Χρονικό λογοκρισίας και φόνων

Χρονικό λογοκρισίας και φόνων

Τα μέσα ενημέρωσης στη Ρωσία και το κυνήγι των ανεξάρτητων φωνών με νόμους, σφαίρες και «σπάνιες» ασθένειες

7' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο λόγος για τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να εμπιστεύεται τα επισήμως κρατικά ρωσικά ΜΜΕ έχει όνομα ή, μάλλον, έχει πολλά ονόματα ξεκινώντας από το 2000, όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν ανέλαβε την τύχη της Ρωσίας: Σεργκέι Ιβάνοφ (Sergei Ivanov), Γκεόργκι Γκαρίμπιαν (Georgy Garibyan), Ολεγκ Γκοριάνσκι (Oleg Goryansky), Σβετλάνα Μακαρένκο (Svetlana Makarenko), Κονσταντίν Πογκόντιν (Konstantin Pogodin), Νατάλια Σκριλ (Natalya Skryl), Βαλέρι Μπατούιεφ (Valery Batuyev), Ολεγκ Σεντίνκο (Oleg Sedinko), Μαρία Λισιτσκίνα (Maria Lisichkina), Γιελένα Ποπόβα (Yelena Popova), Βλαντιμίρ Σουκόμλιν (Vladimir Sukhomlin), Σεργκέι Βερμπίτσκι (Sergei Verbitsky), Ντμίτρι Σβετς (Dmitry Shvets), Γιούρι Σεκοτσίκιν (Yuri Shchekochikhin), Μαξίμ Μαξίμοφ (Maxim Maximov), Αννα Πολιτόφσκαγια (Anna Politkovskaya), Αναστασία Μπαμπουρόβα (Anastasia Baburova), Νατάλια Εστεμίροβα (Natalia Estemirova), Νικολάι Αντρούσιενκο (Nikolay Andrushchenko)… είναι μόνον μερικοί από τους 165 δημοσιογράφους και εκδότες ανεξάρτητων μέσων που έχουν δολοφονηθεί στη διάρκεια της προεδρικής εικοσαετίας Πούτιν και των οποίων οι δολοφονίες παρέμειναν ανεξιχνίαστες. Οι περισσότεροι από αυτούς πυροβολήθηκαν ή κυριολεκτικά εκτελέστηκαν με σφαίρες στο κεφάλι.

Ο Νικολάι Αντρούσιενκο, ιδρυτής της εφημερίδας «Τα Νέα της Πετρούπολης», πέθανε αφού είχε δεχτεί επίθεση αγνώστων μπροστά στο σπίτι του, οι οποίοι τον ξυλοκόπησαν ανελέητα. Ο Ντενίς Γιούσοφ, διευθυντής σύνταξης των «Νέων της Πετρούπολης», είχε δηλώσει το 2017 πως, παρά το γεγονός ότι οι δράστες της επίθεσης παραμένουν άγνωστοι, εντούτοις η επίθεση και η δολοφονία του Αντρούσιενκο σχετίζονται με τις έρευνες και τα ρεπορτάζ του σχετικά με τη διαφθορά στον δήμο και την περιοχή της Αγίας Πετρούπολης.

Οσο για τον Γιούρι Σεκοτσίκιν της εφημερίδας Novaya Gazeta, που μετράει έξι νεκρούς δημοσιογράφους μέχρι τώρα, αφού ολοκλήρωσε την έρευνά του για διαφθορά υψηλόβαθμων στελεχών της FSB, της Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας – διαδόχου της KGB, αρρώστησε ξαφνικά από «σπάνια» ασθένεια. Η οικογένεια και οι συνάδελφοι του δημοσιογράφου υποπτεύθηκαν ότι μπορεί να είχε δηλητηριαστεί, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις πολυάριθμες ανώνυμες απειλές που είχε δεχθεί σε σχέση με τις ανεξάρτητες έρευνές του όσο και τον τρόπο του θανάτου.

Οπως γράφει ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης στο jaj.gr, που από το 2015 ιχνηλατεί την κατάσταση στα ρωσικά ΜΜΕ: Μέσα σε δύο εβδομάδες, ένας υγιέστατος άνθρωπος, λίγο μετά τα πεντηκοστά του γενέθλια, μετατράπηκε σε γέροντα με εκφυλιστικά φαινόμενα σε όλο του τον οργανισμό. Σταδιακά έπαυαν να λειτουργούν τα όργανά του, κομμάτια ολόκληρα έπεφταν από το δέρμα του, έπεσαν τελείως τα μαλλιά του, ψηνόταν στον υψηλό πυρετό, αδυνατούσε να αναπνεύσει. Κανείς δεν μπόρεσε να πλησιάσει το φέρετρο με το πτώμα, ενώ τα σχετικά ιατρικά έγγραφα δεν χορηγήθηκαν ούτε καν στη μητέρα του εκλιπόντος με το πρόσχημα του ιατρικού απορρήτου. Ζήτησαν επανειλημμένως να κινηθεί ποινική διαδικασία για να διερευνηθούν οι πραγματικές συνθήκες του θανάτου, αλλά η Διαπεριφερειακή Εισαγγελία στη Μόσχα αρνήθηκε δύο φορές, μη βρίσκοντας τίποτα το ποινικά κολάσιμο στον θάνατο του δημοσιογράφου. Η υπόθεση έκλεισε καθώς δεν είχε σημειωθεί καμία πρόοδος στη διερεύνηση του εγκλήματος.

«Αυτή η απόφαση της Επιτροπής Ερευνών δεν μας εξέπληξε, καθώς έχει περάσει πάρα πολύς χρόνος από τον θάνατο του Γιούρι. Συνεχίζουμε να επιμένουμε ότι δηλητηριάστηκε, αλλά έχει χαθεί πάρα πολύς χρόνος για να βρουν οι ειδικοί τα ίχνη της ουσίας που πρέπει να τον σκότωσε», δήλωνε το 2008 στον ραδιοφωνικό σταθμό Ekho Moskvy ο τότε εκδότης της Novaya Gazeta. «Η ατιμωρησία γίνεται κανόνας της ζωής στη Ρωσία», είχαν δηλώσει οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα σχολιάζοντας το κλείσιμο της υπόθεσης Shchekochikhin.

Εάν αναζητήσει κάποιος στον ελληνικό ιστό αναφορές σε αυτά τα ονόματα –πριν από την εισβολή στην Ουκρανία– αλλά και στις σχετικές με την «ελευθερία» των ρωσικών ΜΜΕ, θα βρει από καμία έως απειροελάχιστες. Γεγονός που έρχεται σε εκκωφαντική αντίθεση με τις επίσημες από συλλογικά όργανα δημοσιογράφων της ΕΣΗΕΑ συμπεριλαμβανομένης, έντονες διαμαρτυρίες για την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποκλεισμού των RT και Sputnik. Διαμαρτυρίες υπό το πρίσμα της αναμφισβήτητης, φυσικά, αρχής που πρέπει να συνοδεύει τη λειτουργία των ΜΜΕ απανταχού της γης: την απουσία της λογοκρισίας. Αλλά τι νόημα έχει η υπεράσπιση αρχών όταν δεν συνδέεται με τα υποκείμενα –πρόσωπα και οργανώσεις– σε αυτές τις αρχές;

Η υπεράσπιση των θέσεων εργασίας –επιχείρημα που διατυπώθηκε επισήμως– στην καλύτερη περίπτωση δεν αποτελεί σοβαρό επιχείρημα. Στη χειρότερη συνιστά την πιο δουλοπρεπή, αναξιοπρεπή στάση συλλογικών οργάνων. Διότι όταν η ατομική αποφασιστικότητα υποχωρεί για ευνόητους και κατανοητούς λόγους, είναι τότε που η συλλογική έκφραση της παρότρυνσης προς την υποστήριξη αρχών γίνεται καθοριστικά σημαντική. Εξάλλου, με κάποια σκέψη και υπό το φως πληροφοριών μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει ότι το RT και το Sputnik δεν είναι καν δημοσιογραφικές οντότητες.

Εκατόν εξήντα πέντε δημοσιογράφοι και εκδότες ανεξάρτητων μέσων έχουν δολοφονηθεί στη διάρκεια της προεδρικής εικοσαετίας Πούτιν, δολοφονίες που παρέμειναν ανεξιχνίαστες.

Ας ρίξουμε μια ματιά στην –δυστυχώς– κορυφή του παγόβουνου. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ένας μεγάλος αριθμός δομών μέσων ενημέρωσης ανταγωνίζονταν στη ρωσική αγορά πληροφοριών. Μέχρι τις αρχές του 2020, μόνο τρεις εταιρείες παρήγαγαν σχεδόν το 90% του ενημερωτικού περιεχομένου της Ρωσίας.

Oι «ξένοι πράκτορες»

Την περίοδο 2018-2020 ψηφίστηκαν οι νόμοι που ρυθμίζουν τις δραστηριότητες των ΜΜΕ στη Ρωσία. Τον Νοέμβριο του 2019, η ρωσική Κρατική Δούμα ενέκρινε νόμο που αυστηροποιεί τους κανόνες για τα ξένα μέσα ενημέρωσης που εργάζονται στη Ρωσία, απαιτώντας να αναγνωρίζονται ως «ξένοι πράκτορες». Τα άτομα που διαδίδουν ύποπτες πληροφορίες ή συμμετέχουν στη δημιουργία τους θεωρούνται επίσης ξένοι πράκτορες βάσει του νέου νόμου. Ετσι, όλοι οι Ρώσοι δημοσιογράφοι που συνεργάζονται με δυτικά μέσα ενημέρωσης βρίσκονται υπό την παρακολούθηση των ρωσικών ειδικών υπηρεσιών. Ο νόμος στρέφεται επίσης κατά των δραστηριοτήτων των μπλόγκερ με μεγάλο ακροατήριο, εξισώνοντάς τους με τα μέσα ενημέρωσης.

Η χρηματοδότηση των ΜΜΕ αποτελεί βασική στρατηγική και πραγματοποιείται στο πλαίσιο του τμήματος προϋπολογισμού του κρατικού προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας».

Η SVR (η υπηρεσία πληροφοριών για το εξωτερικό) θεσπίζει εντολές για το κανάλι RTR-Planet που εκπέμπει στη ρωσική γλώσσα, καθώς και για τα RT και Sputnik, τα οποία εκπέμπουν για το ξένο κοινό σε περισσότερες από 30 γλώσσες. Επικεφαλής του RT, του πρακτορείου Rossiya Segodnya και του πρακτορείου Sputnik είναι η παρασημοφορημένη από τον πρόεδρο Πούτιν για τις υπηρεσίες της στο κράτος Margarita Simonyan, την οποία ο Αλεξέι Ναβάλνι (navalni.com) σε μία από τις σχετικές έρευνες που έχει πραγματοποιήσει, αποκαλεί τη «μεγαλύτερη τηλεοπτική ψεύτρα όλων των εποχών».

Περισσότερα από 90 δισεκατομμύρια ρούβλια (1 δισεκατομμύριο ευρώ) του ρωσικού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού του 2020, διατέθηκαν για τη στήριξη των ΜΜΕ – κατά 30% περισσότερα από το προηγούμενο έτος. Φαίνεται ότι τα μέσα ενημέρωσης έλαβαν 1,275 δισ. ευρώ από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό το 2021.

Το 2019, η πλατφόρμα ανεξάρτητων δημοσιογράφων Proekt δημοσίευσε έρευνα με τις ακόλουθες πληροφορίες: Στις εβδομαδιαίες συνεδριάσεις στην Προεδρική Διοίκηση υπό τον Αλεξέι Γκρομόφ (Alexei Gromov), ο οποίος το 2005 είχε δημιουργήσει το κανάλι RT, συγκεντρώνονται οι επικεφαλής όλων των μεγάλων τηλεοπτικών καναλιών. Ο Γκρομόφ μπορεί να δώσει άμεση εντολή για το πώς θα καλυφθεί ένα γεγονός και τι ακριβώς πρέπει να προβληθεί ή να ειπωθεί στα ρεπορτάζ. Μπορεί να ασκήσει βέτο σε μια είδηση. Εκτός από τα τηλεοπτικά κανάλια και τα πρακτορεία ειδήσεων, εποπτεύει τις μεγαλύτερες εφημερίδες.

Χρονικό λογοκρισίας και φόνων-1
Τηλεοπτικό στούντιο στον σταθμό Russia Today, πιο γνωστό ως RT. Φωτ. SHUTTERSTOCK

Τα «ιδιωτικά» ΜΜΕ, οι δύο μεγάλες εταιρείες και το κράτος

Στα «ιδιωτικά» ΜΜΕ συμπεριλαμβάνονται τα Channel One, VGTRK, NTV, TVC, REN TV και Channel Five. Το Channel One είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ενημερωτικού περιεχομένου στη Ρωσία. Το 38,9% των μετοχών του Channel One ανήκει στο κράτος, το 9,1% στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων ITAR-TASS. Ολα τα «ιδιωτικά» ΜΜE ανήκουν κυρίως σε δύο μεγάλες εταιρείες: την Gazprom-Media, θυγατρική της Gazprom Media Holdings (της οποίας το 100% των μετοχών ανήκει στην Gazprombank όπου το κράτος είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος), και τη National Media Group (NMG), η οποία δημιουργήθηκε το 2008 με τη συνένωση των περιουσιακών στοιχείων των μέσων ενημέρωσης της AB Russia, της Severstal (μεγαλύτερη εταιρεία χάλυβα στη Ρωσία), της Surgutneftegas (μία από τις μεγαλύτερες ρωσικές εταιρείες παραγωγής πρώτων υλών υδρογονανθράκων) και του ασφαλιστικού ομίλου Sogaz. 

Τον Δεκέμβριο του 2018, η NMG δημιούργησε κοινοπραξία με τη VTB. Ο κύριος μέτοχος της VTB είναι η ρωσική κυβέρνηση, η οποία, μέσω της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Διαχείρισης Κρατικής Περιουσίας, κατέχει το 60,9% του μετοχικού κεφαλαίου του ομίλου. Τον Ιούνιο του 2018, η NMG δημιούργησε κοινοπραξία με τη Rostelecom για την παραγωγή και διανομή ενημερωτικού περιεχομένου. Η Rostelecom είναι ανώνυμη εταιρεία και το κράτος, εκπροσωπούμενο από τον ομοσπονδιακό οργανισμό Rosimushchetvo, κατέχει το 45% των μετοχών. Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Rostelecom είναι ο Σεργκέι Ιβάνοφ (Sergey Ivanov), πρώην αναπληρωτής διευθυντής της FSB, πρώην υπουργός Aμυνας της Ρωσίας και πρώην επικεφαλής της προεδρικής διοίκησης. Σημειωτέον, τον Μάρτιο του 2020, το διοικητικό συμβούλιο της Gazprom Media διόρισε τον πρώην επικεφαλής της Roskomnadzor (του κρατικού φορέα ελέγχου για τον τομέα των μέσων ενημέρωσης) Αλεξάντρ Ζαρόφ (Alexandr Zharov) στη θέση του γενικού διευθυντή της εκμετάλλευσης μέσων ενημέρωσης.

Οσοι φοβούνται ότι το αποτέλεσμα του αποκλεισμού των RT και Sputnik θα φέρει την αποδυνάμωση της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης στη Ρωσία και οι πολίτες θα χάσουν το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες που μεταδίδουν δυτικά ΜΜΕ… ανησυχούν όψιμα. Πράγματι, ο πρόσφατος νόμος που υπέγραψε ο Βλαντιμίρ Πούτιν και προβλέπει βαριές ποινές για όποιο ΜΜΕ ή δημοσιογράφο ή απλό πολίτη δεν ευθυγραμμίζεται με την επίσημη αντίληψη περί ειδήσεων υποχρέωσε δυτικά μέσα να αναστείλουν τις δραστηριότητες των δημοσιογράφων τους στη Ρωσία. Υποχρέωσε επίσης ανεξάρτητα ρωσικά μέσα, όπως το διαδικτυακό τηλεοπτικό δίκτυο Dojd, να αναστείλουν τις δραστηριότητές τους. Μόνο που δεν είναι καινούργιος νόμος. Είναι μια μακρά πορεία σχεδιασμένη βήμα βήμα για να μετατρέψει τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους σε εγκληματίες και τις ειδήσεις σε παραπληροφόρηση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή