτει σαν πέπλο όλη την Ελλάδα, και την Αθήνα. Πυκνές νιφάδες χωρίς σταματημό και δυνατές βροντές, μια αίσθηση νεκρικής σιγής πλανάται στην ατμόσφαιρα. Eνα τοπίο απόκοσμο, δύσβατο, αφιλόξενο. Το χιόνι, όσο όμορφο και να είναι σαν τοπίο, παγώνει τη ζωή. Σταματά την κυκλοφορία, την εργασία, δημιουργεί τρομερά προβλήματα στους κατοίκους της πόλης αλλά και της επαρχίας, προβλήματα στην υδροδότηση, στις μεταφορές, ο κίνδυνος καραδοκεί. Το χιόνι την περασμένη Δευτέρα δημιούργησε σε πολλές περιοχές προβλήματα στην ηλεκτροδότηση. Κόπηκε σε πολλά σπίτια για πολλές ώρες το ρεύμα. Και ξαφνικά σιωπή. Ο ανθρώπινος πολιτισμός χωρίς το ρεύμα καταρρέει. Το σπίτι ένα άδειο κουφάρι, οι υποχρεώσεις μένουν ξεκρέμαστες, οι συσκευές ορφανές, το Διαδίκτυο είναι και αυτό πεπερασμένο, οι άνθρωποι ξαφνικά νιώθουν άδειοι, κενοί. Μια μεγάλη τρύπα στα σωθικά τους ανοίγει, γιατί ο φόβος καίει τα καλύτερα σπαρτά. Και δεν είναι μικρή η δόση φόβου που πήραμε τα τελευταία χρόνια. Χωρίς να το συνειδητοποιούμε, το φαρμάκι που λέγεται φόβος στάζει σταγόνα σταγόνα στο λαρύγγι μας και εμείς προσπαθούμε να το καταπιούμε και να μη δηλητηριαστούμε ως άλλος Μυθριδάτης. Και τώρα ακόμα μία δοκιμασία. Σαν να ζούμε έναν εφιάλτη χωρίς τέλος, οι συνθήκες της πραγματικότητας ανεβαίνουν συνεχώς πίστες δυσκολίας, χωρίς κανείς να μας υπόσχεται ότι όλο αυτό θα έχει ημερομηνία λήξης. Και παρόλο που ο άνθρωπος πάντα έχει τη χάρη να ξεχνιέται με την πρώτη ηλιοφάνεια, το βάρος της ύπαρξης τα τελευταία χρόνια, σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, μετράει διπλά. Και αν ακόμα το χιόνι κάνει χαρούμενα τα παιδιά, οι μεγάλοι αισθάνονται πια ότι έχουν χάσει το παιδί μέσα τους με τη συνεχιζόμενη πανδημία, τις οικονομικές δυσκολίες, με το χιόνι που έρχεται να κάνει τις συνθήκες πιο δύσκολες. Και όταν πέφτει το ρεύμα, όταν παύει η εξωτερική ηλεκτροδότηση, τότε το μόνο που μένει είναι ο άνθρωπος. Η γεννήτρια γίνεται το πνεύμα, η ευφυΐα, ο ψυχισμός. Η ενέργεια που διαθέτουμε μέσα μας και στιγμές σαν και αυτή την επικαλούμαστε. Στρεφόμαστε σε εκείνη. Πώς ζεσταίνεται η ύπαρξη; Πώς μαλακώνουν τα μέλη; Πώς ο άνθρωπος γίνεται ορατός ξανά μέσα στα σκοτάδια; Ο άνθρωπος που δίνει καθημερινές μάχες υπέρβασης του μεγέθους του, πώς ξαναγίνεται άνθρωπος;

Από τη μια έχει την ευφυΐα. Μέσα σε ένα σκοτεινό αμάξι, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, στο αίσθημα της αποξένωσης, η ανθρώπινη ευφυΐα αναζητάει τη θέση της προκειμένου να βρει λύση σε κάτι που την υπερβαίνει. Να κρατήσει τους άλλους γύρω της και να κρατηθεί ζεστή. Aλλωστε, όπως γράφει η Τζούλια Κρίστεβα για τη γυναικεία ευφυΐα στο βιβλίο της «Χάννα Aρεντ» (εκδόσεις Κέδρος), «η ευφυΐα είναι μια θεραπευτική επινόηση που μας βοηθά να μην πεθάνουμε από ισότητα σε έναν κόσμο δίχως επέκεινα». Διότι από τη μια ο όρος «ευφυΐα» ταυτίζεται με παράδοξες περιπέτειες, μοναδικές εμπειρίες και απροσδόκητες υπερβάσεις, που επιμένουν να αναδύονται σε έναν κόσμο που δεν σταματά να τυποποιείται, αλλά πλέον σήμερα, από την αρχή του 21ου αιώνα, θα συμφωνούσε και η Κρίστεβα ότι ζούμε εποχές όπου η ανθρώπινη ευφυΐα καλείται να τραφεί από τη βάση της ανθρώπινης ουσίας. Αλλωστε και εκείνη υποστηρίζει ότι η ευφυΐα θεμελιώνει το νόημα της ζωής, ιδίως στην προσπάθεια που μέσα στο μαζικό βίωμα αναζητούμε την υποκειμενικότητά μας. Και όταν ο πολιτισμός διαρρηγνύεται, έστω και για λίγο επιστρέφουμε σε πιο πρωτόγονες καταστάσεις, εκεί αναζητείται η δυναμική της ανθρώπινης επιβίωσης.

«Ζούσε κάποτε ένας σοφός που είπε ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός άρχισε από τότε που ένας άνθρωπος φρόντισε την πληγή του άλλου».

Τι είναι αυτό που μας ζεσταίνει όταν όλα γύρω μας μοιάζουν παγωμένα; Πώς μπορεί εδώ ο άνθρωπος να ενεργοποιήσει μέσα του ρίζες, βότανα, ιστορίες, αγκαλιές, μικρά γιατρικά για τον φόβο και την απελπισία; Μικρά γιατρικά για την ανθρώπινη σχέση;

Εχουμε άραγε κάτι άλλο από τις λέξεις μας; Στην αναζήτηση της εσωτερικής θερμότητας, ο άνθρωπος θυμάται γύρω από τη φωτιά την καταγωγική του ρίζα. Ο πρώτος άνθρωπος που μας έδωσε τη φωτιά μάς πρόσφερε και τη δυνατότητα να «βλέπουμε» τις αναθυμιάσεις και τις σκιές σαν έναν ολόκληρο κόσμο. Μαζί με τον καπνό γεννήθηκαν οι ιστορίες. Οι ιστορίες της προέλευσής μας, παραμύθια που ξορκίζουν τον φόβο, για στοιχειά και ξωτικά που τα καταπίνει το τζάκι μόλις αυτό σβήσει, ιστορίες για αγάπες που χάθηκαν και για αγάπες που επιμένουν. Και μέσα από τις ιστορίες, αυτό που επιβιώνει με τον συγκινητικό τρόπο που το περιγράφει ο Θανάσης Χατζόπουλος στο παραμύθι του «Η γυναίκα με την πέτρινη γλώσσα» (στο βιβλίο περιλαμβάνεται και ο εξαιρετικά επίκαιρος «Κύριος Δαίμων», εκδόσεις Καλειδοσκόπιο) είναι τα λόγια, και μάλιστα τα καλά λόγια. Αυτό που ζεσταίνει την ύπαρξη και τη θεραπεύει είναι η δύναμη να βρεις μέσα στο απόλυτο σκοτάδι την καλοσύνη να δεις τη διαδρομή αυτού που σε κοιτάζει. Να δώσεις μέσα στον χιονιά ένα στασίδι ανάπαυσης μέσα από τον λόγο, να μπορέσει ο άνθρωπος να ξαποστάσει μέσα στη γλύκα της προσμονής και της αποδοχής. Αλλωστε, όπως γράφει ο Χατζόπουλος, «ζούσε κάποτε ένας σοφός που είπε ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός άρχισε από τότε που ένας άνθρωπος φρόντισε την πληγή του άλλου».

Σήμερα που ο ανθρώπινος πολιτισμός δείχνει τα όριά του, κανείς δεν εντυπωσιάζεται με τις κατακτήσεις. Η θερμότητα προκύπτει από τη δύναμη να παραμείνουμε ζωντανοί μέσα στο τραύμα μας. Διότι τελικά οι πληγές, οι δικές μας και των άλλων, είναι οι μόνες που έχουμε για να φροντίσουμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή