«Υπάρχουν πολλές διαφορετικές εξορίες», ακούγεται κάποια στιγμή να λέει η αφηγήτρια του ντοκιμαντέρ με τίτλο «Μια γυναίκα». Μιλάει η σκηνοθέτις Ζανίν Μέρπφελ για τη μητέρα της, Μαρί-Λουίζ Σατλέν, τη γυναίκα του τίτλου, που πρωταγωνιστεί σε μια ιστορία σύγχρονης μετανάστευσης. Με τον φακό της ακολουθεί τα ίχνη της Γαλλίδας Μαρί-Λουίζ στην Ευρώπη και στη συνέχεια στη Λατινική Αμερική. Οι διαδρομές της μητέρας –αυτής της γυναίκας που με πείσμα οδήγησε τη ζωή της μέσα από τις συμπληγάδες του 20ού αιώνα– μας μεταφέρουν από τη Βουργουνδία της παιδικής της ηλικίας και της ορφάνιας στην Αλσατία της νεότητας κι από εκεί στην Ολλανδία, όπου κατέφυγε με τον Γερμανοεβραίο σύζυγό της μετά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Χάρη στην εμμονή του πατέρα της Μέρπφελ με τις φωτογραφίες και τα οικογενειακά φιλμάκια μικρού μήκους, η σκηνοθέτις διαθέτει πρωτότυπο υλικό, που το αξιοποιεί θαυμάσια. Σε ένα από αυτά τα ταινιάκια, η Μαρί-Λουίζ, εγκυμονούσα, κοιτάζει τον φακό σχεδόν προκλητικά ευτυχισμένη, καθισμένη σε μια γυάλινη πολυθρόνα.
Αυτό το πολύ ξεχωριστό έπιπλο που η εύπορη οικογένεια μετέφερε στις μετακομίσεις της και ο τρόπος που εκείνη απλώνεται επάνω του ανέμελη, παρά τον πόλεμο που μαίνεται τριγύρω, μοιάζει να προοικονομεί τις εξελίξεις. Λίγες ημέρες αργότερα η οικογένεια μπαίνει σε ένα υπερωκεάνιο και έπειτα από ένα κοπιαστικό ταξίδι καταλήγει ασφαλής στην Αργεντινή. Ασφαλής;
Τι σημαίνει να μετακινείσαι από χώρα σε χώρα και από γλώσσα σε γλώσσα, αναρωτιέται η Μέρπφελ, που σε αυτό το κινηματογραφικό δοκίμιο αναζητεί την αλήθεια της μητέρας της πέρα και πίσω από τις δικές της αναμνήσεις. Τι ένιωθε η Μαρί-Λουίζ όταν έχασε τους γονείς της, όταν παντρεύτηκε ένα άντρα που όλες επιθυμούσαν, όταν έστησε μια αξιοζήλευτη οικογένεια και κατέληξε μόνη;
Στο τέλος, τα ακριβά γυάλινα έπιπλα χρειάστηκε να πουληθούν. Η ασφάλεια –υπάρχει ποτέ;– θρυμματίστηκε και η Μαρί-Λουίζ κληροδότησε στην κόρη της ελάχιστα – έναν πλαστικό ανεμιστήρα και λίγα ρούχα.