«Πληθωρικός και ως συγγραφέας και ως ζωγράφος. Ενας άνθρωπος που δούλευε ασταμάτητα και με ταχύτητα, ένα δαιμονισμένο ταλέντο». Ετσι περιγράφει στην «Κ» τον Φώτη Κόντογλου ο καθηγητής, συγγραφέας και πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης Σταύρος Ζουμπουλάκης. Η συζήτησή μας γίνεται με αφορμή την επικείμενη έκδοση του μυθιστορήματος «Ο κουρσάρος Πέδρο Καζάς». Είναι το πρώτο από τα πέντε βιβλία του Κόντογλου –τα άλλα είναι η συλλογή διηγημάτων «Βασάντα», «Ο θεός Κόνανος», «Ιστορίες και περιστατικά» και «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»– που θα ξαναμπούν στα βιβλιοπωλεία χάρη στις εκδόσεις Μεταίχμιο. Οι τέσσερις από τους πέντε αυτούς τίτλους συνοδεύονται από επίμετρο του κ. Ζουμπουλάκη, στο οποίο παρουσιάζεται η εκδοτική ιστορία του κάθε βιβλίου. Αυτή η εργασία οδήγησε τον ίδιο να ερευνήσει ξανά το έργο του Μικρασιάτη δημιουργού και να διαπιστώσει όχι μόνον τις συγγραφικές αρετές του, αλλά και τα τεράστια κενά που υπάρχουν γύρω από τη ζωή και τη δουλειά του. «Τον Κόντογλου συνοδεύει η φήμη χωρίς ουσιαστική γνώση του έργου του. Δεν διαθέτουμε καν τα κατάλληλα εργαλεία μελέτης, δηλαδή ένα αξιόπιστο χρονολόγιο της ζωής του, μια πλήρη εργογραφία και βιβλιογραφία», σχολιάζει ο κ. Ζουμπουλάκης.
«Αν μάλιστα σκεφτούμε ότι αυτή τη στιγμή στα βιβλιοπωλεία δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο του, καταλαβαίνουμε ότι επί χρόνια έγινε εις βάρος του μια μεγάλη αναγνωστική αδικία. Νομίζω ότι είναι πια η ώρα να μελετηθεί ως συγγραφέας, αφού παραμερίσουμε όλους τους χαρακτηρισμούς που τον περιόρισαν. Τον ονόμασαν “ο μεγάλος υπερασπιστής της πίστης”, “το λιοντάρι της παράδοσης”. Ας αφήσουμε αυτά στην άκρη και ας τον αντιμετωπίσουμε ως συγγραφέα ενταγμένο στη γενιά του και σε συσχετισμό με ό,τι συνέβαινε στην Ευρώπη την ίδια περίοδο. Τότε θα βρεθούμε μπροστά σε πολύ ενδιαφέρουσες εκπλήξεις».
Η βυζαντινή τέχνη
«Τον Κόντογλου συνοδεύει η φήμη χωρίς ουσιαστική γνώση του έργου του», σχολιάζει ο κ. Ζουμπουλάκης με αφορμή την επικείμενη έκδοση.
Ο Φώτης Κόντογλου γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1895, αλλά ακόμη και αυτή η χρονολογία δεν είναι απολύτως τεκμηριωμένη. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στη συνοικία Κυπριάδου, σ’ ένα σπίτι που διατηρείται μέχρι σήμερα. Αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, φιλοτέχνησε πολλές φορητές εικόνες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά. Κοντά του μαθήτευσαν ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Εγγονόπουλος. Παράλληλα υπήρξε προικισμένος συγγραφέας, πεζογράφος και ένθερμος σχολιαστής της εποχής του με άρθρα που δημοσίευσε σε εφημερίδες και περιοδικά. Για το σύνολο της προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα και στην τέχνη βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Πέθανε το 1965 στην Αθήνα.
Με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων από τον οριστικό ξεριζωμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, ήρθε λοιπόν η στιγμή να συστηθεί και πάλι στο αναγνωστικό κοινό. Ο ίδιος, εκτός των άλλων, είχε επίσης το μεράκι της τυπογραφίας: φρόντιζε προσωπικά την έκδοση των βιβλίων του και τα στόλιζε με σχέδιά του. Για να αναδειχθεί και αυτή η πλευρά του έργου του, τα τέσσερα πρώτα βιβλία θα εκδοθούν αναστατικά, όπως δηλαδή τα είχε εκδώσει ο ίδιος στην πρώτη έκδοσή τους, ενώ «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου» θα εκδοθεί σε νέα μονοτονική έκδοση.
«Ο κουρσάρος Πέδρο Καζάς» θα κυκλοφορήσει στις 14 Απριλίου. Εξιστορεί τις περιπέτειες ενός Πορτογάλου ταξιδευτή, μια υπαρξιακή αναζήτηση που τον οδηγεί σε ένα νησί του Ινδικού ωκεανού, όπου μαζί με τον αλλόκοτο σύντροφό του θέλουν να ζήσουν γαλήνια, μακριά από τον σύγχρονο αστικό πολιτισμό.
Στο εκδοτικό του σημείωμα ο κ. Ζουμπουλάκης αναφέρει: «Η πρώτη έκδοση του “Πέδρο Καζάς” περιβάλλεται από μυστήριο. Δεν σημειώνεται εκδοτικός οίκος ούτε έτος έκδοσης, παρά μόνο μια διεύθυνση στο Παρίσι (η οδός είναι υπαρκτή). Η έκδοση σπανίζει, τα σωζόμενα αντίτυπα ίσως να μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού». Και συνεχίζει λίγο πιο κάτω προσθέτοντας μερικά ακόμη ερωτήματα στο μυστήριο Κόντογλου. «Αν το πρόβλημα του χρόνου έκδοσης λύνεται εύκολα (σ.σ. μάλλον το 1920), δεν ισχύει το ίδιο και για τον τόπο της έκδοσης. Τυπώθηκε πράγματι στο Παρίσι το βιβλίο; Από πού τεκμαίρεται; Μήπως εκείνα τα Rue Davy και Paris του εξωφύλλου και το Périgueux (σ. 86) έρχονται να πλαισιώσουν τη μυθική γεωγραφία του κειμένου; Αν το βιβλίο δεν τυπώθηκε στο Παρίσι, τότε πού; Στο Αϊβαλί μήπως ή στη Μυτιλήνη;»