Ενας θεματοφύλακας της ναυπηγικής

Ενας θεματοφύλακας της ναυπηγικής

Στο οικογενειακό εργαστήριο στη Σύρο, ο καπτά Μανώλης Ζώρζος σκαρώνει μικρογραφίες πελώριων καϊκιών άλλων εποχών

6' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ερμούπολη, δεκαετία ’60. Eνα έφηβο αγόρι ναυπηγεί μια ξύλινη βάρκα. Eχει την τύχη να μεγαλώνει δίπλα σε πατέρα μάστορα, μάστορα μεγάλο, μοναδικό, από αυτούς που δεν θα ξανάρθουν – τον Γιάννη Ζώρζο, τον επονομαζόμενο «Φουσκή». Το αγόρι, ο Μανώλης, ρίχνει τη βάρκα στο νερό και ανοίγει το πανί, ένα λατίνι, αυτό το τρίγωνο πανί που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Ερχεται μπουγάζι και ο μικρός βρίσκεται στη θάλασσα δίπλα στο αναποδογυρισμένο, ακυβέρνητο βαρκάκι. Οταν τον πλησιάζει ένα καΐκι να τον ρυμουλκήσει, αυτός πετάει το σκοινί και αρνείται τη βοήθεια. Εχει κάποτε ακούσει μια φήμη πως αν σε σώσουν από ναυάγιο, ο διασώστης αυτομάτως αποκτά δικαίωμα στο μισό σου σκάφος. Κολυμπάει μόνος του μέχρι το λιμάνι σέρνοντας τη βάρκα του, τη δεύτερη που είχε φτιάξει, παρόλο που ήταν μονάχα δεκάξι χρόνων. Μια βάρκα ίσως ατελή, κάπως σαν παιδική ζωγραφιά, αλλά αξιόπλοη και σκαρωμένη με οδηγό τις βασικές αρχές της «Τέχνης».

Mιας τέχνης με «Τ» κεφαλαίο όπως θα έλεγε αυτός ο πιτσιρικάς μισό αιώνα μετά, πλέον συνταξιούχος εμποροπλοίαρχος και βαθιά έμπειρος καπετάνιος που περνάει τις περισσότερες ώρες του μαστορεύοντας στο εργαστήριό του. Εκεί, ανάμεσα σε μια αποικία από συριανές γάτες που έχει μαζέψει από τον δρόμο και φροντίζει με μεγάλη αγάπη, στέκονται σιωπηλά τα υπό κλίμακα μοντέλα που φτιάχνει τα τελευταία χρόνια, μοντέλα όλων των ελληνικών σκαριών. Μερικά κρέμονται από το ταβάνι, λες και η οροφή του ψηλοτάβανου εργαστηρίου να είναι θάλασσα και αυτά πάνε να ανοίξουν πανιά μέσα της, ενώ άλλα στέκονται σκεπασμένα εδώ κι εκεί μέσα στον χώρο, με τις πλώρες τους να ξεπετάγονται από τα καλύμματα, λες και θέλουν να νιώσουν τον θαλασσινό αέρα που τρυπώνει από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα. Το εργαστήρι που στεκόμαστε, τόπος πολιτισμού και βωμός ναυτοσύνης, είναι μονάχα λίγα μέτρα από την ακτή, τη μαρίνα του «καρνάγιου» της Ερμούπολης και τον ταρσανά της οικογένειας Μαυρίκου, τον παλαιότερο εν ενεργεία στην Ελλάδα.

Ο καπτά Μανώλης, όπως τον λένε όλοι στη Σύρο, εκπροσωπεί εκτός από την παραδοσιακή μας ναυπηγική και την τιμημένη εμπορική μας ναυτιλία. Ο πατέρας του ήθελε ο γιος του να μπαρκάρει, και αυτός εξελίχθηκε σε έναν από τους αμέτρητους αφανείς ποντοπόρους ήρωες-πλοιάρχους του «ελληνικού ναυτιλιακού θαύματος». Κατά τη θητεία του στις θάλασσες, συχνά έδωσε λύσεις σε πρακτικά προβλήματα, σαν πολυμήχανος Οδυσσέας, όπως τότε που χρησιμοποίησε τις γνώσεις του από τον ταρσανά για να φτιάξει, με ξυλεία που βρήκε πάνω στο βαπόρι, έναν πάκτωνα. Αλλά ήταν και οι ανθρώπινες στιγμές στις οποίες αντεπεξήλθε με μεγαλείο, όπως κατά τη διάρκεια του ινδοπακιστανικού πολέμου, τότε που το βαπόρι του έμεινε στη ράδα για μήνες, με οριακές προμήθειες, και το πλήρωμά του πήγε να αλληλοσφαχτεί. Τότε ήταν που έσωσε τον ηλεκτρολόγο του, που μαχαιρώθηκε πάνω σε καβγά, κουβαλώντας τον μέσα σε μια απίστευτη περιπέτεια στην ενδοχώρα της Ινδίας, ψάχνοντας νοσοκομείο και γιατρούς για να τον κρατήσουν στη ζωή.

Ενας θεματοφύλακας της ναυπηγικής-1
H πλώρη ενός υπο κλίμακα μοντέλου καραβόσκαρου, στον επιβατικό σταθμό του λιμανιού της Ερμούπολης. Φωτ. Δημήτρης Καραϊσκος

Οι ιστορίες του από τα «καράβια» είναι αμέτρητες. Ενας ολόκληρος τόμος δεν θα τις χώραγε. Αλλά, ακόμα και ως καπετάνιος, δεν άφησε ποτέ την «Τέχνη». Στα διαλείμματα από τα μπάρκα του πήγαινε στο ιστορικό ναυπηγείο του Ψαρρού στο Πέραμα. Εκεί θυμάται με μεγάλο σεβασμό τον Γιώργο Ψαρρό, τον «μαστρο-Γιώργη», έναν από του θρυλικούς παλιούς μάστορες. Θυμάται με νοσταλγία τη δουλειά που πήγαινε κι έκανε εκεί, συχνά εθελοντικά, επειδή απλά αγαπούσε να την κάνει.

Σήμερα ο γιος του μαστρο-Γιώργη, ο Μανώλης Ψαρρός, συνεχίζει ακόμα την παράδοση στον ίδιο χώρο, ενώ ο Μανώλης Ζώρζος κάνει το ίδιο στο δικό του οικογενειακό ναυπηγείο, στη Σύρο. Στο «μαγαζί», όπως το αποκαλεί. Ενα ναυπηγείο που στέκεται εκεί μισό αιώνα και βάλε, όπου συνήθως βρίσκει κανείς τον μικρό του αδερφό, τον Νίκο, να συντηρεί σκαριά και να τους δίνει μια νέα ζωή. «Πολεμάω», λέει όταν αναφέρεται στη δουλειά του, και όταν τον πρωτογνωρίζεις σου μοιάζει απόμακρος, σκληρός – ένας σιωπηλός, δυνατός και μεγαλόσωμος χειρωνάκτης. Αντίθετα, ο μεγάλος του αδερφός είναι γλυκομίλητος, ένας άνθρωπος της επικοινωνίας. Και όμως, όταν δεις τον καπτά Μανώλη στη δουλειά, καταλαβαίνεις πως έχει τη χειρωνακτική δεινότητα του Νίκου, ενώ όταν γνωρίσεις καλύτερα τον Νίκο, καταλαβαίνεις πως έχει την προσήνεια του Μανώλη.

Οι δυο τους, ακόμα και αν τα σκαρώματα είναι πια σπάνια και τα ξύλινα σκαριά έχουν πια επιβιώσει σε μικρούς αριθμούς, κρατούν με πείσμα και μεράκι «το μαγαζί». Θα τους έπιανε θλίψη αν κάποτε το έκλειναν. Σε αυτό το ιστορικό ναυπηγείο αλληλοσυμπληρώνονται και βαστούν στα χέρια τους την άκρη ενός αρχαίου νήματος. Από τους νεωσοίκους και τις φρυκτωρίες του προχριστιανικού Αιγαίου έως τους ταρσανάδες και το φανάρι της αστικής Ερμούπολης, τα χρόνια μοιάζουν να κατρακυλούν σαν καΐκι πάνω στα βάζα, και να ξανοίγονται μέσα σε ένα προαιώνιο πνεύμα ναυτοσύνης που, στον τόπο αυτό, ακόμα επιβιώνει και αναπνέει.

Στο «μαγαζί», όπως αποκαλούν το ναυπηγείο τους, ο Μανώλης και ο Νίκος Ζώρζος συντηρούν σκαριά και τους δίνουν νέα ζωή.

«Φοβάμαι πως η αναπνοή αυτή πεθαίνει», λέει όμως με ένα αποφασισμένο κυνισμό ο καπτά Μανώλης. «Πόσοι μάστορες υπάρχουν πια στη χώρα;» τον ρωτώ. «Δεν ξέρω. Είκοσι; Το πολύ τριάντα;» απαντά. Ποιος, άραγε, θα κρατήσει ζωντανή την παράδοση όταν αυτοί φύγουν; «Θέλω να πιστεύω πως η Τέχνη κάπως θα επιζήσει», λέει, και τα μοντέλα που φτιάχνει, μικρογραφίες πελώριων καϊκιών άλλων εποχών, αποτελούν μια ελπίδα, μια κιβωτό για την επιβίωσή της. Πάνω τους έχουν διατηρηθεί όλες οι ναυπηγικές δομές με όλες τις κωδικές τους ονομασίες, αυτές που στον εξωτερικό παρατηρητή μοιάζουν εξωτική γλώσσα: ποδοστάματα, σκαρμοί, καρίνες και κόντρα-καρίνες, μπαμπάδες και πίντες, εργάτες και μπαστούνια, ξαρτόριζες, ξάρτια και αντένες, κούμιζες και σπιράγια… «Θα ήταν αδύνατο να συνεννοηθούν οι μάστορες για να κατασκευάσουν αυτά τα σκάφη, αν δεν έδιναν ένα όνομα σε κάθε κομμάτι», λέει ο καπτά Μανώλης.

Μια θάλασσα άγνωστων λέξεων για τον νεοφώτιστο στον κόσμο των σκαριών, ένα σύμπαν με δικούς του κανόνες, δική του πραγματικότητα και δικές του αξίες, όπου βασιλεύει, φυσικά, η θάλασσα, και η τρομακτική της δύναμη, ή, με ακόμα πιο απλά λόγια, οι κίνδυνοι που αυτή εγκυμονεί. Αραγε, μήπως γι’ αυτό η ναυτική μας παράδοση βάφει με τόσο ευχάριστα, χαρούμενα χρώματα τα πλεούμενά της, άραγε ίσως για αυτό να είναι τόσο ακαταμάχητα όμορφα, για να ξεχνιόμαστε από τον μεγάλο, τρομακτικό πρωταγωνιστή, τη θανατηφόρο τρίαινα του Ποσειδώνα;

«Τίποτα πάνω στα σκαριά αυτά δεν είναι περιττό – όλα έχουν προκύψει από μια ανάγκη», θα πει ο δάσκαλος, και με αυτόν τον πολύχρωμο στόλο από αντίγραφά τους που έχει σκαρώσει, ελπίζει να τα μάθουμε καλύτερα και να μην τα ξεχάσουμε. «Από τη μια πλευρά είναι πετσωμένο και από την άλλη το έχω αφήσει ανοιχτό, να βλέπουν τα παιδιά μέσα στο σκαρί, να μαθαίνουν», λέει.

Ενας θεματοφύλακας της ναυπηγικής-2
Μια από τις αγαπημένες γάτες του καπτα-Μανώλη, πάνω σε μοντέλο βαρκαλά, στο εργαστήριο του. Φωτ. Δημήτρης Καραϊσκος

Κωδικοποιημένος πολιτισμός

Τα μοντέλα του καπτά Μανώλη είναι σαν το μήνυμα που έστειλε η ανθρωπότητα στο Διάστημα με το διαστημόπλοιο Voyager 1: ένας ολόκληρος πολιτισμός κωδικοποιημένος. Τα έχει αρκετές φορές στο παρελθόν εκθέσει. Τα έχουν δει σχολεία, τουρίστες, μικροί και μεγάλοι. Τώρα, η επόμενη φιλοδοξία του, το μεγάλο όνειρό του, είναι να στεγαστούν σε ένα χώρο πιο επίσημο, πιο οργανωμένο – σε ένα μικρό ναυτικό μουσείο. Για την ώρα μπορεί κανείς να επισκεφτεί το δικό του, αυτοσχέδιο «μουσείο», σε εκείνο εκεί το εργαστήρι. Εκεί όπου εργαλεία, κομμάτια από ιστορικά σκάφη, σπάνιες φωτογραφίες, ναυπηγικά πλάνα και χνάρια, πολύτιμα μισομόντελα, βιβλία και ναυτικά αρχεία, αλλά κυρίως οι ιστορίες του καπτά Μανώλη, δίνουν γενναιόδωρους υπαινιγμούς για τη συναρπαστική ιστορία της θαλασσινής μας κουλτούρας.

Ο Μανώλης Ζώρζος είναι ένας από τους τελευταίους εκ των «σπουδαίων», ένας από τους στερνούς «τζέντλεμεν» της ναυτιλίας μας. Στο πρόσωπό του καθρεφτίζεται με σεμνό και περιεκτικό τρόπο η πανάρχαια ναυτική μας παράδοση, η Ερμούπολη της ναυτιλίας, η Ελλάδα της θάλασσας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή