Έναν καθρέφτη για τη Θεσσαλονίκη

Έναν καθρέφτη για τη Θεσσαλονίκη

Συγγραφείς και δημοσιογράφοι που ζουν εκεί μιλούν για τις παθογένειες, τις ελπίδες, τον πολιτισμό που παράγεται σήμερα

4' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν έχει έρθει η επόμενη μέρα ακόμα στη Θεσσαλονίκη. Το σύννεφο σκόνης που σήκωσε το πεσμένο σώμα του Αλκη στου Χαριλάου, στις αρχές του μήνα, επιμένει να αιωρείται πάνω από την πόλη, ρίχνοντας τη βαριά σκιά του σε κάθε συνοικία, σε κάθε σπίτι, ακόμα και στα καφέ και τα μπαρ, την πλευρά της Θεσσαλονίκης που ποτέ δεν κοιμάται και τελεί σε μόνιμη ευθυμία. Ηταν βαρύ για τους μικρομεσαίους ώμους της πόλης. Οπως λέει στην «Κ» ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιάννης Κοτσιφός, «λόγω της μόνιμης ιδιορρυθμίας του μεγέθους της, όταν δολοφονείται ένας 19χρονος σε κεντρικό δρόμο της Θεσσαλονίκης, αισθάνεσαι ότι συμβαίνει μπροστά στο σπίτι σου – δεν υπάρχει άνθρωπος με παιδιά που δεν έπαιξε στο μυαλό του τη σκηνή με τον γιο ή την κόρη του στη θέση του Καμπανού».

Η Θεσσαλονίκη δεν έκλεισε τα μάτια αυτήν τη φορά. Κοίταξε το τραύμα και είδε το είδωλό της στην πληγή. Πολλοί θεωρούν τη δολοφονία του Αλκη το σημείο μηδέν για την πόλη. «Αυτή η νωχελική αντίδραση που είχαμε απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα βίας στο παρελθόν δεν ήταν χωρίς συνέπειες. Οτι το πολιτικό προσωπικό δεν επαναστάτησε και δεν επιχείρησε να ανατρέψει την κατάσταση έστω και με πολιτικό κόστος δεν ήταν χωρίς συνέπειες. Ηρθε ο λογαριασμός», λέει ο Κοτσιφός. «Η δολοφονία εξέθεσε το όριο στο οποίο εξαντλούνται οι συνέπειες της αδράνειας».

Η λέξη παρακμή, βαριά, έρχεται συνεχώς στις κουβέντες των Θεσσαλονικιών. «Είναι γενική η αίσθηση ότι σε διάφορα πεδία η πόλη παρακμάζει. Πέρα από την οικονομική ασφυξία που αποτυπώνεται στα κλειστά μαγαζιά, τις χαμηλές αμοιβές, τις επισφαλείς θέσεις εργασίας, την ασφυκτική κατάσταση στη μετακίνηση, είμαστε μια πόλη που βασίζεται μόνο στα λεωφορεία του ΟΑΣΘ, έντονη είναι και η έλλειψη ασφάλειας πλέον στο κέντρο. Είναι αδιανόητο να φοβάσαι να περάσεις από τη Ροτόντα, την Αριστοτέλους, την Αρχαία Αγορά, να κυκλοφορείς στο πανεπιστήμιο». Οπως λέει ο κ. Κοτσιφός, η φροντίδα είναι μόνο προσχηματική, «από πίσω σοβεί το μικροκίνητρο, η αδράνεια, η πελατειακή σχέση, η αίσθηση εγκατάλειψης και αντανακλαστικών που δεν ερεθίζονται με τίποτα».

Η πόλη δεν έκλεισε τα μάτια αυτήν τη φορά. Κοίταξε το τραύμα και είδε το είδωλό της στην πληγή. Πολλοί θεωρούν τη δολοφονία του Αλκη το σημείο μηδέν.

Με παρόμοια ματιά αντικρίζει την πόλη του και Τάσος Ρέτζιος, γενικός γραμματέας του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΜ-Θ, δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου. «Η πόλη έχει γίνει ακόμα πιο χαμηλοτάβανη. Περιορισμένων προσδοκιών. Αυτό που συνέβη είναι αυτό που συμβαίνει σε όλες τις πόλεις που τις πλήττει το παρελθόν που πάει να σβήσει. Τα πρότυπα σήμερα είναι ο εύκολος πλουτισμός, η νύχτα, οι επισκέπτες από τα Βαλκάνια που έρχονται να “βγάλουν γούστα”». Οπως λέει, όμως, όταν το μοντέλο ανάπτυξης είναι η βιομηχανία της διασκέδασης, η κυρίαρχη αξία είναι το «να περνάμε καλά», ο «παρτακισμός», η ευζωία, η ευημερία. «Μακριά από την παράδοση της πόλης που ήταν ο “εσωτερικός μονόλογος”, μακριά από την πνευματικότητα που είχε. Γι’ αυτό και ο πολιτισμός που γεννιέται σήμερα στη Θεσσαλονίκη έχει γίνει πιο βατός, λιγότερο εσωτερικός. Οποιος βάλει στην εξίσωση τις προσωπικότητες που κυριαρχούν στον δημόσιο βίο της πόλης αποθαρρύνεται περαιτέρω. Η Θεσσαλονίκη κολομβοποιείται, λουμπενοποιείται και θα βλέπουμε πιο συχνά τέτοια φαινόμενα. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα σπιράλ που δεν ξέρω πού θα μας βγάλει».

Υπάρχει όμως και μια άλλη Θεσσαλονίκη, που ήρθε η ώρα να κάνει αισθητή την παρουσία της, όπως λέει η Εύη Καρκίτη, δημοσιογράφος, συντονίστρια της «Thessaloniki Walking Tours». «Υπάρχει ένα σκοτεινό κομμάτι, που τακτικά βγαίνει προς τα έξω και δίνει τον τόνο, αλλά υπάρχουν και δυνάμεις στην πόλη που δεν έχουν σταματήσει να μοχθούν, να επιχειρούν να διαχειριστούν την ιστορία της αλλά και τα σύγχρονα αυτά φαινόμενα και να φαντάζονται ένα διαφορετικό μέλλον». Για την ίδια, η δολοφονία Αλκη πυροδότησε ένα κύμα αναστοχασμού. «Ειπώθηκαν και γράφτηκαν σκληρές και άβολες αλήθειες, που όμως αξίζει να συζητήσουμε. Πίσω από τη σκιά που έριξε η απώλεια του 19χρονου παιδιού διακρίνεις τις παθογένειες. Οσο παράξενο κι αν ακούγεται, η σκιά φωτίζει». Ο ποιητής Αγγελος Ευθυμιάδης είναι λιγότερο αισιόδοξος. «Θα μνημονεύουμε για λίγο καιρό ακόμα το παλικάρι, θα γίνει και ένας φιλικός αγώνας και τίποτα δεν θα αλλάξει. Το πρόβλημα είναι βαθύ, ριζωμένο. Ακόμα και σήμερα μεγαλώνουν παιδιά γαλουχημένα με αυτόν τον τρόπο από τους γονείς, τις παρέες, το σχολείο. Με αφήνει κι εμένα αμήχανο όλο αυτό, ρωτάω κι εγώ τον εαυτό μου. Θα ήθελα να απαντήσω ότι μπορούμε με συλλογικότητες, ομάδες, κινήματα να κάνουμε στον κόσμο γνωστό ότι δεν είναι αυτό η ζωή. Οτι μπορούμε να χαιρόμαστε και το ποδόσφαιρο και τον έρωτα».

Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιώργο Σκαμπαρδώνη, πάντως, είναι μάταιο να αναρωτιόμαστε ποια είναι η ταυτότητα της Θεσσαλονίκης. «Η Θεσσαλονίκη δεν νοείται από τους ντόπιους, πολύ περισσότερο από τους εκείθεν, παρά ως μια αφαίρεση. Μια νοητική κατασκευή συν διάφορες ιστορικές προκαταλήψεις που την περιγράφουν έτσι ή αλλιώς. Ωστόσο η πόλη δεν είναι κάτι ενιαίο και συνολικά συλλήψιμο. Η Θεσσαλονίκη πια όπως και η Αθήνα περισσότερο αποτελούν συνονθυλεύματα. Δεν υπάρχει η Αθήνα του ’60 ούτε η Θεσσαλονίκη του 1965, που τότε είχε 350.000 κατοίκους και τώρα έχει κοντά στο 1,5 εκατ. και έχει σχεδόν ενωθεί πολεοδομικά με τη Χαλκιδική. Δεν υπάρχει κάτι ενιαίο σε μια πόλη του 1,5 εκατ. με 150.000 ετερόχθονες φοιτητές που ανανεώνονται κάθε χρόνο – αν σκεφτείς πως η Βόννη έχει 300.000 κατοίκους». Οι γενικεύσεις δεν εξηγούν, συσκοτίζουν. «Το έρεβος είναι βαθύ, περίπλοκο και ρέον παντού. Και βέβαια όλα είναι εξ ορισμού δυσνόητα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή