Αυτή τη φορά ήταν πουρές. Τον έριξαν σε έναν πίνακα του Κλοντ Μονέ μέλη της περιβαλλοντικής οργάνωσης Letzte Generation. Το συμβάν έλαβε χώρα στο Μουσείο Μπαρμπερίνι στο Πότσνταμ και οι Γερμανοί ακτιβιστές θέλησαν με την πράξη τους να αφυπνίσουν το κοινό για την καταστροφή του περιβάλλοντος. Οπως είπε μια ακτιβίστρια, «βιώνουμε μια κλιματική καταστροφή και το μόνο που φοβάστε είναι μην πέσει ντοματόσουπα ή πουρές σε έναν πίνακα. Ξέρετε γιατί φοβάμαι εγώ; Γιατί η επιστήμη μας λέει ότι το 2050 δεν θα είμαστε σε θέση να ταΐζουμε τις οικογένειές μας. Χρειάζεται να πέσει πουρές σε έναν πίνακα για να ακούσετε;». Ο συγκεκριμένος πίνακας του Γάλλου ιμπρεσιονιστή –οι «Θημωνιές» του 1890, που στο Μπαρμπερίνι προστατεύονταν από γυαλί– επιλέχθηκε γιατί το ειδυλλιακό τοπίο του έρχεται σε αντίθεση με την κλιματική καταστροφή. Οσο για την ντοματόσουπα στην οποία αναφέρθηκε η ακτιβίστρια, ήταν το «όπλο» που δέκα μέρες πριν μια άλλη περιβαλλοντική οργάνωση, η «Just Stop Oil», είχε στρέψει στα «Ηλιοτρόπια» του Βαν Γκογκ, στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. Εκτοτε, η συζήτηση για τα όρια μεταξύ ακτιβισμού και βανδαλισμού της τέχνης έχει ανοίξει ξανά.
Ο Μονέ δεν φέρει ευθύνη
«Νομίζω πως υπάρχουν πιο ουσιαστικοί, ακτιβιστικοί, τρόποι να υποστηρίξεις ένα δίκαιο αίτημα, από το να βανδαλίζεις ένα έργο τέχνης, τη στιγμή που η πράξη αυτή ενδέχεται να μεταφέρει αρνητικά μηνύματα για το τι σημαίνει τέχνη», λέει η Μαρία Τσαντσάνογλου, αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του MOMus. «Γιατί ούτε ο Βαν Γκογκ, ούτε ο Μονέ έχουν καμία ευθύνη σχετικά με την κλιματική αλλαγή. Αλλη ήταν η δουλειά τους και άλλο πρόσφεραν στην κοινωνία. Επομένως, η προσφορά της τέχνης αλλοιώνεται σαν μήνυμα, όταν συμπεριφέρεσαι έτσι στα έργα».
«Υπάρχουν πιο ουσιαστικοί, ακτιβιστικοί, τρόποι να υποστηρίξεις ένα δίκαιο αίτημα, από το να βανδαλίζεις ένα έργο τέχνης», λέει η κ. Τσαντσάνογλου.
Ο Χριστόφορος Μαρίνος, ιστορικός της τέχνης και επιμελητής των εκθέσεων του ΟΠΑΝΔΑ, αναγνωρίζει ότι οι επιθέσεις έχουν συμβολικό χαρακτήρα και ότι στόχος τους δεν είναι όλα τα έργα, αλλά κάποια αριστουργήματα που φυλάσσονται ως κόρην οφθαλμού. «Το ερώτημα είναι», προσθέτει, «σε ποιο βαθμό αυτές οι πράξεις διαμαρτυρίας είναι αποτελεσματικές και όχι απλώς ειδήσεις που ξεχνιούνται γρήγορα. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ πως μόνο οι καλλιτέχνες δικαιούνται να καταστρέφουν τα έργα τους ή να τα χρησιμοποιούν για κάποιο μήνυμα. Ας μην ξεχνάμε ότι η καταστροφή –ως πράξη δημιουργίας ή διαμαρτυρίας– και γενικότερα η βεβήλωση του έργου τέχνης είναι μέρος και σημαντικό κεφάλαιο της ίδιας της ιστορίας της τέχνης». Οι δύο οργανώσεις επικρίθηκαν και για επιδίωξη μιας ευκαιριακής δημοσιότητας, ενώ η «Just Stop Oil» σχολιάστηκε αρνητικά γιατί χρηματοδοτείται από τη φιλάνθρωπο Αϊλίν Γκέτι, εγγονή του «ανανήψαντα» μεγιστάνα του πετρελαίου Tζ. Πολ Γκέτι, η οποία ανέκαθεν υποστήριζε παρόμοιες οργανώσεις. Η οργάνωση έχει πραγματοποιήσει και άλλες τέτοιες, μη βίαιες δράσεις, με βασικό επιχείρημα ότι τα έργα τέχνης προστατεύονται τόσο, που σε αντίθεση με τους ανθρώπους, τα ζώα και τη φύση, δεν πλήττονται.
«Τα έργα τέχνης τροφοδοτούν τη ζωή, τη σκέψη, την ύπαρξή μας, λέει ο Χριστόφορος Μαρίνος. «Χωρίς αυτά η ζωή μας θα ήταν θανάσιμα βαρετή. Αν και κατανοώ ότι αυτό που ενοχλεί τους ακτιβιστές είναι ο λατρευτικός χαρακτήρας της τέχνης και όχι τα έργα αυτά καθαυτά, αποτελεί παρανόηση το να ενοχοποιούμε την τέχνη. Οι καλλιτέχνες συμμετέχουν κι αυτοί ενεργά στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής-κρίσης. Υπάρχει όντως μια υπερβολή στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η τέχνη του παρελθόντος, σαν ιερή αγελάδα. Τα μουσεία έχουν μετατραπεί σε εκκλησίες. Από την άλλη, αν δεν συντηρούσαμε και δεν προστατεύαμε τα σημαντικά έργα και μνημεία, η καταστροφική μανία του ανθρώπου, όπως αυτή εκφράζεται κυρίως μέσα από πολέμους, δεν θα είχε αφήσει τίποτα όρθιο και δεν θα είχαμε σήμερα πολιτισμό».
Η Μαρία Τσαντσάνογλου προσθέτει κάτι ακόμα: «Πρέπει να αγωνιούμε και για τον άνθρωπο και για τα ζώα και για το περιβάλλον και για τα έργα τέχνης. Πιστεύω ότι τα μουσεία πρέπει να έχουν τα ίδια έναν ακτιβιστικό ρόλο, ιδίως τα μουσεία σύγχρονης τέχνης. Θα μου φαινόταν πιο λειτουργικό και ουσιαστικό, αν μια ομάδα συνεργαζόταν με ένα μουσείο σε μια τέτοια δράση. Θα μπορούσαν να σκέπαζαν τα έργα. Να έβαζαν στη θέση τους κάτι άλλο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αφυπνιστεί η κοινωνία».