Τι απέγινε ο Αντώνης μετά την «αυλαία»;

Τι απέγινε ο Αντώνης μετά την «αυλαία»;

Ο Χρίστος Κυθρεώτης γράφει για τον ήρωα του βιβλίου του «Εκεί που ζούμε», το οποίο έγινε ταινία από τον Σωτήρη Γκορίτσα

7' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φίλοι και γνωστοί που έχουν διαβάσει το «Εκεί που ζούμε» μου έχουν κάνει κατά καιρούς ερωτήσεις που αφορούν τη ζωή των ηρώων μετά το βιβλίο, και κατά βάσιν τη ζωή του κεντρικού ήρωα Αντώνη Σπετσιώτη. Η πιο συνηθισμένη έχει να κάνει με την απόφασή του να φύγει για το Λουξεμβούργο, και αν τελικά την υλοποίησε, αλλά υπάρχουν και μερικές πιο δύσκολες, όπως το αν βρήκε την ευτυχία στη ζωή (ή αν την έψαξε), αν επέστρεψε στη δικηγορία, αν παντρεύτηκε, πού τον βρήκε η πανδημία και αν έκανε το εμβόλιο. Νομίζω πως το εμβόλιο μάλλον το έκανε, αλλά από εκεί και πέρα τα πράγματα δυσκολεύουν – γιατί δεν έχω λόγο να σκέφτομαι τι κάνει ένας ήρωας αν δεν σκοπεύω να γράψω γι’ αυτόν.

Είναι αλήθεια, ωστόσο, πως αρκετές από τις σημειώσεις που έχω κρατήσει στα χρόνια που μεσολάβησαν από την ολοκλήρωση του βιβλίου είναι γραμμένες από μια οπτική γωνία κοντινή σε αυτή του Σπετσιώτη. Το αποτέλεσμα ήταν να μπω μερικές φορές σε σκέψεις: Μήπως έχει νόημα ένα ακόμη βιβλίο με ήρωα τον Αντώνη; Μήπως με ενδιαφέρει αν πήγε τελικά στο Λουξεμβούργο; Η απάντηση ήταν και παραμένει αρνητική. Οταν, όμως, με αφορμή την επικείμενη προβολή της ταινίας του Σωτήρη Γκορίτσα, μου ζητήθηκε να δημοσιεύσω στην «Καθημερινή» ένα κείμενο με θέμα τι έκανε ο Αντώνης τα χρόνια που μεσολάβησαν (ή κάπως έτσι), η πρόκληση με κέντρισε αμέσως. Βασισμένος σε σημειώσεις της τελευταίας τριετίας, αποφάσισα να αναπτύξω δέκα ενσταντανέ με αφηγητή τον ίδιο και να τα παρουσιάσω ως ό,τι πιο κοντινό σε μια απάντηση θα μπορούσα να δώσω.

Η συνάντηση

Η Νάντια φεύγει για Γερμανία κι έχει νόμιμο λόγο να περάσει από Αθήνα, έτσι συμφωνήσαμε να βρεθούμε στον δρόμο για το αεροδρόμιο. Εχω στείλει sms για σούπερ μάρκετ και την περιμένω έξω από αυτόν τον μεγάλο Σκλαβενίτη με το πελώριο πάρκινγκ, που θυμίζει και αυτός λίγο αεροδρόμιο. Ερχεται με ένα παλιό Opel, βγαίνει και κοιτάζει τον ουρανό με τα πυκνά γκρίζα σύννεφα, σαν να της φαίνεται παράλογο που σε λίγη ώρα θα βρίσκεται από πάνω τους. «Πόσα χρόνια;» λέει καθώς πλησιάζει. «Πολλά». «Τι γίνεται, ρε Αντώνη;» λέει. «Τι έγινε; Τι έχει συμβεί;».

Στο μικρό εκλογικό κέντρο επικρατεί ησυχία ακόμη κι όταν οι ψηφοφόροι κάνουν ουρά, ακόμη κι αν τύχει να είναι δέκα στην αίθουσα και έχουν φέρει μαζί και τα παιδιά τους. Υπάρχουν στιγμές που αυτό γέρνει προς τη μεριά της κατάνυξης, αλλά κυρίως πρόκειται για βαρεμάρα. Ενας τύπος με αυτοκόλλητο «Λέω Οχι» κολλημένο στην μπλούζα μπαίνει κάθε λίγο στην αίθουσα και ύστερα ξαναφεύγει. Η διαδικασία κυλάει ομαλά και στο τέλος καταλήγουμε να τρώμε μπριζόλες που έφερε ο πρόεδρος του χωριού. Ο ίδιος μου βρήκε και τον γραμματέα, έναν υπάλληλο του δήμου που δεν δείχνει ενδιαφέρον για τα τυπικά, κάνει συνέχεια λάθη στον κατάλογο, κι όταν του λέω ότι μπορεί αν θέλει να ψηφίσει και ο ίδιος, σηκώνει τους ώμους. «Ξέρεις κάτι;» μου λέει κάποια στιγμή αργότερα. «Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν γίνεται να φτιάξεις τίποτα χωρίς να χαλάσεις κάτι άλλο. Γι’ αυτό δεν θέλω να κάνει ψυχανάλυση η γυναίκα μου».

«Νάιντις, ρε φίλε, τι έχεις ζήσει», λέει δείχνοντας στο κινητό ένα άρθρο για μια εμφάνιση του Αξλ Ρόουζ το ενενήντα τόσο. Οργασμός ’90s καλτίλας στο βίντεο που δεν πρέπει να λείπει από κανένα ελληνικό σπίτι, γράφει το άρθρο, και ο Πάνος ρίχνει πονηρές ματιές πότε στην οθόνη και πότε σ’ εμένα. «Κοίτα εδώ μαλλιά», λέει. Οταν θεωρεί ότι το έχω διαβάσει, βάζει τη συσκευή στην άκρη και πίνει μια γουλιά κρασί. «Τι σου λέω κι εσένα, εσύ τα ‘χεις ζήσει αυτά. Πόσο ήσουν τότε;». Κάνω τους υπολογισμούς και του λέω. «Μικρός», απαντά. «Αλλά και πάλι, τα έχεις ζήσει. Τρέλα, Ciao Ant1, πασοκάρα». «Μμμμ» λέω, και πίνω κι εγώ λίγο κρασί, που είναι νερωμένο και μυρίζει φαγητό. «Κάποια σκηνικά πάντως τότε ήταν ακραία απαράδεκτα, σε φάση τα βλέπεις και λες, σεξισμός, ρε φίλε, όπα», λέει η Λένα, που μέχρι τώρα δεν έδειχνε να παρακολουθεί. «Οντως», απαντώ, «αλλά και σήμερα–» «Δηλαδή, εντάξει κάπου με τους Boomers, είπαμε». «Δεν είναι Boomer το παιδί, ρε, τι του λες. Gen-Χ είναι», παρεμβαίνει η Ειρήνη, κι εγώ γνέφω ότι, εντάξει, δεν χρειάζεται. «Ναι, το ξέρω… Απλώς, λέω…». Πίνουμε λίγο ακόμη, κι ύστερα έρχεται ο σερβιτόρος. Το κρασί κάνει 1,50 ευρώ, τα ψιλά κουδουνίζουν στο τσίγκινο τραπεζάκι, δίπλα στο κινητό με τον Αξλ Ρόουζ και την Κλόντια Σίφερ.

Με ρωτούν αν έφυγε για το Λουξεμβούργο, αν βρήκε την ευτυχία στη ζωή, αν επέστρεψε στη δικηγορία, αν έκανε το εμβόλιο. Νομίζω πως το εμβόλιο μάλλον το έκανε…

Το φανάρι είναι κόκκινο κι ο Στέλιος κοιτάζει το ρολόι όσο η Ελένη μιλάει: «Και με φόρτωσε μ’ ένα σωρό άχρηστες αρχές. Γι’ αυτό δεν θα τη συγχωρήσω ποτέ. Τι να την κάνω τόση ηθική, πού θα μου χρησιμεύσει; Είναι όπως όταν ήμασταν μικροί και μας έντυνε με εκείνα τα πουλόβερ, το ίδιο δεν είναι, Στέλιο, θυμάσαι;». Ο Στέλιος γνέφει πως ναι, αλλά κοιτάζει τον δρόμο. «Πρέπει να ξεφύγουμε απ’ το μποτιλιάρισμα», λέει. Κολλάω στο μπροστινό αμάξι, πιο πολύ για να δείξω πως κάνω ό,τι μπορώ. «Μας έβαζε εκείνα τα πουλόβερ κι έξω είχε είκοσι βαθμούς και υγρασία, έξω είχε, ξέρεις… Το ίδιο έκανε και με…». «Πάμε», λέει ο Στέλιος, «πράσινο», αλλά ένα μηχανάκι στριμώχνεται δίπλα μας και πάει και στέκεται πρώτο στο φανάρι, που είναι και πάλι κόκκινο. Απέναντι, στο βάθος του δρόμου, φαίνεται ήδη η μάντρα του νεκροταφείου. «Είναι σαν εκείνα τα ηλίθια πουλόβερ», λέει η Ελένη. Πιάνω τον Στέλιο να σχηματίζει άηχα τις λέξεις: «Α, ρε μάνα». «Δεν μας προστάτευαν από τίποτα», συνεχίζει η Ελένη.

Περνούσε τότε την κατασκοπική φάση της κι ένα βράδυ ξετρύπωσε το ημερολόγιο του Σωτήρη και το διάβασε όλο. Οπως ήταν φυσικό, εντόπισε πολλές αναφορές στην ίδια, αν και όχι κάτι ιδιαίτερα αρνητικό, ούτε κανένα μυστικό. Ισα ίσα, μιλούσε για εκείνη με αγάπη και το ημερολόγιο ήταν γραμμένο λες και ο Σωτήρης ήξερε ότι μια μέρα κάποιος θα το διάβαζε. Και πάλι όμως, το ξημέρωμα τη βρήκε να κλαίει σφίγγοντας το τετράδιο στα χέρια. Το ίδιο απόγευμα στο γραφείο μου, μου τα είπε όλα. Οταν, με δεδομένο ότι το ημερολόγιο είχε αποδειχθεί μνημείο συζυγικής πίστης, τη ρώτησα τι την είχε πειράξει, εκείνη απάντησε: «Υπάρχει πάντα κάτι προσβλητικό όταν κάποιος μιλάει για σένα χωρίς να είσαι μπροστά. Υπάρχει πάντα ένα ψήγμα προδοσίας εκεί μέσα».

Τι απέγινε ο Αντώνης μετά την «αυλαία»;-1
Ο συγγραφέας Χρίστος Κυθρεώτης γράφει για την «Κ».

Αργότερα, στέκομαι μπροστά σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι και κοιτάζω τον φθαρμένο τοίχο. Κάποιος έχει γράψει: Ψυχοθεραπεία ή εμφύτευση μαλλιών;

«Πίστεψέ με», μου λέει, «είναι όλα εκεί από την αρχή. Αν μπορούσες να ταξιδέψεις στον χρόνο και να παρακολουθήσεις τον εαυτό σου ένα απόγευμα όταν ήσουν δύο χρόνων – θα αναγνώριζες τον εαυτό σου». Είναι δύο ξημερώματα, αύριο δουλεύουμε, αλλά έχουμε καθίσει σ’ αυτό το μπαρ έτσι κι αλλιώς, για να αφήσουμε τη νύχτα να περάσει ήσυχα δίπλα μας χωρίς να μας προσέξει. «Λες να πάμε πουθενά αλλού;» λέει ο Φάνης. Μια παρέα δίπλα πληρώνει και ο πιο νηφάλιος προσπαθεί να κάνει τη διαίρεση διά του έξι. Κοιτάζω τον καπνισμένο καθρέφτη πίσω από την μπάρα και σκέφτομαι όλες αυτές τις φορές που έχω αλλάξει πορεία στη ζωή ή τα εισιτήριά μου στο αεροπλάνο ή έστω γνώμη για κάτι.

«Τους πάω τους Gen-X», λέει η Ειρήνη «είναι οι πιο κουλ τύποι. Σε φάση στ’ αρχίδια τους, ρε, δεν ασχολούνται…». Ο Πάνος προσθέτει πως εκτός από τους Gen-X και τους Millennials υπάρχουν και οι Xennial, που είναι κάτι ενδιάμεσο, κι αυτοί δεν είναι και τόσο στ’ αρχίδια τους. «Είναι πολύ πιο κοντά σ’ εμάς», λέει. «Εσύ, Πάνο, είσαι Millennial, ρε;» τον ρωτάει η Λένα. «Αφού είσαι του ’97, πρέπει να είσαι μετά». «Τι μετά;» «Μετά τους Millennial». «Ποιοι είναι μετά τους Millennials;» «Δεν ξέρω, οι Xennial δεν είπαμε;». «Οχι, αυτοί είναι πριν». «Πριν; Πριν δεν είναι οι Gen-X;» λέει η Λένα, και όλοι δείχνουν μπερδεμένοι για λίγο. «Εσύ τελικά τι είσαι;» με ρωτάει ύστερα από λίγο η Ειρήνη. «Gen-X ή Xennial;». «Δεν είμαι σίγουρος», της λέω. «Αλλά ξέρω τον ωροσκόπο μου».

«Πάλι καλά που έχουμε και το Zoom», της είπα, «σκέψου να μας έβρισκε αυτό μόνο με τα τηλέφωνα». «Και όμως, το τηλέφωνο ήταν καλύτερο», απάντησε. «Τουλάχιστον ήταν μόνο για εμάς. Τώρα νιώθω πως έχω γίνει ένα ακόμη από τα πράγματα που κάνεις στον υπολογιστή σου».

Είναι η άνοιξη μετά από όλα αυτά και φέρνω στο μυαλό μου κάτι που δεν είμαι σίγουρος αν είδα ή έχω φανταστεί, έναν τύπο να κάθεται μόνος σε μια παραλία και να κοιτάζει τη θάλασσα και στα δέκα μέτρα απόσταση να τον πλησιάζει ένας αστυνομικός. Είναι έτοιμος να του μιλήσει, κι ο τύπος διακόπτει την ονειροπόληση και γυρίζει το κεφάλι και βλέπει κι αυτός τον αστυνομικό, και για λίγο δεν ξέρουν τι να πουν. Δεν ξέρω γιατί σκέφτομαι αυτή την εικόνα, θα ήθελα όμως να την είχα κρεμασμένη στον τοίχο του σαλονιού και να την κοιτάζω – όχι για να την αναλύω, ούτε για να πλαισιώνω έτσι ή αλλιώς τα νοήματά της, κάθε άλλο. Απλώς να την κοιτάζω, μέχρι να σταματήσει να σημαίνει κάτι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή