Εκατόν δύο χρόνια είχε να παρουσιαστεί στην Αθήνα η «Αδελφή Βεατρίκη» του Δημήτρη Μητρόπουλου. Το 1920 δόθηκε σκηνικά στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας με πρωταγωνίστρια την τότε ακόμη δραματική υψίφωνο Κατίνα Παξινού. Eκτοτε το έργο παρουσιάστηκε μονάχα μία φορά ακόμη, συναυλιακά, το 1996 στη Θεσσαλονίκη, με πρωταγωνίστρια την υψίφωνο Μάρθα Αράπη και αρχιμουσικό τον Βύρωνα Φιδετζή. Στην Αράπη, η οποία έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, ήταν αφιερωμένη η συναυλιακή απόδοσή του στις 14 Οκτωβρίου στο Ολύμπια από τη Συμφωνική Ορχήστρα και τη Χορωδία του Δήμου Αθηναίων.
Σε κείμενο του Βέλγου Μορίς Μέτερλινκ, το έργο εντάσσεται στο ρεύμα του συμβολισμού των αρχών του 20ού αιώνα. Θεματολογία και μουσική το τοποθετούν ισότιμα ανάμεσα στον «Βασιλιά Αρθούρο» του Σοσόν (1903) και στην όπερα «Πελέας και Μελισσάνθη» (1902) του Ντεμπισί, η δεύτερη επίσης σε κείμενο του Μέτερλινκ, όπως και η όπερα «Αριάδνη και Κυανοπώγωνας» (1907) του Ντικά. Ως προς το είδος –«θαύμα» ονομάζει το έργο του ο Μητρόπουλος–, θυμάται κανείς πρόχειρα ότι «μυστήριο» χαρακτηρίζεται το αντίστοιχα μεσαιωνικής έμπνευσης «Μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού» (1911) του Ντεμπισί.
Γάλλοι συντελεστές συνέβαλαν αποφασιστικά στην επιτυχία της όπερας του Δημήτρη Μητρόπουλου.
Υστερος ρομαντισμός, βαγκνερικοί απόηχοι και ο μοντερνισμός του Ντεμπισί εμπνέουν δημιουργικά τον Μητρόπουλο, που υπήρξε μαθητής του Βέλγου Αρμάν Μαρσίκ. Μεγάλης δραματικής έντασης, το έργο είναι μουσικά σφιχτό, με καλά υπολογισμένες εντάσεις και υφέσεις. Προφανώς το τρίπτυχο αμαρτία – ενοχή – συγχώρεση αφορούσε τον νεαρό συνθέτη και σε προσωπικό επίπεδο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι απασχολούσε τον καλλιτεχνικό και ιδιαίτερα τον μουσικό κόσμο της εποχής του. Το 1917 ο Μητρόπουλος είχε παρουσιάσει τη σονάτα του για πιάνο με τίτλο «Η ψυχή μου». Ο μουσικολόγος Ιωάννης Φούλιας έχει δείξει τη στενή σχέση ανάμεσα στο μουσικό υλικό από τα τρία μέρη της σονάτας, «Αγάπη», «Πόνος», «Πίστη», με τη μουσική της «Αδελφής Βεατρίκης».
Ο Ολιβιέ Ντεκότ, Γάλλος καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Ολύμπια, έπραξε το προφανές αλλά όχι πάντα αυτονόητο: για τη νέα παραγωγή προσκάλεσε έναν Γάλλο αρχιμουσικό και τρεις Γάλλους μονωδούς με υγιείς φωνές και καθαρή άρθρωση για τους βασικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η επιτυχία της βραδιάς οφείλεται πρωτίστως στον εξαιρετικό αρχιμουσικό Πιερ Ντιμουσό, ο οποίος ξέρει πώς να αναδεικνύει τη λεπτότητα της γαλλικής μουσικής, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στις φωνές να ακούγονται, ακόμη και όταν η ενορχήστρωση είναι επιβλητική. Η πλαστικότητα με την οποία διηύθυνε, πρόβαλε τη δραματουργία της μουσικής, υπογράμμισε τα σημεία έντασης και φώτισε τον λυρισμό της. Ακατάβλητη, η δραματική υψίφωνος Κατρίν Ινόλντ απέδωσε τον εκτενέστατο πρωταγωνιστικό ρόλο με ισχυρή, λαμπερή και μεστή φωνή σε όλη της την έκταση. Στο βαγκνέριων διαστάσεων ντουέτο της α΄ πράξης διακρίθηκε πλάι της ο τενόρος Βαλαντέν Τιλ, ενώ εξαιρετική υπήρξε η Ελοΐζ Μος ως Ηγουμένη, έντονα δραματική με πλούσια, θερμή φωνή μεσοφώνου. Μαζί τους μια πλειάδα άξιων Ελλήνων μονωδών (Καράγιαννη, Κριτσωτάκη, Σπιτάδη, Πανταζόπουλος), καθώς και μέλη της χορωδίας του δήμου, ολοκλήρωσαν τη διανομή.