Σκεφθείτε να μπορούσατε να στριμώξετε σε μια ντουλάπα τις αναμνήσεις από τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή σας: εκείνους που αφήσατε να φύγουν, αυτούς που σας πρόδωσαν, εκείνους στους οποίους τείνατε το χέρι, άλλους που ταπεινώσατε με το βλέμμα σας. Και αν άνοιγαν απότομα τα φύλλα αυτής της ντουλάπας και όλα αυτά τα «φαντάσματα» ξεχύνονταν στο δωμάτιο, ζητώντας χώρο να υπάρξουν;
Αυτή την εικόνα έφερνα συχνά στον νου μου από την παράσταση «Diptych» που είχαν παρουσιάσει οι Peeping Tom στο Κάστρο Χορού της Καλαμάτας, στα τέλη Αυγούστου του 2020. Το Φεστιβάλ Χορού είχε αποφασίσει να μην ακυρώσει τη διοργάνωση λόγω των περιοριστικών μέτρων κατά του κορωνοϊού και η βελγική ομάδα είχε ανταποκριθεί με χαρά στο κάλεσμα. Αν κάποιος ανέτρεχε σε κριτικές διεθνών μέσων για τη «γλώσσα» των δύο χορογράφων και ιδρυτών του σχήματος, Gabriela Carrizo και Franck Chartier, θα διαπίστωνε ότι λέξεις όπως «άβολη», «ενοχλητική», «σκοτεινή» επανέρχονταν σε κάθε αναφορά για τις παραστάσεις τους. Και αν έβλεπε τους οκτώ χορευτές τους πάνω στη σκηνή θα ένιωθε άπρεπα, σαν να κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα τη ζωή κάποιου άλλου.
«Αυτό το άβολο συναίσθημα πρέπει να κατακλύζει και τους χορευτές», μου είχε εξηγήσει τότε ο Κύπριος Πάνος Μαλακτός, που συμμετέχει στο cast της συγκεκριμένης παραγωγής. Τον είχα γνωρίσει την επόμενη μέρα της παράστασης, όμως η συνέντευξη που κάναμε δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Τα θέατρα στην Ευρώπη έκλεισαν και πάλι το φθινόπωρο λόγω COVID και έτσι δεν είχε κανένα νόημα να μιλάει κανείς για μια ομάδα και μια παράσταση που μετέφερε –λόγω των συνθηκών– συνεχώς τις ημερομηνίες της περιοδείας της. Οι Peeping Tom, όμως, είναι και πάλι εδώ, ανοίγοντας την 28η διοργάνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας και αυτή τη φορά παρουσιάζουν ολοκληρωμένη την τριλογία «Triptych» (Τhe Missing Door, The Lost Room and The Hidden Floor). «Χαίρομαι που θα δείτε το έργο ολοκληρωμένο. Το τρίτο μέρος, παρότι πιο σουρεαλιστικό, σας ηρεμεί, υπάρχει το στοιχείο του νερού που λειτουργεί λυτρωτικά γι’ αυτή τη δυσφορία που σας έχουμε προκαλέσει», υποστηρίζει γελώντας ο 28χρονος Πάνος. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα πλοίο και όσα βλέπουμε επί σκηνής είναι όσα «τρέχουν» μέσα στο μυαλό της πρωταγωνίστριας: αναμνήσεις, προσδοκίες, παραισθήσεις.
«Η παράσταση είναι ανοικτή σε ερμηνείες και αυτή ήταν εξαρχής η πρόθεση των δύο χορογράφων. Και στις πρόβες δεν υπεραναλύουν τα πράγματα, δεν μας “κατευθύνουν”, τους ενδιαφέρουν κυρίως η ατμόσφαιρα και το συναίσθημα, και αυτό είναι που λείπει, κυρίως, από τον σύγχρονο χορό». Μου εκμυστηρεύεται πως ακόμα και οι χορευτές της ομάδας έχουν διάφορες θεωρίες σχετικά με τις σκηνές της κάθε χορογραφίας «και είναι ενδιαφέρον και ταυτόχρονα ξεκαρδιστικό να ακούς πού πάει το μυαλό του καθενός».
Επισημαίνει ότι αυτό που τον κινητοποιεί σε σχέση με τη συγκεκριμένη ομάδα είναι η φιλοσοφία τους. «Ισορροπούν ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, χωρίς να καταπιέζονται να χαράξουν σαφή όρια ανάμεσα στα δύο, και το πιο σημαντικό: παντρεύουν την υπερβολή στην κίνηση, φθάνοντας πολλές φορές στα όρια του σώματος, με έναν θεατρικό κώδικα. Φέρνουν δύο κόσμους μαζί, φυσικά και αβίαστα». Τον περασμένο μήνα έκλεισε δύο χρόνια με τους Peeping Tom. Θυμάται, ωστόσο, πως υποδέχθηκε πολύ μετρημένα την είδηση της συμμετοχής του στην ομάδα. «Ολοι οι άλλοι χορευτές ήταν ενθουσιασμένοι, είναι σπουδαίο team. Εγώ βάζω φρένο στη χαρά μου».
«Αυτή η ψυχοφθόρος διαδικασία της συνεχούς έκθεσης και αξιολόγησης είναι η αποσκευή σου στη σκηνή», λέει ο Κύπριος καλλιτέχνης.
Ξεκίνησε χορό αργά, στα 16 του. Μέχρι τότε έκανε πρωταθλητισμό στον στίβο, στο αγώνισμα των 100 μέτρων. «Κανείς δεν πίστευε πως θα τα καταφέρω», λέει. Ξεκίνησε μπαλέτο με τον Λάμπρο Λάμπρου στο Δημοτικό Κέντρο Χορού του Δήμου Λεμεσού και στη συνέχεια έφυγε για το Λονδίνο για να σπουδάσει μουσικό θέατρο. Μια παράσταση με την υπογραφή του Οχαντ Ναχαρίν, του χορογράφου των Μπατσέβα, τον έκανε να στραφεί ολοκληρωτικά στον χορό. «Θυμάμαι πως έρχονταν φίλοι μου στο Λονδίνο και με ρωτούσαν πού να πάνε, τι να δουν. Δεν είχα ιδέα, τέσσερα χρόνια ήμουν κλεισμένος σε αίθουσες χορού, χόρευα ασταμάτητα». Για να πιάσει την πρώτη του δουλειά χρειάστηκε να περάσει 25 οντισιόν. «Δεν θα άλλαζα κάτι αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, ίσως, μόνο, να ξεκινούσα νωρίτερα. Ομως αυτή η ψυχοφθόρος διαδικασία της συνεχούς έκθεσης και αξιολόγησης είναι η αποσκευή σου πάνω στη σκηνή, είναι αυτή που “χτίζει” τον χαρακτήρα σου».
Παρότι αισθάνεται ευγνώμων για το «Triptych», ομολογεί πως κάποιες φορές ασφυκτιά. «Είναι σαν να τρως το ίδιο ακριβώς πρωινό κάθε μέρα για δύο χρόνια. Ωστόσο, αυτή η ομάδα είναι υγιής, οι άνθρωποί της είναι ανοιχτόμυαλοι, καταλαβαίνουν πως οι καλλιτέχνες πρέπει να αναζητούν διαρκώς νέα ερεθίσματα, να μαθαίνουν. Ετσι τώρα έχουμε βρει μια λύση, κάνω και δικά μου πράγματα», λέει, όπως το solo του, Sadboi, με το οποίο έχει περιοδεύσει σε φεστιβάλ και θέατρα της Ευρώπης.
Ρωτώντας τον για άλλους χορογράφους αναφέρει πως θαυμάζει τη δουλειά του Ευριπίδη Λασκαρίδη και του Δημήτρη Παπαϊωάννου. «Θα ήθελα να δω πώς γεννιούνται οι ιδέες τους στο μυαλό τους και πώς τις εκτελούν». Οταν τον ρωτώ γιατί χορεύει, μου εξηγεί πως τον πλημμυρίζει ένα καθησυχαστικό συναίσθημα. «Δεν ξέρω αν οφείλεται στο περιβάλλον, στους χορογράφους ή στην αποδοχή του κοινού. Νιώθω πως κάνω κάτι που είναι φυσικό για μένα».
16/7 «Triptych», Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας.