BEN WILSON
Metropolis
μτφρ. Βιολέττα Ζεύκη
εκδ. Διόπτρα, σελ. 608
Ολα στο κάδρο είναι βαμμένα σε αποχρώσεις του γκρι, λες και οι σκηνές έχουν αποτυπωθεί πάνω σε ασημένιο φιλμ. Η σιλουέτα της πόλης, με τα ψηλά της κτίρια, γεμάτα αμέτρητες σειρές ορόφους και παράθυρα, εμφανίζεται στιβαρή και ακίνητη μέσα στο ξημέρωμα – ένας γίγαντας που ξυπνάει. Στο φόντο υψώνονται δύο πανύψηλοι πύργοι που μοιάζει περισσότερο να ενδιαφέρονται για τον ουρανό παρά για την πόλη που απλώνεται στα πόδια τους. Είναι δύο σιλουέτες πασίγνωστες, τα κτίρια Κράισλερ και Εmpire State, όπως διάσημη είναι και η «Γαλάζια ραψωδία» του Τζορτζ Γκέρσουιν που αρχίζει να παίζει. Είναι τα πρώτα δευτερόλεπτα του «Μανχάταν» του Γούντι Αλεν, που, ενώ έχουν γυριστεί στα τέλη του ’70, εξυμνούν τη Νέα Υόρκη του ’30 και τα πολιτισμικά της γεννήματα, αιωνίως ζηλευτά σύμβολα αστικής δύναμης και γοητείας. Ο Γούντι, εισβάλλοντας πάνω στο κλαρινέτο της «Γαλάζιας ραψωδίας», μιλάει με τη χαρακτηριστική φωνή του για τον κεντρικό ήρωα της ταινίας: «Λάτρευε τη Νέα Υόρκη. Την εξιδανίκευε πέρα από κάθε όριο».
Από την αρχαία Ουρούκ, την «αμαρτωλή» Βαβυλώνα και την κλασική Αθήνα, στο Λονδίνο του 17ου αιώνα και στη Νέα Υόρκη που «δεν κοιμάται ποτέ».
Σαράντα ένα χρόνια μετά, το 2020, ένας Αγγλος ιστορικός, ο Μπεν Γουίλσον, βγάζει κάτω από την εκλεκτική σειρά Vintage της Penguin το «Metropolis», μια φιλόδοξη παγκόσμια βιογραφία των πόλεων – των «μεγαλύτερων εφευρέσεων του ανθρώπου», όπως διαλαλεί στο εξώφυλλό του.
Ο συγγραφέας-ερευνητής απλώνει τη σκοπιά του σε έναν χρονικό ορίζοντα δέκα χιλιετιών και τρέχει μέσα στους αιώνες μέσα σε μια φιλοπερίεργη μηχανή του χρόνου (που αρέσκεται στη συλλογή στατιστικών, εφήμερων, πολιτιστικών αναφορών και διάσημων ρήσεων) ξεκινώντας από τη Μεσοποταμία, την αρχαία Ουρούκ και το Επος του Γκιλγκαμές και από εκεί πηγαίνοντας στην «αμαρτωλή» Βαβυλώνα και στην κλασική Αθήνα, όπου αντιδιαστέλλει το δημιουργικό της χάος με την ορθολογική δόμηση και οργάνωση της «εμπορικής κοσμόπολης» Αλεξάνδρειας. «Αν η Αθήνα χαρακτηριζόταν από αυθορμητισμό και πειραματισμό, η Αλεξάνδρεια είχε μια νοοτροπία εγκυκλοπαιδική και κομφορμιστική», γράφει, ενώ παρακάτω (μεταξύ άλλων μητροπόλεων της ιστορίας) μιλάει για την «περικλεή και ένδοξη» Λισσαβώνα του 16ου αιώνα, την «αυτοκρατορική μητρόπολη» του Αμστερνταμ της ίδιας εποχής, καθώς και το Λονδίνο του 17ου αιώνα, πόλη των αμέτρητων καφέ, που «ενσάρκωναν μια νεοσύστατη αστική κοινωνία».
Το ταξίδι συνεχίζεται στις «πύλες της κολάσεως» Μάντσεστερ και Σικάγο, πόλεις-εκφράσεις του βιομηχανισμού του 19ου αιώνα, περνάει από το Παρίσι των «φλανέρ», μας μεταφέρει στη Βαρσοβία που άντεξε μια ανηλεή, σαρωτική επίθεση από τους ναζί και φτάνει έως τα προάστια του Λος Αντζελες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, για να καταλήξει στη φουτουριστική, «έξυπνη» μεγάπολη του Λάγκος του σήμερα.
Προς το τέλος της έρευνας, στο ενδέκατο κεφάλαιο, που φέρει τον ποιητικό τίτλο «Οι ψυχές των ουρανοξυστών», γυρνάει το βλέμμα του προς τη Νέα Υόρκη και το εντυπωσιακό της γιγάντωμα κατά την περίοδο 1899-1939, ενώ θυμάται εκείνα τα λόγια του Γούντι Αλεν στις πρώτες σκηνές του «Μανχάταν». Πετάει στις κορυφές της πόλης, στις «αστικές αετοφωλιές», όπως λέει, σκιαγραφώντας την «πόλη που δεν κοιμάται ποτέ» μέσα σε απεικονίσεις της στη λαϊκή κουλτούρα, όπως στην ταινία «East Side, West Side» του 1927.
Μια ταινία που, και αυτή, όπως και το «Μανχάταν», ξεκινά με λόγια θαυμασμού για την πόλη: «Νέα Υόρκη –πόλη της μαγείας, του παραληρήματος– τρομακτική, δελεαστική, μαγνητική». Λόγια που ταυτόχρονα αποτυπώνουν και ένα δίπολο που ο συγγραφέας επαναλαμβάνει συχνά στο κείμενό του: η πόλη ταυτόχρονα ως φυγή και ως φυλακή, ως κόλαση και την ίδια στιγμή παράδεισος. Οπως γράφει στην πλούσια εισαγωγή του, «καθώς δομούνται πάνω σε αλλεπάλληλα επίπεδα ανθρώπινης ιστορίας, στη σχεδόν άπειρη και ακατάπαυστη συνύφανση ανθρώπινων ζωών και εμπειριών, οι πόλεις είναι εξίσου συναρπαστικές και ακατάληπτες. Με την ομορφιά και την ασχήμια, τη χαρά και τη θλίψη και με το άτακτο και χαοτικό εύρος της πολυπλοκότητας και των αντιθέσεών τους, οι πόλεις είναι ένας ζωγραφικός πίνακας της ανθρώπινης φύσης, με όλα τα αξιαγάπητα και τα αξιομίσητα σε ίση ποσότητα».
Κι ενώ συχνά μιλάει για όλα όσα τις απειλούν (ή θα τις απειλήσουν), πάντα φαίνεται να έχει πίστη σε αυτές: η Βαρσοβία και η Χιροσίμα δέχθηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επιθέσεις ασύλληπτης σκληρότητας και όμως, γρήγορα αναγεννήθηκαν. Οχι φυσικά από μόνες τους, λες και αποτελούσαν έναν θαυμαστό, αυτάρκη μηχανισμό τεχνητής νοημοσύνης, αλλά από τους κατοίκους και τις κοινωνικές δομές τους. Ο Μπεν Γουίλσον με το «Metropolis» γράφει περισσότερο μια ιστορία ανθρώπων, παρά τόπων.