Μια οικογένεια ζωντανών-νεκρών

Μια οικογένεια ζωντανών-νεκρών

Ο Δημήτρης Καραντζάς ανεβάζει το «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ευγένιου Ο’ Νιλ στο Θέατρο οδού Κεφαλληνίας

4' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

…έτσι πρέπει να ράβονται

οι σχέσεις κ’ οι εξαρτήσεις,

με αραιές χαλαρές βελονιές,

για να μπορούν να ξηλώνονται εύκολα.

«Σκόνη», Κiκή Δημουλά

Ο σκηνοθέτης εισχωρεί ως ερασιτέχνης – ψυχαναλυτής στο «τραύμα» των δραματικών υπάρξεων της τετραμελούς οικογένειας Ταϊρόν.

Οι σχέσεις και οι εξαρτήσεις των μελών της αμερικανικής, με ιρλανδικές ρίζες, οικογένειας του Τζέιμς και της Μαίρης Ταϊρόν υφαίνονται με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία από τον Δημήτρη Καραντζά και προβάλλονται στην έκθεση της σκηνοθετικής πινακοθήκης, αφιερωμένης στο ρεύμα του μοντερνισμού. Ο Καραντζάς, τρία χρόνια μετά τη σκηνοθεσία του «Γυάλινου κόσμου» του Τενεσί Ουίλιαμς (2018-2019), επέστρεψε στην ίδια θεατρική σκηνή της οδού Κεφαλληνίας και στην ίδια αυτοβιογραφικής υφής αμερικανική δραματουργία, για να ανιχνεύσει και ίσως να ολοκληρώσει τη σκηνοθετική του έρευνα, με τη γνωστή εξαντλητικά διεισδυτική και σχεδόν σημειολογική σκηνοθετική οπτική του. Επέστρεψε στο έδαφος της αστικής δραματουργίας, στο alter ego του Τ. Ουίλιαμς, για να εισχωρήσει ως ερασιτέχνης – ψυχαναλυτής στο «τραύμα» των δραματικών υπάρξεων της τετραμελούς οικογένειας Ταϊρόν. Σκηνοθετεί το «Ταξίδι της μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» (1941), το «ρέκβιεμ» του Ευγένιου Ο’ Νιλ, το κείμενο των «δακρύων και αίματος».

Νομίζω ότι αυτή η επιστροφή του στο οικείο έδαφος της αμερικανικής δραματουργίας τον ωθεί στο να ολοκληρώσει την ύφανση ενός εργόχειρου πάνω στον δραματουργικό καμβά του είδους του ψυχολογικού ρεαλισμού με πολλές εκτροπές σε ποιητικές και ονειρικές πινελιές αυτού του σκηνικού κάδρου. Εργάστηκε μεθοδικά και σχολαστικά πάνω στα ψυχικά τραύματα των Ταϊρόν κι ενώ στον «Γυάλινο κόσμο» ανέδειξε τη σύζευξη κωμικών και δραματικών στοιχείων, στο «Ταξίδι» αποτύπωσε το βαρύ και καταθλιπτικό τοπίο της νοσηρότητας των ανθρωπίνων σχέσεων. Αυτή τη φορά οι εγγυήσεις της οικογενειακής εστίας είναι προδοτικές: η τετραμελής οικογένεια του Τζέιμς Ταϊρόν είναι βασανισμένη και δυσλειτουργική.

Ο σκηνοθέτης ενώ αντιμετώπισε τα δραματικά πρόσωπα του Ο’ Νιλ με την ψυχραιμία ενός παρατηρητή, παρασύρθηκε και από το ρεύμα της συγκινησιακής δίνης στον ρεαλιστικό χρόνο μιας καλοκαιρινής ημέρας του Αυγούστου, από το ξημέρωμα έως τα μεσάνυχτα. Τα οδήγησε με υπομονή κι εξαντλητική διάθεση εμβάθυνσης στη δραματική ουσία του έργου, από το στοιχειωμένο παρελθόν στο κατεστραμμένο παρόν. Η Ελένη Μανωλοπούλου αποδόμησε τον ρεαλιστικό περίγυρο και σκηνογράφησε με ισχυρή δόση συμβολισμού ένα χωμάτινο σκηνικό, το οποίο ως χώρος δράσης είναι ο νατουραλιστικός χώρος ενός νεκροταφείου, όπου τα πρόσωπα ως νεκροθάφτες σκάβουν τους λάκκους του ίδιου τους του εαυτού. Οι μικρές λάμπες φωτός που επιμελήθηκε ο Αλέκος Αναστασίου σε συνδυασμό με την ομιχλώδη ατμόσφαιρα του σκηνικού επιτείνουν το αίσθημα της νεκρικής οπτικής ως κυρίαρχης αισθητικής γραμμής της παράστασης. Η ιδέα της χρησιμοποίησης του υλικού που δίνει την αίσθηση του γυάλινου κόσμου έχει αξιοποιηθεί και άλλες φορές και δεν θεωρείται πρωτότυπη, αλλά σε κάθε περίπτωση εξυπηρετεί την απόδοση ενός νοήματος που σημαίνει ότι όλα τα δραματικά μοτίβα κινούνται σε ένα ρευστό, αιωρούνται σε ένα ομιχλώδες κενό και όλα τελούν υπό αναστολή. Οι ηθοποιοί-μέλη της οικογένειας διαιρέθηκαν σωστά σε δύο αντιθετικά ζευγάρια: στους δύο γονείς και στους δύο γιους, και με διαδοχικές εσωτερικές αντιθέσεις ζευγαριών, ξεδιαλύνουν το δραματικό φορτίο των ενοχών, των φόβων, των ονείρων, των ματαιώσεων, της πικρής αίσθησης ότι η ζωή δεν βιώθηκε και πήγε χαμένη. Η Μπέτυ Αρβανίτη είναι μια ώριμη ηθοποιός και σαφώς αξιοποίησε τη σπουδή της στον ποιητικό ρεαλισμό του Ουίλιαμς («Βάιολετ» 2015, «Αμάντα» 2018). Στην περίπτωση του Ο’ Νιλ αφέθηκε ως τραγική μητέρα στα χέρια του σκηνοθέτη και συνέθεσε ψηφίδα με ψηφίδα ένα σπονδυλωτό ερμηνευτικό μωσαϊκό. Απέδωσε με όλες τις ερμηνευτικές δυνάμεις που διαθέτει την ανεπαρκή προσωπικότητα της Μαίρης Ταϊρόν, μιας ασταθούς κι εύθραυστης συναισθηματικά γυναίκας, μιας γυναίκας με πολλά εξαρτητικά στοιχεία που την κατέστησαν μορφινομανή.

Στο «μακρύ ταξίδι» των ζωντανών-νεκρών, των χαμένων ερώτων, των ανεκπλήρωτων ονείρων και προσδοκιών, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς στον ρόλο του αλκοολικού πατέρα Τζέιμς Ταϊρόν σηκώνει το φορτίο του ήρωα που είναι ανήμπορος να ανατρέψει το παρελθόν, θάβεται αργά και μεθοδικά στην οικογενειακή τάφρο χωρίς τα έντονα ίχνη της αμυντικής ή επιθετικής υποκριτικής δυναμικής.

Οι δύο γιοι, ο Τζέιμι και ο Εντμοντ, είναι αυτοί που βίωσαν τραυματικά την αποστέρηση της γονεϊκής φροντίδας, δεν είχαν ποτέ ένα αληθινό στήριγμα και είναι αυτοί που δυσκολεύονται να διαχειριστούν τις προσωπικές τους σχέσεις, αναπαράγοντας με τη σειρά τους τα μοτίβα εξάρτησης και κατάθλιψης. Ο Βασίλης Μαγουλιώτης στον ρόλο του μελαγχολικού κι ευαίσθητου Εντμοντ, χωρίς να υπερτονίσει τα εκφραστικά του μέσα, αποτέλεσε μια ισχυρή στιγμή του ερμηνευτικού κουαρτέτου του θεατρικού συνόλου. Ανταποκρίθηκε στην πρόκληση του Εντμοντ, ενός ρόλου στον οποίο ενσαρκώνεται ο ίδιος Ο’ Νιλ, ναύτης από τη Νέα Υόρκη στο Σαουθάμπτον και ηθοποιός, ασθενής σε σανατόριο και μελετητής του Στρίντμπεργκ, αλκοολικός που αναζητά την απελευθέρωση από την κατάθλιψη. Ο Αινείας Τσαμάτης εισχώρησε στο ψυχολογικό σύμπαν του μεγάλου αδερφού Τζέιμι κι εργάστηκε με συνέπεια και ερμηνευτική πειθαρχία. Ο μονόλογός του στη σκηνή της λύτρωσης από το παρελθόν, της πληρωμής των οφειλών του στην ενοχή, είναι ένα έξοχο γλίστρημα σε τεχνικές υποκριτικής που προϋποθέτουν την υψηλή άσκηση κι εσωτερική διεργασία. Η Ελίνα Ρίζου στον ρόλο της Κάθλιν δεν υπερέβη τα όρια του συμβατικού, αναγκαίου και τυπικά οριοθετημένου παιξίματος. Σε στιγμές δραματικής κορύφωσης είχα την αίσθηση πως βρισκόμουν σε άλλη χρονική στιγμή, στο παλαιό τυπογραφείο του «Εμπρός», στη σκηνή της Οδού Κυκλάδων ή στου «Αμόρε». Ισως γιατί στους χώρους αυτούς το θέατρο απέκτησε μια ιδιαίτερη ταυτότητα στην εγχώρια πολιτιστική ζωή και οι θεατές μυήθηκαν στην αισθητική του μοντερνισμού, που δεν πρόδωσε ποτέ τη δραματουργική υφή του πρωτοτύπου των έργων. Στην πραγματικότητα ένιωσα νοσταλγικά τη συγκίνηση της αναβίωσης των ποιοτικών πτυχών του θεατρικού φαινομένου, ενώ συμφώνησα σιωπηλά με την εξομολόγηση του σκηνοθέτη σε πρόσφατη συνέντευξή του: «Δεν ξέρω πώς αντιμετώπισαν τον εγκλεισμό οι περισσότεροι άνθρωποι, εγώ τον αντιμετώπισα σαν ταφόπλακα, σαν την κατσαρίδα πριν πεθάνει» (Magazine, 2/10/2021).

* Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας και Δραματολογίας ΑΠΘ. Διδάσκει Ιστορία Θεάτρου και Κινηματογράφου στο Τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.

⇒ Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή