Στη συναρπαστική νουβέλα του Χέρμαν Μέλβιλ, «Μόμπι Ντικ», που έγινε ζηλευτό μουσικό και οπτικό υπερθέαμα για όλη την οικογένεια από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου και τον Γιάννη Κακλέα στο Christmas Theater, ο Θοδωρής Βουτσικάκης «υποδύεται» τη φωνή της λογικής. Τον υποπλοίαρχο Στάρμπακ.
«Αντιπροσωπεύει το καλό και ηθικό», μας λέει ο ερμηνευτής. «Είναι το αντίπαλον δέος του καπετάνιου Αχαάβ», ο οποίος έκανε σκοπό της ζωής του να εκδικηθεί τη γιγάντια λευκή φάλαινα Μόμπι Ντικ που σε προηγούμενο ταξίδι του έκοψε το πόδι. Ομως, η ιστορία είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Είναι το έπος της αμερικανικής λογοτεχνίας και ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Η αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις της Φύσης και στον Ανθρωπο.
«Οσο προχωράει το ταξίδι και ο ήρωας βλέπει την εμμονή του καπετάνιου να κυνηγήσει τη φάλαινα, ο Στάρμπακ προσπαθεί να πάρει το πλήρωμα με το μέρος του και να τους εξηγήσει ότι δεν μπήκαν στο καράβι για να κυνηγήσουν μια φάλαινα, αλλά για να μαζέψουν χρήματα και να επιστρέψουν στις οικογένειές τους. Είναι ένας χαρακτήρας πιστός στις αξίες, αλλά και στην ιεραρχία: αντιμάχεται τον καπετάνιο, αλλά παράλληλα τον σέβεται. Εχει έναν αξιακό κώδικα. Ακόμη και όταν φτάνει στα άκρα, σκέφτεται να τον δολοφονήσει για να γλιτώσει αυτός και το πλήρωμα, δεν το πράττει».
«Η επιμονή στο ήθος και στις αξίες είναι αγώνισμα απαιτητικό», επισημαίνει ο 34χρονος τραγουδιστής. Η συζήτηση στρέφεται στο σήμερα. «Ο αξιακός κώδικας βάλλεται γιατί έρχεται αντιμέτωπος με το κέρδος και τη βιασύνη προκειμένου να επιτευχθούν κάποια πράγματα. Συχνά για να τον πετύχεις, πρέπει να διαλέξεις έναν δύσβατο δρόμο». Ο ήρωάς του αντιπροσωπεύει τη φωνή της λογικής, όμως στη ζωή μας «ζούμε το παράλογο. Τελευταίο κραυγαλέο παράδειγμα είναι αυτό της Ουκρανίας. Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο. Δοκιμάζονται τα θεμέλια της κοινωνίας μας».
Δεν είναι μόνο η κτηνωδία του πολέμου, αλλά και η άνοδος του νεοφασισμού που τον ανησυχούν. «Από τα 19 μου, δευτεροετής τότε της Νομικής, άρχισα να ζω μέσα σε μια κρίση που ξεκίνησε ως οικονομική και εξελίχθηκε σε κρίση αξιών. Το παράδειγμα της Χρυσής Αυγής είναι το παράδειγμα μιας κοινωνίας που έχει βγει από τις ράγες της λογικής, της νομιμότητας, του ήθους, των αξιών. Ακολούθησε η υγειονομική κρίση και, πριν τελειώσει, βιώνουμε μια ανθρωπιστική. Τον πόλεμο. Ακούγοντας έναν κοινωνιολόγο συνειδητοποίησα ότι πρέπει να συνηθίσουμε ότι η κρίση θα είναι η νέα μας κανονικότητα. Είναι σοκαριστικό. Πρέπει να σκεφτούμε τι δεν πετύχαμε και οδηγηθήκαμε εκεί. Από τους άρχοντες, που κρατάνε τις θέσεις-κλειδιά σ’ όλο αυτό που γίνεται μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, δεν ακούω ανθρώπινες φωνές αλλά νούμερα. Ακούω για την ενέργεια, τις γεωγραφίες, τα σύνορα αλλά όχι κάτι για τον άνθρωπο».
Μετά τα μαθήματα της Νομικής, πήγαινα στο Ωδείο και σε πρόβες παραστάσεων. Είχα λαχτάρα για το όνειρό μου, αλλά ήμουν και τυχερός και δεν βιαζόμουν.
Και ο πολιτισμός; «Γίνεται μεγάλο θύμα σ’ αυτή την αλλοπρόσαλλη περίοδο. Προηγήθηκαν οι κρίσεις και τώρα ακολούθησαν οι απαγορεύσεις. Ομως, ο Σοστακόβιτς ή ο Τσαϊκόφσκι είναι παγκόσμια κληρονομιά».
Ο Θοδωρής Βουτσικάκης ξεχώρισε το 2014, μέσα στην οικονομική κρίση, στην πρώτη του δισκογραφική δουλειά με τον Δημήτρη Μαραμή, έπειτα στη συνεργασία του με τη Λίνα Νικολακοπούλου και τον Νικόλα Πιοβάνι και τις συμμετοχές του σε επτά άλμπουμ. Ενδιάμεσα είπε πολλά όχι. «Τα πρώτα ήταν ενστικτώδη, η γνώση ήρθε στην πορεία».
Από παιδάκι επτά χρόνων στη Θεσσαλονίκη που γεννήθηκε, έτρεχε στο πιάνο, σε χορωδίες, έπειτα έκανε μαθήματα θεωρητικών. Στο Λύκειο επαναστάτησε: «Αποστασιοποιήθηκα από οτιδήποτε καλλιτεχνικό. Αλλά ήταν αυτό ακριβώς που, έπειτα από τρίχρονη απουσία, με οδήγησε στη μουσική. Ηξερα ότι με αυτήν θέλω να ασχοληθώ». Αγάπησε και τη Νομική, ολοκληρώνοντας τις σπουδές του «παρότι γνώριζα ότι θα μείνει ένα βοηθητικό σημείο της ζωής μου που μου άνοιξε ορίζοντες. Με απασχολούσε πάντα η έννοια του δικαίου. Με ενδιέφερε –αν συνέχιζα– το διεθνές δίκαιο. Οι διεθνείς φορείς που εποπτεύουν την εφαρμογή του Δικαίου σε εμπόλεμες καταστάσεις, όπως αυτή που ζούμε».
Στην τελική επιλογή του, οι γονείς εξέφρασαν τους προβληματισμούς τους, αλλά δεν στάθηκαν εμπόδιο. Αλλωστε, φιλόμουσοι καθώς ήταν, αυτοί του άνοιξαν ορίζοντες. Από παιδί γνώρισε τη γοητεία του πικάπ, των βινυλίων και της ακρόασης. Η δισκοθήκη της οικογένειας είχε δίσκους των Βιβάλντι, Ντάλα, Ξαρχάκου, Λεοντή, Χατζιδάκι, Νικολακοπούλου-Κραουνάκη κ.ά. «Από την αδερφή μου, που αγαπούσε τη ραπ, ξέκλεψα κάποια ακούσματα κι από αυτόν τον χώρο».
Παιδική και εφηβική ζωή χάρηκε και με το παραπάνω, «απλώς δεν έζησα αυτό που λένε φοιτητική ζωή. Αποφασισμένος τι θα ακολουθήσω, μετά τα μαθήματα της Νομικής πήγαινα στο Ωδείο και σε πρόβες παραστάσεων. Είχα λαχτάρα για το όνειρό μου, αλλά ήμουν και τυχερός. Οταν εκπληρώθηκαν κάποιες προσδοκίες μου, έκανα στον εαυτό μου το δώρο να μη βιάζομαι». Σειρήνες υπήρξαν αλλά και εμπόδια. «Σκεφτείτε το: ένας νέος καλλιτέχνης ξεκινάει να συναντήσει την κορυφαία Ελληνίδα στιχουργό, τη Νικολακοπούλου, και μαζί έναν οσκαρικό συνθέτη, τον Πιοβάνι. Αρκετοί του χώρου προσπάθησαν να με αποθαρρύνουν: “Θα χάσεις πολύ χρόνο”, “θα απομονωθείς σε ένα είδος μουσικής που δεν είναι εμπορικό”, “πρέπει να είσαι με πιο νέους”. Πήρε τέσσερα χρόνια, αλλά όταν έγινε, η συγκίνηση ήταν τεράστια».
Οταν ολοκληρωθούν οι παραστάσεις του «Μόμπι Ντικ» (παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση), θα ξαναμπεί στο στούντιο με τη Λίνα Νικολακοπούλου για άλλους μουσικούς δρόμους. «Είναι η νέα συνεργασία της με τον Αρα Ντινκτζιάν, όπου θα έχω την τιμή να πω ένα τραγούδι τους».