«Χρυσό μου παιδί, ταινία είναι η ζωή μου. Αυτά που πέρασα μόνο στο πανί του σινεμά τα συναντά κανείς», έλεγε καλόκαρδα η Δόμνα Σαμίου το 2005 όταν με δέχτηκε στο φιλόξενο σπίτι της στη Νέα Σμύρνη, με αφορμή τη συναυλία που έδινε τότε στο Ηρώδειο, γιορτάζοντας με νταούλια, βιολιά, κλαρίνα και τσαμπούνες τα 50 χρόνια της στο δημοτικό τραγούδι.
Ούτε και η ίδια δεν πίστευε τη διαδρομή της. Ερευνήτρια, ερμηνεύτρια και δασκάλα του δημοτικού τραγουδιού, βάδιζε στα 78 πια όταν έγινε η συνέντευξη, και η μόνη έννοια της ήταν να προλάβει τα σχέδιά της. Φοβάστε κάτι, τη ρώτησα. «Μη χάσω τη φωνή μου. (…) Φοβάμαι, μη και δεν προλάβω να ηχογραφήσω ό,τι μπορώ, όσο υπάρχει ακόμη, τούτο δω: το λαρύγγι».
Καμάρωνε για την καταγωγή της. Μικρασιάτες πρόσφυγες ήταν οι γονείς, από το Μπαϊντίρι, έξω από τη Σμύρνη. Η μητέρα της ήρθε το 1922, ο πατέρας της με την ανταλλαγή πληθυσμών. «Ο πατέρας, ο Γιάγκος, κεντούσε κι έφτιαχνε τα γιλέκα στα μέρη μας. Πρώτη ήρθε η μάνα μας εδώ. Μέναμε σε ένα αντίσκηνο στην Καισαριανή. Οταν ήρθε ο πατέρας, εκείνη έβαλε γκαζοντενεκέδες και τάβλες για να μεγαλώσει το κρεβάτι τους. Ο Γιάγκος, λοιπόν, σκούπιζε την οδό Αιόλου για να ζήσουμε, και η μάνα για να τον βοηθήσει έπιασε δουλειά στα σπίτια. Μπουγάδες, ξέρεις…» Πρώτα γεννήθηκε η αδερφή της, μετά η Δόμνα. Τελειώνοντας το Δημοτικό, αναγκάστηκε να δουλέψει, αλλά άρχισε ο πόλεμος. Πάντα θυμόταν τη Λία Ζάννου που την πήρε σπίτι της για να μην πεθάνει από την πείνα. Η μικρή Δόμνα βοηθούσε στις δουλειές και διαρκώς έψελνε, ώσπου η Ζάννου προέτρεψε τον γαμπρό της, ζωγράφο Ανδρέα Βουρλούμη, να την πάει στον Σίμωνα Καρά που ήταν φίλος του.
Ηταν 13 ετών όταν τον γνώρισε. «Αντί να του πω έναν εκκλησιαστικό ύμνο, του τραγούδησα ένα τανγκό, κι αυτό με το ζόρι. Πού να ήξερα ότι ήταν ο μεγαλύτερος πολέμιος της φράγκικης μουσικής; Ετσι άρχισε η μαθητεία και παράλληλα το νυχτερινό Γυμνάσιο. «Βρήκα μια φωλιά να ψέλνω και δεν ήθελα τίποτε άλλο», έλεγε. Εγινε μέλος της χορωδίας του Σίμωνα Καρά και έτσι ξεκίνησε και η σχέση της με το Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας. Εκεί γνωρίζει σημαντικούς λαϊκούς μουσικούς που φτάνουν στην Αθήνα από κάθε γωνιά της χώρας, ηχογραφεί, ενώ από το 1963 αρχίζει να ταξιδεύει στην επαρχία για επιτόπιες καταγραφές, με δικά της μηχανήματα, συγκεντρώνοντας πολύτιμο υλικό για το αρχείο της. Υποστήριξε την αυθεντική πλευρά του δημοτικού και αντιτάχθηκε στην εμπορευματοποίησή του.
«Ημουν πολύ απορροφημένη με τη δουλειά μου. Ετρεχα σε όλη την Ελλάδα με το μαγνητόφωνο στην πλάτη». Μια γυναίκα δυναμική, μπροστά από την εποχή της. «Ποιος άντρας θα τα δεχόταν όλα αυτά;» έλεγε η ίδια. «Με βοήθησε ο Θεός να κάνω ό,τι πόθησα, με πολλές βέβαια δυσκολίες αλλά τα κατάφερα», απάντησε.
Ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής «Δόμνα Σαμίου» εξέδωσε ημερολόγιο για τα δέκα χρόνια από τον θάνατό της.
Τα σκέφτομαι όλα αυτά όσο ξεφυλλίζω το συγκινητικό ημερολόγιο που ετοίμασε ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου για τα δέκα χρόνια από τον θάνατό της (10/3). Ηταν γνήσια μαχήτρια της ζωής και της τέχνης της. Ερευνήτρια, ερμηνεύτρια, δασκάλα του παραδοσιακού τραγουδιού, συλλέκτρια, παραγωγός. Φωνή δυνατή, βλέμμα καθαρό, γέλιο γάργαρο. Με ένα μαγνητόφωνο Uher στην πλάτη γύρισε κάθε ραχούλα της Ελλάδας και, βέβαια, δίδαξε σε πολλούς νέους μουσικούς να αγαπήσουν την παράδοση. Ο Σωκράτης Σινόπουλος, πρόεδρος Δ.Σ. συλλόγου και, βέβαια, δεξιοτέχνης της πολίτικης λύρας, επισημαίνει ότι η Σαμίου είχε διαισθανθεί από νωρίς την ανάγκη των νέων μουσικών να επαναπροσεγγίσουν τις μουσικές παραδόσεις. Ηταν από τους λίγους που «προετοίμασαν το έδαφος και διαμόρφωσαν το μουσικό ρεύμα που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990, όπου τα παραδοσιακά όργανα και οι μουσικές άρχισαν να αποτελούν εκ νέου μέσο έκφρασης για τους νέους μουσικούς της χώρας».
Για τον Διονύση Σαββόπουλο, «τα δημοτικά απέκτησαν άγγελο», μόλις γνώρισε τη Δόμνα. Αυτός την έπεισε να τραγουδήσει όταν το 1971 παραιτήθηκε από τη Ραδιοφωνία. «Στο Ροντέο που πρωτοβγήκε, έγινε κάτι σαν παλίρροια. Μας έδωσε, με τη φωνή της, να καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στη μεγάλη παράδοση της τέχνης της και στο ευτελές φολκλόρ των συνταγματαρχών».
Το επιβεβαιώνει και η ιστορικός Μαριάννα Κορομηλά. «Χειμώνας του 1971. Μαύρη χούντα. Πιτσιρικάδες εμείς, σε έξαλλη κατάσταση. Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο Ροντέο. Μια ανάσα “ελευθερίας”. Αυτός είχε το θάρρος να μας συστήσει “μια σπουδαία γυναίκα του δημοτικού τραγουδιού”. Φρίξαμε. Αγριέψαμε. Για εμάς “τα τσάμικα” σήμαιναν χούντα. Τίποτε άλλο. Και βγήκε η μικροκαμωμένη Δόμνα και σκίστηκαν τα ουράνια. Η φωνή, η ειλικρίνεια και η οικειότητα, το ευγενές ιωνικό ύφος και το δωρικό στήσιμο, η σεμνότητα και η δυναμική της Δόμνας Σαμίου καθάριζαν τον θολωμένο ορίζοντα στο τρικυμισμένο μας μυαλό. Ετσι, τότε, εκείνο το βράδυ, σε εκείνη την υπόγα, άλλαξε η ζωή μας. Αυτή μας συνέδεσε με τον ελληνικό πολιτισμό στα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, αυτή φανέρωσε τη συνέχεια στην έκταση του χρόνου. Τη συνέχεια που αμφισβητούσε η γενιά μας, απορρίπτοντας τα επιβεβλημένα στερεότυπα και τις κακόηχες εθνικιστικές φανφάρες».
Ο αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος έμαθε πολλά δίπλα της. Οπως ότι «το λαϊκό και δημοφιλές μπορεί –και πρέπει– να είναι ποιοτικό», ενώ η σκιτσογράφος, παραγωγός και φίλη της Ελλη Σολομωνίδου τη θυμάται σε ένα φτωχόσπιτο όπου ζούσε με τη μητέρα της στη Νέα Σμύρνη, με κότες και μια κατσίκα στην αυλή. «Κουβαλούσε με τα πόδια ό,τι έβρισκε πεταμένο από τα παλιά σπίτια που τότε κατεδαφιζόντουσαν σωρηδόν. Πόμολα, παντζούρια, ακροκέραμα, κομμάτια μάρμαρο, είχαν για τη Δόμνα την ίδια αξία με ένα ξεχασμένο μοιρολόι που έπρεπε να διασώσει…»
Ο σύλλογος θα κυκλοφορήσει το Πάσχα την ηχογράφηση της συναυλίας με τα μικρασιάτικα τραγούδια που έδωσε η Σαμίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.