Κοραής και Νικηταράς εισηγούνται μουσική για το έθνος

Κοραής και Νικηταράς εισηγούνται μουσική για το έθνος

«Οσο κι αν ο σύγχρονος Ελληνας δυσπιστεί, οι γραπτές μαρτυρίες της εποχής (σ.σ. των αρχών του 18ου αιώνα) πιστοποιούν πως οι πρόγονοί μας (τουλάχιστον στην πλειονότητά τους) όχι μόνο δεν θεωρούσαν ότι η όπερα ήταν ένα ξένο είδος προς τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά αντιθέτως τη θεωρούσαν κατεξοχήν ελληνικό...»

2' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Οσο κι αν ο σύγχρονος Ελληνας δυσπιστεί, οι γραπτές μαρτυρίες της εποχής (σ.σ. των αρχών του 18ου αιώνα) πιστοποιούν πως οι πρόγονοί μας (τουλάχιστον στην πλειονότητά τους) όχι μόνο δεν θεωρούσαν ότι η όπερα ήταν ένα ξένο είδος προς τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά αντιθέτως τη θεωρούσαν κατεξοχήν ελληνικό, λόγω της απώτατης αρχαιοελληνικής καταγωγής της. Μάλιστα, κατά τα μετεπαναστατικά χρόνια η διπλή ιθαγένεια της όπερας (αρχαιοελληνική και ευρωπαϊκή) αντιπροσώπευε αυτό ακριβώς που ήθελαν να είναι οι νέοι Ελληνες: και Ελληνες (ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων) και Ευρωπαίοι (ως πολίτες ενός ελεύθερου ευρωπαϊκού κράτους).

Με αυτήν τη διαπίστωση ξεκινά η Στέλλα Κουρμπανά το δοκίμιό της «Η “δεξίωση” της όπερας από τον νεοελληνικό διαφωτισμό», που περιλαμβάνεται στον πρώτο από τους τρεις τόμους της «Ιστορίας της μουσικής στη νεώτερη Ελλάδα. Από την Αλωση της Πόλης έως την έξωση του Οθωνα», ο οποίος εκδόθηκε πρόσφατα από το Ωδείο Αθηνών. Η διαπίστωση της Κουρμπανά σχετίζεται σίγουρα με την ισχνότατη βιβλιογραφία για τον χώρο της κλασικής μουσικής στη χώρα μας, από την οποία απουσιάζουν ακόμη και απλές βιογραφίες σημαντικών συνθετών, όπως επίσης μια τακτική «Ιστορία» της μουσικής. Μεταπολεμικά, τα πράγματα συσκοτίστηκαν περαιτέρω από επιχειρήματα του τύπου «η μουσική είναι μία» ή «ο Τσιτσάνης είναι ο Μπαχ της Ελλάδας», με αποτέλεσμα μια ωραία μελωδία, αρκετή για ένα τραγούδι, να θεωρείται αυτονόητα η ελληνική απάντηση σε ένα συμφωνικό έργο.

Πλούτος πληροφορίας ανατρέπει στερεότυπες παγιωμένες αντιλήψεις δεκαετιών.

Η νέα έκδοση δεν αποτελεί τακτική «Ιστορία» υπό την έννοια ότι δεν αρθρώνεται ενιαία αφήγηση. Ακολουθεί τον συνήθη στη Δύση τύπο συλλογικών τόμων, στον οποίο μέσα από σειρά δοκιμίων φωτίζονται όψεις μιας αφήγησης. Σε χώρες όπου έχουν εμφανιστεί ανάλογα εξαιρετικά εγχειρήματα, πάντως, υφίστανται έγκριτες τακτικές «Ιστορίες» της μουσικής, τις οποίες τα δοκίμια των συγκεκριμένων τόμων έρχονται να εμπλουτίσουν και να φωτίσουν με επιμέρους όψεις.

Τα δοκίμια του Κωνσταντίνου Καρδάμη, του Χάρη Ξανθουδάκη, της Στέλλας Κουρμπανά και του Κωνσταντίνου Γ. Σαμπάνη αποτελούν μια ψύχραιμη προσπάθεια να φωτιστούν τα σκοτεινά χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της Πόλης και φτάνουν έως τα μέσα του 19ου αιώνα. Αναδεικνύεται η συμβολή των Ελλήνων που μετά την πτώση κατέφυγαν στη Δύση, όπως επίσης προβάλλεται η παρουσία της μουσικής σε Κύπρο, Κρήτη και στα Επτάνησα. Φωτίζεται η πρόθεση των Ελλήνων που έζησαν τις εξελίξεις στη Δύση, να «τραγουδήσουν την “Καρμανιόλα” και τη “Μασσαλιώτιδα” στη δική τους γλώσσα», καθώς «η Ελληνική Επανάσταση ήταν πολλαπλά και αμφίδρομα μια ευρωπαϊκή υπόθεση», όπως σημειώνει ο Ξανθουδάκης. Γίνεται αναφορά στη μουσική μεταρρύθμιση του Καποδίστρια, αλλά και στην προτροπή του Νικηταρά να μετατραπεί το τζαμί του Ναυπλίου σε θέατρο, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν συνυφασμένο με τη μουσική. Σημειώνεται η γέννηση της μουσικής κριτικής στην Ελλάδα και γίνεται λεπτομερής αναφορά στη μουσική κίνηση στην Αθήνα και αλλού κατά την οθωνική περίοδο. Ενας πλούτος γνώσεων, ο οποίος επιτρέπει να αρχίσουμε να βάζουμε σε τάξη το μουσικό μας παρελθόν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή