«Η νοσταλγία με φέρνει πολύ κοντά στον Κόντογλου. Με ευχαριστεί να βλέπω έργα του, ειδικά τις εικονογραφήσεις του, γιατί με εμπνέουν. Ενεργοποιούν την παιδικότητά μου. Οταν ήμουν μικρός πήγαινα στον Αγιο Νικόλαο με τη γιαγιά μου, τον οποίο είχε εικονογραφήσει εκείνος. Θυμάμαι να κοιτάζω ψηλά όλη την ώρα της λειτουργίας», έχει γράψει με μαύρο πενάκι ο Τάσος Μαντζαβίνος στο περιθώριο ενός από τα σχέδιά του. Στην κορυφή της λευκής σελίδας σαν τίτλος η ημερομηνία, «Οκτώβριος 2021», και στην αριστερή γωνία η μέρα, «Πέμπτη».
«Δεν ξαναδιαβάζω τις σημειώσεις μου δίπλα στα σχέδια, γράφω ό,τι σκέφτομαι εκείνη την ώρα», λέει ο ζωγράφος, καθώς για λίγο έχουμε σταματήσει την ξενάγηση στην ατομική του έκθεση, που πρόσφατα εγκαινιάστηκε στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (ΒΧΜ). Πλησιάζω κοντά στην προθήκη με τη σειρά των ασπρόμαυρων σχεδίων και προσπαθώ να διαβάσω τα μικρά γραμματάκια του, που μοιάζουν με μουντζούρες. Είναι ανορθόγραφα και δυσανάγνωστα, ακριβώς επειδή ο ίδιος δεν επιδιώκει να διαβαστούν από κανέναν.
Μαρτυρίες της διαδικασίας
Οι γραφές – αναμνήσεις, σχόλια για τη διάθεσή του, για τον καιρό ή για την ώρα, όπως και τα ίχνη που άφησε η καθημερινότητα πάνω στο χαρτί, μια δαχτυλιά, δυο άστοχες μολυβιές, ο λεκές από το φλιτζάνι του καφέ, μια σταγόνα νερό, όλα συναποτελούν μαρτυρίες της δημιουργικής διαδικασίας, που για εκείνον είναι υπόθεση βαθιά βιωματική. Η ελευθερία της γραμμής, ο πλούτος και η ωμότητα των χρωμάτων, η σφοδρότητα της έμπνευσης που αρνείται να υποταχθεί σε οποιονδήποτε κανόνα παρά μόνον στον οίστρο, η ποικιλία των εκφραστικών μέσων· σχέδια, κατασκευές, ζωγραφική με ακρυλικό σε καμβά και ξύλο, αυτά είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το ιδιόμορφο ιδίωμά του.
Η έκθεση «Ο βυζαντινός κόσμος του Τάσου Μαντζαβίνου», όπως σωστά σχολιάζει η διευθύντρια του ΒΧΜ, αρχαιολόγος Παρή Καλαμαρά, δίνει την εξαιρετική ευκαιρία στο κοινό να γνωρίσει «μια πτυχή της νεοελληνικής εικαστικής δημιουργίας που συνειδητά στρέφεται και τροφοδοτείται από το βυζαντινό παρελθόν, μάλιστα έτσι όπως αυτό επαναβιώνεται και μετασχηματίζεται στη διαχρονία». Την ίδια στιγμή, όμως, αποτελεί μια ανοιχτή πρόσκληση από τον ζωγράφο προς τους θεατές να τον ακολουθήσουν στην περιπέτεια της καλλιτεχνικής έκφρασης, ένα δρόμο που έχει φωτεινά ξέφωτα αλλά και σκοτεινά νερά.
Η δουλειά του ζωγράφου είναι ένα ζωντανό πράγμα – Ενα έργο που νομίζεις ότι το ελέγχεις, έχει στην πραγματικότητα τη δική του ζωή.
Η τέχνη μάς σώζει από τον εαυτό μας, δέχεται τα βάσανα της ψυχής μας και μας παρηγορεί, μοιάζει να λέει ο ζωγράφος. Και σαν το παιδί που φτιάχνει μυστικούς, φανταστικούς κήπους, αλλά φροντίζει να δίνει τα «κλειδιά» στους αγαπημένους του, μας παρουσιάζει το ζωγραφικό του λεξιλόγιο: εικονογραφικά θέματα που αντλούν από τον βυζαντινό πολιτισμό και την παράδοση της αγιογραφίας, γραμμικά μοτίβα που χάνουν τον διακοσμητικό τους χαρακτήρα και αποκτούν περιεχόμενο χάρη στην επανάληψη, σύμβολα που αναδύονται από τη προσωπική μνήμη, όπως ο ναός, το σπίτι, ο ιχθύς, το καράβι, το άλογο, ο δράκος, τα τάματα και τα φυλαχτά, και συναντούν το συλλογικό μας ασυνείδητο. Στο δαιδαλώδες σύμπαν του Μαντζαβίνου «χωρούν όλα τα ιστορικά πρότυπα και χωνεύονται σε μια νέα προσωπική γραφή: αρχαιότητα, Βυζάντιο, το θέατρο σκιών, οι τηνιακοί περιστερώνες, τα παραδοσιακά χιώτικα σπίτι», σημειώνει η ιστορικός τέχνης Ιωάννα Αλεξανδρή στον κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση.
«Η δουλειά του ζωγράφου είναι ένα ζωντανό πράγμα», λέει ο ίδιος. «Ενα έργο που νομίζεις ότι το ελέγχεις, έχει στην πραγματικότητα τη δική του ζωή. Φεύγει από σένα φορτωμένο όλη τη θέρμη και την έντασή σου, αλλά δεν εξαντλείται. Ο,τι μπορεί να πει, θα το πει σε αυτόν που το κοιτάζει. Ο χρόνος θα δείξει εάν θα έχει κάποια αξία στο μέλλον ή όχι».
Βαδίζουμε στον εκθεσιακό χώρο και μοιάζει να διασχίζουμε μαζί με τον ζωγράφο τον χρόνο, με δουλειές που δημιουργήθηκαν από το 1997 έως σήμερα, και αναφορές από την εποχή που, παιδί, έπαιζε με τους φίλους στην πλατεία, κοντά στην εκκλησία, έως σήμερα. H παιδική του ηλικία είχε χαρές, αλλά επίσης σημαδεύτηκε από τον θάνατο. Η απώλεια του πατέρα του τον έφερε αντιμέτωπο από πολύ μικρή ηλικία με το πένθος: «Ζωγραφίζω μόνος κι έρημος, άπατρις ζωγράφος, άνευ του πατέρα το σπίτι… Ολα τα σπίτια που ζωγραφίζω είναι τα σπίτια όπου θα έμενα εγώ», έχει ομολογήσει.
«Τα έντονα προσωπικά βιώματα, αυτός είναι ο καμβάς πάνω στο οποίο έρχεται και κάθεται η τέχνη», λέει ο Μαντζαβίνος κλείνοντας την ξενάγηση. Ετσι σε αυτή τη ζωγραφική που δεν έχει τίποτε ντελικάτο, αλλά συγκινεί καθώς συνδέεται με τα πάθη και την ιερότητα της ύπαρξης, οι ναοί γίνονται σπίτια και κάστρα, τα καράβια κρύβουν στο κύτος τους τον άνθρωπο, αλλά και τον Διόνυσο που νικάει τους πειρατές, τα φίδια δηλώνουν κίνδυνο και οι καρδιές κρύβουν αμαρτίες.
«Ο βυζαντινός κόσμος του Τάσου Μαντζαβίνου» διαρκεί έως τις 12 Ιανουαρίου. Στην γκαλερί Σκουφά εγκαινιάζεται αύριο η ατομική του έκθεση «Η κρύπτη».