Αλέξης Γράψας στην «Κ»: Επιδιώκω να δουλεύω με σκηνοθέτες που έχουν φρέσκες ιδέες

Αλέξης Γράψας στην «Κ»: Επιδιώκω να δουλεύω με σκηνοθέτες που έχουν φρέσκες ιδέες

Ο συνθέτης Αλέξης Γράψας, που ζει στο Λος Αντζελες, μιλάει για την πορεία του στον χώρο της κινηματογραφικής μουσικής

10' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο καλλιτέχνης Αλέξης Γράψας, με καταγωγή από τη Λευκάδα, που ζει και εργάζεται στο Λος Αντζελες τα τελευταία 15 χρόνια, έχει γράψει μουσική για διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές όπως η πρόσφατη ταινία «Pig» με πρωταγωνιστή τον Νίκολας Κέιτζ, αλλά και δημοφιλείς σειρές όπως το «Empire». Πολύ πρόσφατα ολοκλήρωσε δύο τηλεοπτικές σειρές για την Disney και το FX/Hulu, και αυτή την περίοδο ετοιμάζει μια ανεξάρτητη αμερικανική μεγάλου μήκους ταινία, μια αγγλική σειρά για το Channel 4, καθώς και μια μεγάλη παραγωγή με το κινηματογραφικό στούντιο της Paramount που θα ολοκληρωθεί μέσα στην επόμενη χρονιά.

– Ποια ήταν η πορεία σας με τη μουσική και πώς καταλήξατε να ασχολείστε με αυτό το αντικείμενο;

– Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λευκάδα, σε ένα περιβάλλον περιτριγυρισμένο από μουσική, παρτιτούρες, και δίσκους. Ξεκίνησα να παίζω διάφορα όργανα από πολύ μικρή ηλικία, με αποτέλεσμα να μπορώ να διαβάζω και να γράφω μουσική πριν καν μάθω ελληνικά. Έγινε μια γλώσσα αυτονόητη, προσωπική, αβίαστη, χωρίς να συνειδητοποιώ πως λειτουργούσε μέσα μου. Αν και σε όλη την πορεία της ενηλικίωσής μου ήταν ένας κόσμος πολύ οικείος, εξελίχθηκε σε μία σχέση αγάπης και μίσους που για αρκετό καιρό με απέτρεπε από το να θέλω να ασχοληθώ με αυτό επαγγελματικά. Είναι κάτι που προέκυψε αργότερα και ενώ ζούσα σαν φοιτητής πλέον στην Αθήνα, κάνοντας ένα ατυχές πέρασμα από το Πολυτεχνείο. Θυμάμαι να κάθομαι στο αμφιθέατρο και να νιώθω έξω από τα νερά μου. Εκεί έγινε συνειδητή η ανάγκη να καταπιαστώ με κάτι που με γεμίζει, και στράφηκα προς τη μουσική με τελείως άλλη ψυχολογία και αντιμετώπιση.

Άρχισα να ψάχνομαι και αρκετά άμεσα έφυγα με υποτροφία για τις Ηνωμένες Πολιτείες, με σκοπό να σπουδάσω σύνθεση κινηματογραφικής μουσικής στη Βοστώνη. Πάντα υπήρχε μέσα μου μία ιδιαίτερη σχέση με το σινεμά, και έβρισκα την προοπτική του να συνδυάσω την αγάπη μου για αυτές τις δύο τέχνες πολύ ελκυστική. Αισθάνθηκα πως ήθελα να το κυνηγήσω σε ρεαλιστική βάση και ότι θα είχα περισσότερες πιθανότητες να το καταφέρω στην πόλη που είναι το κέντρο του κινηματογράφου. Κάπως έτσι βρέθηκα στο Λος Άντζελες όπου ζώ και εργάζομαι πλέον τα τελευταία 15 χρόνια.

Αλέξης Γράψας στην «Κ»: Επιδιώκω να δουλεύω με σκηνοθέτες που έχουν φρέσκες ιδέες-1

– Ποιες ήταν οι προκλήσεις που είχατε να αντιμετωπίσετε στο ξεκίνημά σας;

– Μια πρόκληση που είχα στην αρχή της πορείας μου ήταν να καταφέρω να σταματήσω να λειτουργώ μόνο σαν μουσικός και να αρχίσω να σκέφτομαι πρωτίστως σαν filmmaker (κινηματογραφιστής). Μετά από εκτενείς μουσικές σπουδές και γενικότερη τριβή στο χώρο, είχα αναπτύξει μια σχετική αυτοπεποίθηση γι’ αυτό που έκανα, είχα εμβαθύνει σε διάφορα στυλ μουσικής, και θεωρούσα πως η μετάβαση στην σύνθεση για κινηματογράφο θα ήταν ομαλή. Προσγειώθηκα όμως απότομα, καθώς απέχει πολύ από το να κάνει κανείς κάτι αμιγώς μουσικό, όπως για παράδειγμα μια δισκογραφική δουλειά η μια συναυλία. Έπρεπε να μάθω να είμαι ένα μικρό μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου, μίας δημιουργικής ομάδας που μίλαγε άλλη γλώσσα από εμένα, και να φέρω το δικό μου κόσμο μέσα στο δικό τους. Δεν σκεφτόμουν πλέον μουσικά όργανα, ήχους και συγχορδίες, αλλά πώς για παράδειγμα η ροή του σεναρίου, η κίνηση της κάμερας, ο ρυθμός του μοντάζ, ο διάλογος και τα ηχητικά εφέ θα επηρεάσουν τη μουσική και τις επιλογές που θα γίνουν. Βρίσκω συναρπαστική αυτή τη συνεργασία δημιουργών από τόσο τελείως διαφορετικούς καλλιτεχνικούς χώρους που εναποθέτοντάς την εμπιστοσύνη τους στον/στην σκηνοθέτη δίνουν ένα κομμάτι του εαυτού τους με απώτερο σκοπό να ειπωθεί μια ιστορία.

Άλλη πρόκληση ήταν η ουσιαστική κατανόηση του ρόλου που έχει η μουσική, η οποία αποσκοπεί στο να υποστηρίξει την ταινία και να την εμπλουτίσει συναισθηματικά. Αλλά και πως φτάνει κανείς στο σημείο να καταφέρει αυτό το πάντρεμα. Μπορεί να έχει γραφτεί η πιο ωραία σύνθεση που έχει υπάρξει ποτέ, αλλά αν δεν λειτουργεί με την εικόνα τότε έχει αποτύχει. Ναι μεν σαν συνθέτης έχω βαθύτερη μουσική εξειδίκευση από όλα τα μέλη της ομάδας, ωστόσο είναι σπάνιο να έχω καταλάβει το σενάριο και το ύφος μιας ταινίας καλύτερα από τους δημιουργούς της, που πιθανόν να έχουν δουλέψει ήδη μερικά χρόνια παραπάνω από μένα σε ένα project.

Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που θεωρώ χρήσιμό να ξεκινάω μία καινούρια δουλειά στα αρχικά στάδια, που μπορεί να υπάρχει μόνο μια πρώτη ιδέα η ένα πρόχειρο σενάριο. Ακόμα και αν δεν γράψω τίποτα για αρκετό καιρό, αρχίζει το υποσυνείδητο μου και μπαίνει σε μια διαδικασία. Έτσι δημιουργούνται ιδέες σε τελείως ανύποπτες στιγμές που έχουν την πολυτέλεια χρόνου να δοκιμαστούν και να αξιολογηθούν. Μέρος της δουλειάς του να είσαι συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής βέβαια είναι και να μπορείς να παραδώσεις κάτι άρτιο μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και κάτω από έντονες συνθήκες πίεσης. Στο βαθμό που είναι εφικτό προσπαθώ να χρησιμοποιώ αυτούς τους περιορισμούς με δημιουργικό τρόπο, και παρατηρώ ότι τις περισσότερες φορές είναι αυτοί που καταλήγουν να δίνουν στο αποτέλεσμα ένα πρωτότυπο χαρακτήρα που δεν θα είχε προκύψει διαφορετικά.

– Ποιοι ήταν οι κώδικες επικοινωνίας σας με τους σκηνοθέτες και παραγωγούς που έχετε συνεργαστεί;

– Η σχέση και η επικοινωνία με τον/την σκηνοθέτη μιας ταινίας η τους παραγωγούς μιας τηλεοπτικής σειράς είναι ίσως το πιο βασικό κομμάτι της διαδικασίας, καθώς συνήθως υπάρχει ένας γρίφος που πρέπει να αποδικωποιηθεί. Ενώ όλοι ανεξαιρέτως έχουν τη δική τους μοναδική σχέση με τη μουσική, συχνά είναι δύσκολο να μιλήσουν γι’ αυτή και να περιγράψουν τι ακριβώς έχουν κατά νου. Που είναι φυσιολογικό. Μπορούν συνήθως να μιλήσουν πιο ξεκάθαρα και με συγκεκριμένη ορολογία σε ένα διευθυντή φωτογραφίας, σε ένα ηθοποιό, η σε ένα μοντέρ, πάρα σε ένα συνθέτη.

Προφανώς δεν περιμένω ούτε και θέλω κάποιος να μου μιλήσει με μουσικούς όρους, δεν είναι η ειδικότητα του και δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει. Είναι πολύ πιο εποικοδομητικό να επικοινωνήσει κάποιος μαζί μου χρησιμοποιώντας λέξεις που έχουν να κάνουν με την περιγραφή συναισθημάτων η τη δραματική λειτουργία της μουσικής. Άλλωστε οι ορολογίες είναι πλέον τόσο σχετικές ­­­­­­και ταυτόχρονα τόσο αφηρημένες, που δυο άνθρωποι πιθανόν να εννοούν τελείως διαφορετικά πράγματα. Το ζητούμενο είναι να μπορώ να μετατρέψω μια τέτοια κουβέντα σε μουσική, χρησιμοποιώντας τη δική μου αισθητική, προσωπικότητα και προσέγγιση, ώστε να δημιουργήσω κάτι που να εμπεριέχει τις εκάστοτε ιδέες και συναισθήματα που έχουν αναφερθεί. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι είναι σαν ένας ρόλος μεταφραστή, και ότι πιθανόν να έχουν προσλάβει εμένα και όχι κάποιον άλλο για να κάνω τη δική μου απόδοση και να δώσω τη δική μου ερμηνεία.

– Τι είναι αυτό που αναζητάτε σε μια καινούργια συνεργασία;

– Επιδιώκω να δουλεύω με σκηνοθέτες που έχουν φρέσκες ιδέες, που δίνουν τον χώρο να δουλέψω πάνω σε αυτές, και μου επιτρέπουν να πειραματιστώ και να δοκιμάσω πράγματα. Σε γενικές γραμμές θα έλεγα ότι επιζητώ την ουσιαστική καθοδήγηση και μου αρέσει πολύ να συνεργάζομαι με δημιουργούς που έχουν έναν πρωτότυπο καλλιτεχνικό χαρακτήρα. Ο τρόπος που μου αρέσει να ξεκινάω μια καινούργια δουλειά είναι σχεδόν πάντα από μηδενική βάση, χωρίς να νιώθω ότι υπάρχει σωστός ή λάθος τρόπος να προσεγγίσω κάτι. Αλλωστε το ζητούμενο είναι να γραφτεί μια πρωτότυπη μουσική που δεν έχουμε ξανακούσει, που να ταιριάξει σε μια μοναδική κάθε φορά ιστορία που δεν έχουμε ξαναδεί. Οσο πιο ανυποψίαστος και μη προϊδεασμένος καταφέρω να υπάρξω, τόσο πιο ενστικτωδώς θα αντιδράσω στα πρώτα ερεθίσματα που θα μου δοθούν, αποφεύγοντας έτσι να κλίνω προς κάτι προφανές ή ασφαλές για μένα. Τείνω να εμπιστεύομαι αρκετά αυτή την πρώτη αντίδραση και επαφή με κάτι καινούργιο, καθώς αυτή θα είναι και η εμπειρία που θα έχει ένας θεατής όταν δει μια ταινία για πρώτη φορά.

Έχει συμβεί να έχω αρχίσει να δοκιμάζω ιδέες κατευθείαν μετά από μια συζήτηση και να προκύπτουν μουσικά θέματα που αποτυπώνουν ακριβώς τον ήχο και το συναίσθημα που επιζητεί η ιστορία που πραγματεύομαι. Αλλά έχει συμβεί και να είμαι στο απόλυτο κενό, και να μην έχω την παραμικρή ιδέα από που να ξεκινήσω, ακόμα και αν έχω καταλάβει πλήρως τι μου ζητείται. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι κάτι με έχει προκαλέσει, και με έχει προβληματίσει σε βαθμό που δεν εχω άμεση απάντηση και χρειάζομαι χρόνο. Όταν ενα project μου δημιουργεί αυτη την αντίδραση, είναι πιθανόν να υποδηλώνεται έτσι μέσα μου κάτι για τη μοναδικότητα του. Αυτή η άχαρη συνθήκη του μετέωρου και του να νιώθω πως δεν ξέρω προς τα που να κατευθυνθώ, αποδεικνύεται πολύ χρήσιμη και καταλήγει να με ωθεί σε αποτελέσματα που δεν θα είχα σκεφτεί ποτέ αν δεν είχα βιώσει αυτή την αίσθηση. Ακόμα και αν αποτύχω και πρέπει να ξαναρχίσω απο την αρχή, έχει ξεκινήσει μια αναζήτηση που με τη συμμετοχή του σκηνοθέτη και των παραγωγών θα οδηγήσει κάπου. Είναι ενα σπρώξιμο προς τα όρια που μπορεί να εχει ο καθένας, και πιστεύω οτι απο εκεί μπορεί να προκύψουν οι πιο πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες ιδέες.

Το κοινό είναι πλέον πολύ υποψιασμένο και δεν χρειάζεται να του πεις πώς να νιώσει ούτε να το καθοδηγήσεις συναισθηματικά.

– Πρόσφατα, τόσο η ταινία «Pig» όσο και το σάουντρακ που συνθέσατε, απέσπασαν εξαιρετικές κριτικές και βραβεία. Πώς εισπράξατε αυτή την επιτυχία και ποια η εμπειρία σας από τη διαδικασία δημιουργίας του πρότζεκτ;

– Το «Pig» πράγματι είχε μια πολύ ωραία διαδρομή. Οσο και αν πιστεύαμε ότι έχουμε κάτι καλό στα χέρια μας, η ταινία έγινε κάτι πολύ μεγαλύτερο από όλους μας, σε όρους κριτικών και εισιτηρίων, ακόμα και σε περίοδο πανδημίας. Αντίστοιχα καλές κριτικές και αναφορές ανάμεσα στα καλύτερα σάουντρακ της χρονιάς που μας πέρασε απέσπασε και η πρωτότυπη μουσική της ταινίας. Επίσης με χαροποίησε ιδιαίτερα οτι η δισκογραφική εταιρεία αποφάσισε να κυκλοφορήσει τη μουσική της ταινίας σε βινύλιο.

Κάτι που έχει πολύ ενδιαφέρον στη διαδικασία των δημιουργικών συζητήσεων όταν ξεκινάει μια συνεργασία είναι να αποφασιστεί σε ποια σημεία της ταινίας θα υπάρχει μουσική, τι θα εξυπηρετεί συναισθηματικά, και τι ρόλο θα έχει.

Στο «Pig» θεωρώ ότι αυτού του είδους οι αποφάσεις που πήραμε με τον σκηνοθέτη Μάικλ Σαρνόσκι σχετικά με τη χρήση της μουσικής ήταν ιδιαίτερης σημασίας, καθώς πολλές φορές επιλέξαμε τον δρόμο της σιωπής, που κατέληξε να είναι και αυτή ένας χαρακτήρας της ιστορίας. Σημαντικό ρόλο σε αυτό, κατά τη γνώμη μου, έπαιξε ότι βλέπουμε τον Κέιτζ σε μία από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας του. Η ερμηνεία του έχει μια αφοπλιστική απλότητα με βαθιά έντονο συναίσθημα. Το πρόσωπό του έλεγε τόσο πολλά χωρίς να μιλάει, που το μόνο που έπρεπε να κάνεις σαν συνθέτης ήταν ένα βήμα πίσω και να μην αφήσεις κάτι άλλο να πιάσει χώρο. Η μη χρήση μουσικής σε τέτοιες περιπτώσεις καταλήγει να κάνει τη χρήση της να έχει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα όταν τελικά συμβαίνει.

Με απασχολεί περισσότερο το να προσφέρω κάτι που δεν υπάρχει στην εικόνα ή στον διάλογο, και όχι να περιγράψω αυτό που συμβαίνει. Αυτό το βλέπουμε ήδη, είναι αντιληπτό, και πολλές φορές δεν χρήζει μουσικού σχολιασμού. Το κοινό είναι πλέον πολύ υποψιασμένο και δεν χρειάζεται να του πεις πώς να νιώσει ούτε να το καθοδηγήσεις συναισθηματικά. Θα έλεγα ότι αυτό είναι και κατά βάση το είδος σινεμά που με ιντριγκάρει περισσότερο. Το μη προφανές, που προβληματίζει τον δέκτη του, πάει λίγο πιο βαθιά και δεν του το κάνει εύκολο. Και προσπαθώ από τη μεριά μου να δημιουργήσω το κατάλληλο περιβάλλον ώστε να μπορέσει ο καθένας να αισθανθεί πράγματα με τον δικό του τρόπο. Σαν να δίνω με τη μουσική ένα σήμα στον θεατή ότι μπορεί να αφεθεί και να νιώσει ό,τι θέλει, χωρίς να του υποδείξω ποιο θα είναι αυτό το συναίσθημα.

Αλέξης Γράψας στην «Κ»: Επιδιώκω να δουλεύω με σκηνοθέτες που έχουν φρέσκες ιδέες-2

– Ποια είναι η σχέση σας με την Ελλάδα, η συνεργασία σας με ελληνικές παραγωγές και οι σκέψεις σχετικά με το εγχώριο σινεμά του σήμερα;

– Η Ελλάδα είναι και θα είναι για πάντα ο τόπος μου. H οικογένεια μου, οι φίλοι μου, το σπίτι μου, οι παιδικές μου αναμνήσεις, είναι όλα εδώ. Οι συνεργασίες μου με Έλληνες σκηνοθέτες και παραγωγούς είναι μέχρι σήμερα δυστυχώς ελάχιστες. Είχα τη χαρά να γράψω τη μουσική για το «Monday», την τελευταία ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου με πρωταγωνιστές τους Σεμπάστιαν Σταν και Ντενίζ Γκαφ που έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Τορόντο. Μια πολύ ιδιαίτερη ιστορία αγάπης με παραγωγούς απο την Ελλάδα, την Αγγλία, και τις ΗΠΑ. Πριν 3 χρόνια συνεργάστηκα επίσης με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη στο «Trigonometry», ένα mini-series σε παραγωγή BBC και HBO, που έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βερολίνου.

Παρακολουθώ φυσικά απο κοντά το τι συμβαίνει στο ελληνικό σινεμά και με αφορά. Αυτή την περίοδο είμαι σε συζητήσεις και με κάποιες ελληνικές παράγωγες για πιθανές συνεργασίες. Θεωρώ οτι υπάρχει πολύ ταλαντούχο εγχώριο δυναμικό, και οι Έλληνες κινηματογραφιστές δεν υστερούν σε τίποτα σε σχέση με τους συναδέλφους τους στο εξωτερικό. Κάνουν ταινίες κάτω απο πολύ αντίξοες συνθήκες, χωρίς καμία ουσιαστική στήριξη, και δίνονται με όλη τους την ύπαρξη σε αυτό που πιστεύουν και αγαπούν. Υπάρχει ένα πολύ δυνατό ρεύμα νεών σκηνοθετών, οι ελληνικές ταινίες ακούγονται όλο και περισσότερο κάθε χρόνο στα μεγάλα φεστιβάλ, και οι διεθνείς παραγωγές κάνουν συνεχώς γυρίσματα στη χώρα μας. Όλα αυτά είναι πολύ θετικά, και είμαι αισιόδοξος οτι θα δούμε πολύ αξιόλογες δουλείες από εγχώριους δημιουργούς στο επόμενο διάστημα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή