MICHEL WINOCK
Σαρλ ντε Γκωλ. Ενας επαναστάτης στοιχειωμένος από την Ιστορία
μτφρ. Σάντρα Βρέττα
εκδ. Ποταμός, σελ. 164
Κατά τον Γάλλο ιστορικό Ζιλ Μισλέ (Michelet) «η Αγγλία είναι μια αυτοκρατορία, η Γερμανία μια χώρα, μια φυλή, η Γαλλία είναι ένα πρόσωπο». Τη φράση επαναλάμβανε συχνά αυτός που, όχι μόνο σε κρίσιμες στιγμές αλλά μάλλον στη διάρκεια της ζωής του, ενσάρκωσε αυτό το πρόσωπο έχοντας μια συγκροτημένη πεποίθηση της εθνικής συνέχειας –η Γαλλία δεν ξεκίνησε το 1789 είχε πει– και μια σχεδόν σαρκική αντίληψη του «προσώπου Γαλλία»: Ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ, του οποίου το όνομα είναι γνωστό ακόμη και σε όσους ξένους δεν γνωρίζουν τίποτα περισσότερο γι’ αυτόν ή τη χώρα του. Οπως ο ίδιος είχε μισοειρωνικά πει: «Τελικά, έχω μόνο έναν διεθνή αντίπαλο: τον Τεντέν».
Υπάρχουν περισσότερες από 3.600 λεωφόροι ή πλατείες που φέρουν το όνομά του, γέφυρες, αγάλματα, ένα αεροδρόμιο, ένα αεροπλανοφόρο, ακόμη και ένα τριαντάφυλλο.
Σε ολόκληρο το φάσμα του δημοκρατικού (ή και όχι τόσο) τόξου, δεν υπάρχει γαλλικό κόμμα που, στη διάρκεια της θητείας του ή παραμονές εκλογών, δεν διεκδικεί ένα κομμάτι του «Μεγάλου Σαρλ», κάτι που θα τα συνδέσει με ίχνη του πιο ισχυρού -ισμού στους Γάλλους: του γκωλισμού. Για τη Δεξιά, τα ίχνη αυτά βρίσκονται στον πατριωτισμό, στην αξία της κρατικής εξουσίας, στη δύναμη του θεσμού της Δημοκρατίας υπό την εξουσία του ενός προέδρου. Για την Αριστερά, η μνήμη του γίνεται σεβαστή για τον αντιπετενισμό, για τη δημοκρατική αποκατάσταση, για την ψήφο στις γυναίκες. Από τον Φρανσουά Μιτεράν έως τον Νικολά Σαρκοζί και τον Εμανουέλ Μακρόν, η πολιτική χρήση της «γκωλικής εικόνας» αναγνωρίζεται εύκολα, αφού συχνά ισχυρίζονται ότι εμπνέονται από τη σκέψη του, περισσότερο στη Δεξιά παρά στην Αριστερά, παρόλο που ο Ζαν-Λικ Μελανσόν κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2017 εξήρε την ανεξαρτησία του στρατηγού.
Τον Ιούλιοτου 1962, εγκρίνει με δημοψήφισμα την ανεξαρτησία της Αλγερίας, κλείνοντας την αποικιακή σελίδα της Γαλλίας.
Γεννημένος το 1890 και πεθαίνοντας το 1970, ο Σαρλ ντε Γκωλ έχει μείνει στην Ιστορία για το κάλεσμά του σε αντίσταση τον Ιούνιο του 1940 και για τις θητείες του ως προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας με προεξάρχουσα αυτήν του 1958 και τη δημιουργία του συντάγματος της 4ης Οκτωβρίου, που διέπει τη λειτουργία των θεσμών της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας μέχρι σήμερα. Είναι το σύνταγμα που αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την απομάκρυνση από την αστάθεια της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και την καθιέρωση της προεδρικής δημοκρατίας, μιας «δημοκρατικής μοναρχίας». Τον Ιούλιο του 1962, εγκρίνει με δημοψήφισμα την ανεξαρτησία της Αλγερίας, κλείνοντας την αποικιακή σελίδα της Γαλλίας.
Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς με ένα νέο δημοψήφισμα –που παρά τις αντιδράσεις της Αριστεράς και τις νομικές διαφωνίες, ήταν ένας θρίαμβος– θα ολοκληρωθούν οι αλλαγές που δίνουν στον πρόεδρο της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας τη δύναμη της άμεσης εκλογής από τον λαό. Αν χρειαστεί, σε περίπτωση επικείμενου κινδύνου, ο αρχηγός θα αναλάβει όλες τις εξουσίες όπως ο προσωρινός πάντα δικτάτορας της ρωμαϊκής δημοκρατίας: αυτή θα είναι η βάση του άρθρου 16 ενός συντάγματος όπου ισορροπούν η μοναρχική τάση και το δημοκρατικό πνεύμα.
Απέχθεια για τα κόμματα
Οι 22 κυβερνήσεις που είχαν αλλάξει από την 4η Δημοκρατία του 1946 μέχρι την επιστροφή του το 1958 στην πολιτική, την οποία είχε εγκαταλείψει το 1953 μετά την εκλογική ήττα του κόμματός του, θα ενισχύσουν στον νομοθέτη Ντε Γκωλ την απέχθεια για τα κόμματα, «αυτές τις φατρίες που αλληλοσπαράσσονται και εμποδίζουν το κράτος να έχει μία ηγεσία, το έθνος να έχει έναν αρχηγό και τη Γαλλία να διατηρήσει τη θέση της και θα επιβεβαιώσουν την ανάγκη μιας δημοκρατικής μοναρχίας, ενός ανώτατου άρχοντα όχι θεϊκώ αλλά λαϊκώ δικαίω», όπως γράφει ο Μισέλ Γουινόκ.
«Θεωρούσα απαραίτητο», γράφει ο Ντε Γκωλ «η διακυβέρνηση να μην πηγάζει από το Κοινοβούλιο, δηλαδή από τα κόμματα, αλλά, πάνω απ’ αυτά, από έναν ηγέτη που θα παίρνει απευθείας εντολή από το σύνολο του έθνους».
Οσο διαρκούν οι θητείες του, ο Ντε Γκωλ επιδίδεται σε επισκέψεις στις πόλεις και στις περιφέρειες, σε συναντήσεις με τα πλήθη και χρησιμοποιεί με τον καλύτερο τρόπο το νέο μέσο που του επιτρέπει να απευθύνεται κατευθείαν στον κόσμο: την τηλεόραση, με τους δέκτες της οποίας θα εξοπλιστούν τα γαλλικά νοικοκυριά τη δεκαετία του ’60: «Πιστεύω ότι ο λαός με ακούει. Την κατάλληλη μέρα, θα τον ρωτήσω αν με επικροτεί ή όχι. Τότε, για μένα, η φωνή του θα είναι η φωνή του Θεού», είχε πει. Οπως αποδείχθηκε δεν ήταν κούφια λόγια. Οταν, χάνοντας το δημοψήφισμα το 1969, είδε ότι ο πρωταρχικής σημασίας για την άσκηση της εξουσίας ειδικός δεσμός που είχε με τον λαό είχε διαρραγεί, παραιτήθηκε.
Τότε όμως, το 1958, ως πρώτος πρόεδρος της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας θα ξανάχτιζε για δεύτερη φορά τη Γαλλία. Η πρώτη ήταν το 1940 με το περίφημο κάλεσμα της 18ης Ιουνίου.
Την 1η Ιουνίου 1940, του απονέμεται ο βαθμός του στρατηγού και, πέντε ημέρες αργότερα, διορίζεται υφυπουργός Πολέμου και Εθνικής Αμυνας στην κυβέρνηση του πρωθυπουργού Πολ Ρεϊνό. Ομως ο Ιούνιος ήταν καταστροφικός για τα γαλλικά στρατεύματα: το ένα έδαφος μετά το άλλο υποχωρούσε και οι Γερμανοί προήλαυναν από τον Βορρά και την Ανατολή με μεγάλη ταχύτητα, επιβεβαιώνοντας τα όσα ο Ντε Γκωλ, αμφισβητώντας το επίσημο δόγμα της Σχολής Πολέμου και προτείνοντας μια βαθιά ανανέωση της στρατηγικής και της στρατιωτικής πολιτικής, είχε επανειλημμένως διατυπώσει και στα βιβλία του: «Η διχόνοια στους κόλπους του εχθρού», «Η κόψη του σπαθιού», «Προς έναν επαγγελματικό στρατό» και «Η Γαλλία και ο στρατός της». Είχε εγκαίρως αντιληφθεί το μέγεθος της αδυναμίας της Γαλλίας: «Στρατιωτική οργάνωση στραμμένη υπερβολικά στην άμυνα, αδύναμη στους ελιγμούς, με ελάχιστη ικανότητα για επιθετικές επιχειρήσεις χωρίς μεγάλες καθυστερήσεις στην προετοιμασία και την εκτέλεση, χωρίς δηλαδή τη συνεχή υποστήριξη βαρέος οπλισμού».
Εσωσε την τιμή της χώρας του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η στρατιωτική πανωλεθρία των Γάλλων κορυφώνεται στις 14 Ιουνίου, όταν ο στρατός του Χίτλερ μπαίνει στο Παρίσι. Την προηγούμενη ημέρα, η κυβέρνηση είχε καταφύγει στο Μπορντό. Νωρίς το πρωί της 16ης Ιουνίου, ο στρατηγός Ντε Γκωλ πηγαίνει αεροπορικώς στο Λονδίνο για να συναντήσει τον Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ. Του ζητάει αεροπορικές και θαλάσσιες ενισχύσεις και ο Τσώρτσιλ επικροτεί μια συμφωνία γαλλοβρετανικής ένωσης. Πολύ αργά. Ο Πολ Ρεϊνό έχει παραιτηθεί και αντικατασταθεί από τον στρατάρχη Πετέν. Ο δημοφιλής νικητής της μάχης του Βερντέν στον προηγούμενο πόλεμο επρόκειτο να διαπραγματευθεί ανακωχή με τη Γερμανία και να συνεργαστεί με τον Χίτλερ. Ο Ντε Γκωλ δεν σκοπεύει να καταθέσει τα όπλα. Με την υποστήριξη του Τσώρτσιλ καλεί από το BBC τον γαλλικό λαό να αντισταθεί, καταλήγοντας στις φράσεις: «Εγώ, ο στρατηγός Ντε Γκωλ, που βρίσκομαι σήμερα στο Λονδίνο, καλώ τους Γάλλους αξιωματικούς και στρατιώτες που βρίσκονται στο βρετανικό έδαφος ή που θα έρθουν με τα όπλα τους ή χωρίς τα όπλα τους, καλώ τους μηχανικούς και τους ειδικούς εργάτες των βιομηχανιών οπλισμού που βρίσκονται στο βρετανικό έδαφος ή που θα έρθουν, να επικοινωνήσουν μαζί μου. Ο,τι κι αν συμβεί, η φλόγα της γαλλικής αντίστασης δεν πρέπει και δεν θα σβήσει!».
Από το Λονδίνο, ο Ντε Γκωλ δημιουργεί τις Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις όπου συσπειρώνονται χιλιάδες εθελοντές και ηγείται αυτών. Στη Γαλλία, καταδικάζεται ερήμην πρώτα σε δέκα χρόνια φυλάκιση και στη συνέχεια, από τον ίδιο τον Πετέν, σε θανατική ποινή τον Ιούλιο του 1940 για προδοσία.
Ο Ντε Γκωλ καταφέρνει να ενώσει μια διχασμένη χώρα και να της εξασφαλίσει στο τέλος του πολέμου μία θέση μεταξύ των νικητών, η οποία μεταφράστηκε σε μια ζώνη κατοχής στη Γερμανία και μία από τις πέντε μόνιμες έδρες στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Απαιτούσε και κέρδιζε για λογαριασμό της Γαλλίας από συμμάχους και εσωτερικούς αντιπάλους πολλά, ενώ δεν εδικαιούτο παρά «κάτι». Στη διάρκεια των ετών του πολέμου θα δημιουργηθεί μια σχέση τεταμένη, αλλά πάντοτε εμπιστοσύνης και κρυφού αλληλοθαυμασμού, ανάμεσα στον στρατηγό και στον Τσώρτσιλ και μια σχέση μίσους με τον Ρούζβελτ. Οι λόγοι περιγράφονται αναλυτικά από τον Μισέλ Γουινόκ, ο οποίος επέλεξε να επανεξετάσει στο βιβλίο του αυτές τις δύο στιγμές που η Γαλλία κλήθηκε να επανεφεύρει τον εαυτό της.
«Ο άνθρωπος δεν υπάρχει πια, αλλά αυτό που μένει και θα κάνει τη ζωή δύσκολη για τις μετριότητες, τους ψεύτες, τους απατεώνες, τους εξουσιαστές και τους κυνικούς, είναι ένα προηγούμενο […] έγραψε ο συγγραφέας Ρομέν Γκαρί. Ή, όπως το είχε θέσει ο Αντρέ Μαλρό: «Ολοι ήταν, είναι ή θα είναι γκωλιστές».