Ο πιανίστας που αρνιόταν το χειροκρότημα

Ο πιανίστας που αρνιόταν το χειροκρότημα

Η πρώτη εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα ενός σημαντικού λογοτέχνη

3' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΒΟΛΦ ΒΟΝΤΡΑΤΣΕΚ
Αυτοπροσωπογραφία με ρώσικο πιάνο
μτφρ. Ελίζα Παναγιωτάτου
εκδ. Αντίποδες, 2021, σελ. 215

«Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν πια μόνο στα μυθιστορήματα», σχολιάζει κάπου ο αφηγητής. «Είναι οι θλιμμένοι». Υπαρξιακά θλιμμένοι, όχι συγκυριακά. Οι άνθρωποι στους οποίους η θλίψη αποτελεί στοιχείο προσωπικότητας και ένδειξη ακόμα και αξιοπρέπειας. Ο αφηγητής είναι ένας Γερμανός συγγραφέας που ζει στη Βιέννη, όπως και ο Βολφ Βόντρατσεκ (γεν. 1943) που υπογράφει αυτό το σύντομο και ποιητικό μυθιστόρημα, «Αυτοπροσωπογραφία με ρώσικο πιάνο». Ο Βόντρατσεκ είναι σημαντικό πρόσωπο για τα σύγχρονα γερμανικά γράμματα (και για το ποιητικό του έργο) και τον διαβάζουμε για πρώτη φορά στα ελληνικά, με ένα βιβλίο που γνώρισε πολύ καλή υποδοχή και στον αγγλοσαξονικό κόσμο.

«Στη Βιέννη σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη Ρώσων, εκατομμυριούχοι και μουσικοί».

Ο αφηγητής, λοιπόν, συναντά τυχαία στο βιεννέζικο καφέ La Gondola τον «θλιμμένο» Σουβόριν, άλλοτε μεγάλο πιανίστα στα χρόνια της σοβιετικής Ρωσίας, μόνιμα εγκατεστημένο στην αυστριακή πρωτεύουσα. Ο «γερο-Ρώσος» θα του αφηγηθεί αποσπασματικά τη ζωή του, θα μεταφέρει τις εικόνες του, τις ιδέες, τις σκέψεις του, τη μακρινή εποχή του. Θα ακολουθήσουν επόμενες συναντήσεις, στο ίδιο μοτίβο. Για τον αφηγητή η παρουσία του Σουβόριν γίνεται σταδιακά απαραίτητη, χωρίς αυτόν είναι ένας φτωχός παρατηρητής χωρίς αντικείμενο, ένας συγγραφέας χωρίς θέμα, αλλά και ένας άνθρωπος χωρίς αφορμές για να εξασκήσει τη σκέψη του, αφού οι ιστορίες του Σουβόριν φαίνεται πως λειτουργούν ως αφετηρίες για αναστοχασμό.

Αναμνήσεις

Η ζωή του Σουβόριν στο αφηγηματικό παρόν αποτελείται από τυπικές πράξεις, απαγορεύσεις των γιατρών και, κυρίως, τις αναμνήσεις του: της αγαπημένης συντρόφου, της μητέρας, των φίλων, των ανεκπλήρωτων ονείρων, της καριέρας του, της Μόσχας. Σε μια από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές των συνειρμικών ταξιδιών του περιγράφει πώς η σταδιοδρομία του συγκρούστηκε με την άρνησή του να δέχεται το χειροκρότημα του κοινού. «Προτού σταματήσει καλά καλά να αντηχεί η τελευταία νότα, ακολουθούν αμέσως φωνές, θόρυβος, επευφημίες. Ούτε μια στιγμή σιωπής, ούτε μισό δευτερόλεπτο. (…) Τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί, που μετά από μια σονάτα του Σούμπερτ, την τελευταία του σε σι ύφεση μείζονα για παράδειγμα, που την ολοκλήρωσε δύο μήνες πριν τον θάνατό του, ξεσπάνε σε πανηγυρισμούς;»

Αυτή η «ιδιοτροπία» του Σουβόριν αποκτά και μια κωμική διάσταση, αφού ο Βόντρατσεκ χρησιμοποιεί αυτό το εύρημα για να παρωδήσει τις εμμονές του σοβιετικού καθεστώτος. Η ενόχληση του Σουβόριν για το χειροκρότημα γίνεται γνωστή στους ανθρώπους του Κόμματος, με συνέπεια να τον επισκεφθεί ένας κρατικός υπάλληλος και να του θυμίσει ότι η τέχνη ανήκει στον λαό και ότι εκείνος, ως μουσικός, οφείλει να υπηρετεί και να δείχνει αλληλεγγύη για «τους απλούς ανθρώπους, για τις εργαζόμενες μάζες».

«Η Βιέννη είναι γεμάτη Ρώσους, νέους και γέρους, ζωντανούς και πεθαμένους, πλούσιους και φτωχούς», γράφει κάπου ο Βόντρατσεκ. Αλλού σημειώνει: «Στη Βιέννη σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη Ρώσων, εκατομμυριούχοι και μουσικοί». Το μυαλό πηγαίνει σε εκείνο το παραλήρημα του Μπέρνχαρντ για τους Ρώσους πρόσφυγες στη Βιέννη στους «Παλιούς δασκάλους». Η βιεννέζικη αύρα του Μπέρνχαρντ καλύπτει την αφήγηση, μαζί με τη ρυθμική μελαγχολία των πεζογραφημάτων της Μπάχμαν. Συνοδεία βεβαίως ενός πλήθους ιστοριών για μεγάλους συνθέτες, η μουσική των οποίων μοιάζει να φέρνει ισορροπία στην ακατάστατη σκέψη του Σουβόριν.

Εξαιρώντας όμως τα πρόσωπα που ζωντανεύουν στις αναμνήσεις του, αυτός και ο αφηγητής είναι επί της ουσίας τα μοναδικά πρόσωπα της ιστορίας. Ο μεταξύ τους διάλογος συχνά αφομοιώνονται από τις αφηγήσεις, το πρώτο πρόσωπο χάνει την ιδιότητά του – ο καμβάς της αυτοπροσωπογραφίας γίνεται καθρέφτης. Το δίπολο σπάει μόνο για κάποιες σελίδες πριν από το τέλος, όταν εντελώς απρόσμενα εμφανίζεται ο τσελίστας Χάινριχ Σιφ, υπαρκτό πρόσωπο, ο οποίος εντάσσεται στη μυθοπλασία με την ιδιότητα ενός παλιού γνωστού του Σουβόριν. Οι σελίδες με τον Σιφ, οριακά αυτοτελείς, μοιάζουν να λειτουργούν με όρους μουσικής σύνθεσης, σαν μια αιφνίδια αλλαγή ρυθμού πριν από το κλείσιμο. Ο αναγνώστης στο τέλος ίσως ανατρέξει στην πρώτη σελίδα, εκεί που ρητά αναφέρεται ότι «η τέχνη δεν μπορεί να κάνει τίποτα και δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό» – η ζωή την ξεπερνάει. Ο χρόνος την ξεπερνάει. Οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους, οι συγκυρίες. Τι ρόλο παίζει η τέχνη στον τρόπο που θυμόμαστε; «Στο τέλος αντί για τις συναυλίες θυμάται κανείς τα δωμάτια των ξενοδοχείων».

Ο πιανίστας που αρνιόταν το χειροκρότημα-1
Ο Βολφ Βόντρατσεκ υπογράφει ένα σύντομο, περίτεχνο και ποιητικό μυθιστόρημα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή