«Βρικόλακες»: Πίσω από τις βελούδινες κουρτίνες

«Βρικόλακες»: Πίσω από τις βελούδινες κουρτίνες

Ο Αργύρης Πανταζάρας μιλάει στην «Κ» για τους «Βρικόλακες» στο Εθνικό Θέατρο

4' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σήμερα ακούγεται ίσως παράξενο, είναι όμως αλήθεια: οι «Βρικόλακες» του Χένρικ Ιψεν είχαν προκαλέσει στην εποχή τους έντονες αντιδράσεις, λόγω της τολμηρής θεματολογίας τους. Τα σεξουαλικά μυστικά που κρύβονται πίσω από ένα πέπλο οικογενειακής ευτυχίας, καθώς και τα νοσήματα, αφροδίσια ή άλλα, που η παλιότερη γενιά ενδέχεται να κληροδοτήσει στη νεότερη, δεν ταίριαζαν, καθώς φαίνεται, σε μια θεατρική σκηνή του 1881. «Το κοινό παρακολούθησε τη δραματοποίηση ενός ζητήματος που συνήθως δεν συζητιέται έξω από τους τοίχους ενός νοσοκομείου», έγραφε ένας κριτικός που είχε δει το έργο στην Αγγλία. Ομως οι καιροί θα άλλαζαν. Και οι «Βρικόλακες» (με τους οποίους το δραματικό στοιχείο προέκυπτε πλέον όχι επειδή ένας άνθρωπος σπάει κάποιο ηθικό πλαίσιο, αλλά επειδή ακριβώς διστάζει να το σπάσει για να ελευθερωθεί), θα εγκωμιάζονταν σαν ένα από τα πιο σκοτεινά έργα του Νορβηγού και σαν η πρώτη μοντέρνα τραγωδία.

«Είναι ένα έργο που μάχεται για το φως, που μάχεται για την αλήθεια, ούτως ώστε αυτή να επανεξεταστεί, να φωτιστεί», λέει από τη μεριά του ο Αργύρης Πανταζάρας, ο οποίος στους «Βρικόλακες» του Εθνικού Θεάτρου, την πρώτη φετινή παράσταση της Κεντρικής Σκηνής του, υποδύεται τον νεαρό Οσβαλντ Αλβινγκ. «Ακουσα κάποτε», συνεχίζει ο ηθοποιός, «πως ο Ιψεν υποστήριζε ότι είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς το έργο του αν δεν έχει αντικρίσει το μούχρωμα του ουρανού της Νορβηγίας. Η αλήθεια είναι ότι οι κλιματικές συνθήκες έχουν καθορίσει τον ρου της Ιστορίας και του ανθρώπινου πολιτισμού σε μεγάλο βαθμό. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει στην τέχνη και η μάχη ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι αντανακλάται σε όλη την ιψενική δραματουργία, ως μάχη ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα. Αν αναλογιστούμε ότι στους “Βρικόλακες” η αλήθεια αποκαλύπτεται στο τέλος και το ψέμα αποκαθηλώνεται, θα έλεγα ότι δεν μιλάμε τόσο για ένα βαρύ όσο για ένα λυτρωτικό έργο. Η λύτρωση έχει πάντοτε ένα χαμόγελο. Εστω και πικρό».

Ιδού όμως η σύνοψη του έργου, που ανεβαίνει από χθες στο Εθνικό, σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή: η κυρία Αλβινγκ (Ναταλία Τσαλίκη) ετοιμάζεται για τα εγκαίνια του φιλανθρωπικού ιδρύματος που έφτιαξε στη μνήμη του εκλιπόντος συζύγου της, του σεβάσμιου λοχαγού Αλβινγκ. Ο γιος της, Οσβαλντ (Αργύρης Πανταζάρας), αναγνωρισμένος ζωγράφος που λείπει από παιδί στο εξωτερικό, έχει επιστρέψει για την τελετή και ερωτοτροπεί με την υπηρέτρια Ρεγγίνα (Κατερίνα Μαούτσου), κόρη του ξυλουργού Εγκστραντ (Γιώργος Ζιόβας). Λόγο στα εγκαίνια θα εκφωνήσει ο πάστορας Μάντερς (Περικλής Μουστάκης), οικογενειακός φίλος και διαχειριστής του ιδρύματος, το οποίο όμως τυλίγεται στις φλόγες από ένα ατύχημα. Και το γεγονός δίνει αφορμή στην κυρία Αλβινγκ να παραδεχτεί ανοιχτά ότι η οικογενειακή της ευτυχία ήταν ένα ψέμα στο οποίο εγκλωβίστηκε και ότι ο άνδρας της ήταν ένας μέθυσος που απέκτησε τη Ρεγγίνα με την τότε υπηρέτριά τους. Με τη σειρά του, ο Οσβαλντ εξομολογείται στη μητέρα του ότι βασανίζεται από σύφιλη και ίσως δεν ζήσει πολύ – θέλει να τον βοηθήσει να αυτοκτονήσει. Η μητέρα του πιστεύει ότι κληρονόμησε την ασθένεια από τον πατέρα του· και δεν ξέρει τι να κάνει όταν η αρρώστια τον ξαναχτυπά.

«Βρικόλακες»: Πίσω από τις βελούδινες κουρτίνες-1
Ο Περικλής Μουστάκης είναι ο πάστορας Μάντερς και η Κατερίνα Μαούτσου η Ρεγγίνα. Συμμετέχει επίσης ο Γιώργος Ζιόβας ως Εγκστραντ. [ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΒΑΛΛΙΕΡΑΚΗΣ]

Η αλήθεια είναι ότι οι δικοί μας βρικόλακες δεν έχουν βγει στην επιφάνεια ακόμη· γιατί αυτό που μας τρομάζει είναι το φως.

«Ο Οσβαλντ έχει ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα το οποίο “κληρονόμησε”, όμως η σύφιλη δεν μεταβιβάζεται κληρονομικά», υπογραμμίζει ο Αργύρης Πανταζάρας. «Το έμβρυο μόνο μπορεί να μολυνθεί, αλλά η μητέρα του Οσβαλντ δεν πάσχει από σύφιλη. Αρα κάτι άλλο έχει συμβεί. Κάτι που ανάγκασε μια μητέρα να διώξει στο εξωτερικό το παιδί της, μακριά από την αγκαλιά της, στην ηλικία των επτά ετών», λέει ο ηθοποιός.

Και συνεχίζει ως εξής: «Το 1881 ο Ιψεν επιχείρησε να ανοίξει μια σχισμή στην κοινωνική υποκρισία, που ήταν κρυμμένη πίσω από βαριές βελούδινες κουρτίνες, οι οποίες εμπόδιζαν το φως. Ζούμε σε μια εποχή που οι κουρτίνες ανοίγουν και δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε από όσα αποκαλύπτουν: έναν οχετό από χαμηλά ένστικτα, μια σειρά κακοποιημένων παιδιών και ενηλίκων. Βλέπουμε πως πίσω από ένα παράσημο κρύβεται μια χυδαιότητα. Πίσω από ένα ψηλοτάβανο αρχοντικό, μέσα σε ένα σκοτεινό υπόγειο κρύβεται ο πόνος – ο πόνος μιας γυναίκας, ενός παιδιού ή μιας ολόκληρης οικογένειας. Τα σημάδια είναι υπαρκτά. Δεν μπορούν να σβηστούν, δεν θα σβηστούν».

Οπως δεν σβήνονται, σχολιάζει ο Αργύρης Πανταζάρας, και κάποια ερωτήματα μέσα μας. «Ο θύτης, τελικά», καταλήγει ο ηθοποιός, «υπό ποιες συνθήκες λαμβάνει άφεση αμαρτιών; Οταν είναι φαινομενικά σεβάσμιος; Οταν δεν είναι πια εν ζωή; Ο νεκρός δεδικαίωται ακόμη και όταν έχει προκαλέσει τόσο πόνο, ακόμη και αν έχει καταστρέψει ζωές; Η αλήθεια είναι ότι οι δικοί μας βρικόλακες δεν έχουν βγει στην επιφάνεια ακόμη. Γιατί αυτό που μας τρομάζει, είναι το φως. Γιατί φοβόμαστε πως αυτό το φως ίσως τελικά φωτίσει και τη δική μας συνενοχή, τη δική μας σιωπηρή ανοχή. Συνενοχή, η οποία υπάρχει σε κάθε βλέμμα που έκανε ότι δεν βλέπει».

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή