Ταξίδι #2

Οι νύχτες εδώ είχαν πάντοτε κάτι το εξαϋλωμένο. Η γαλήνη που προσδίδει στα πάντα μια διάφανη στερεότητα. Το βουητό του επίμονου κουνουπιού. Η μισοσβησμένη φωτιά πάνω στα βότσαλα, παρέα παιδιών που ψήνουν καλαμπόκια

2' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι νύχτες εδώ είχαν πάντοτε κάτι το εξαϋλωμένο. Η γαλήνη που προσδίδει στα πάντα μια διάφανη στερεότητα. Το βουητό του επίμονου κουνουπιού. Η μισοσβησμένη φωτιά πάνω στα βότσαλα, παρέα παιδιών που ψήνουν καλαμπόκια.

Θυμόταν καλά πώς γίνεται: μόλις ψηθεί, το βουτάς για μερικά δευτερόλεπτα στη νυχτερινή θάλασσα για να μη ζεματάει και, κυρίως, για να αρπάξει κάτι απ’ την αλμύρα της.

Οι παρέες διαλύθηκαν λίγο προτού ξημερώσει. Τα βότσαλα που πετούσε στο νερό ήξερε πως θα έμεναν στην άμμο του βυθού για πάντα, ακόμη κι αφού η ίδια θα είχε κλείσει τα μάτια της.

Καθώς ξαπλώνει ανάσκελα, κοιτάζει τον ουρανό δοκιμάζοντας την ψευδαίσθηση της αιώρησης, η οποία πολύ πολύ γρήγορα προσθέτει μιαν ακόμα έντονη ψευδαίσθηση: αυτή του διεσταλμένου χρόνου. Eτσι όπως τα κουρασμένα της μάτια σαρώνουν τα ρευστά, γαλακτώδη νήματα της σπείρας του γαλαξία, ο χρόνος αρχίζει σιγά σιγά να υποφέρεται: παύει να είναι απλώς πέρασμα. Αυτά τα αδιατάρακτα τοπία εκεί ψηλά, που γίνονται τόποι εσωτερικής πύκνωσης.

Νωρίτερα, λίγο προτού κατέβει στη θάλασσα, ζαλισμένη από απανωτά ποτήρια με απόσταγμα, λυπημένη και απέραντα ερεθισμένη, αντάμωσε στον ασβεστωμένο, τραχύ τοίχο του σπιτιού ένα διάφανο σαμιαμίδι. Αναρωτήθηκε αν είναι το ίδιο που είχε συναντήσει μια νύχτα εδώ όταν ήταν μικρή. Και αν το σαμιαμίδι μπορούσε να αναρωτηθεί αν η γυναίκα που έβλεπε απόψε ήταν το κορίτσι που είχε δει κάποτε.

Αυτά τα αδιατάρακτα τοπία εκεί ψηλά, που γίνονται τόποι εσωτερικής πύκνωσης. 

Είχε ταξιδέψει μ’ εκείνον ώς εδώ. Της είχε πει τότε ότι του θύμιζε την πρωταγωνίστρια στον «Εραστή της κομμώτριας». Εκείνη γέλασε.

Την επόμενη χρονιά, βρήκε ένα ίχνος του στο σπίτι. Κάτι είχε ξεχάσει, ίσως και σκόπιμα. Μια μπλούζα. Δοκίμασε να δει αν κρατούσε ακόμη το άρωμά του. Το έφερε στο πρόσωπό της· είχε τη μυρωδιά της χειμωνιάτικης μούχλας.

Eκτοτε υπάρχει μια ανάσα που την ξυπνάει τις νύχτες. Σαν φωτορυθμικό νυχτερινού κέντρου αναβοσβήνει εκνευριστικά, αυξάνοντας τους παλμούς της καρδιάς μέσα στο φλεγόμενο στέρνο.

Μια ανάσα: στεναγμός ευχαρίστησης ή ρόγχος ετοιμοθανάτου. Ξέρει από πού προέρχεται: από κάπου μακριά.

Μπορεί να κλάψει ή έστω να δακρύσει. Ή μπορεί να γουρλώσει τα μάτια κοιτώντας από την ακτή όπως τότε που στο σημείο όπου η θάλασσα γίνεται από πράσινη μπλε, σχεδόν μαύρη, ένας ξιφίας πετάχτηκε μέσα από το νερό, έκανε έναν επιδέξιο ελιγμό πάνω στον άξονά του, για πολύ λίγο έμοιασε να ακινητοποιείται στον αέρα, ώσπου η βαρύτητα τον τράβηξε αμέσως πάλι κάτω.

Eσκασε με πάταγο στο νερό και χάθηκε. Η όλη σκηνή δεν πρέπει να κράτησε πάνω από λίγα, ελάχιστα δευτερόλεπτα. Oλη της η ζωή μέσα σε αυτό το δευτερόλεπτο που άνοιξε το νερό όπως ανοίγει η ημέρα τη νύχτα κάθε πρωί.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή