Λιτές, δωρικές ερμηνείες από Μούλοβα και Μπίτσον

Λιτές, δωρικές ερμηνείες από Μούλοβα και Μπίτσον

Αραιά, αλλά τακτικά επισκέπτεται την Αθήνα η Βικτόρια Μούλοβα. Το 2011, μαζί με τον τότε ακόμη ελάχιστα γνωστό, εξαιρετικά ταλαντούχο πιανίστα Κρίστιαν Μπεζάουντενχαουτ, η διάσημη Ρωσίδα βιολονίστρια είχε ερμηνεύσει σονάτες του Μπετόβεν

2' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αραιά, αλλά τακτικά επισκέπτεται την Αθήνα η Βικτόρια Μούλοβα. Το 2011, μαζί με τον τότε ακόμη ελάχιστα γνωστό, εξαιρετικά ταλαντούχο πιανίστα Κρίστιαν Μπεζάουντενχαουτ, η διάσημη Ρωσίδα βιολονίστρια είχε ερμηνεύσει σονάτες του Μπετόβεν. Φέτος, στις 26 Οκτωβρίου, επέστρεψε στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» μαζί με έναν ακόμη ταλαντούχο πιανίστα, τον Aλαστερ Μπίτσον και ξεκίνησε το πρόγραμμά της, όπως και το 2011, με τη σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 4, έργο 23 του Μπετόβεν.

Είχε κανείς την αίσθηση ότι η Μούλοβα κινούνταν στη μουσική αυτή με απόλυτη άνεση. Oπως και στη σονάτα αρ. 7 σε ντο ελάσσονα (έργο 30, αρ. 2) επίσης του Μπετόβεν, που ακολούθησε, η ερμηνευτική άνεση της βιολονίστριας μαρτυρούσε ότι πρόκειται για συνθέσεις των οποίων αντιλαμβάνεται σε βάθος την αισθητική και τη μουσική δραματουργία και, συνεπώς, μπορεί να αποδίδει με μεγάλη φυσικότητα τον μουσικό τους κόσμο. Το ήθος της λιτής, δωρικής έκφρασης με περιορισμένο βιμπράτο, η διαμόρφωση ορισμένων φράσεων με ένταση στα όρια της δριμύτητας, όπως ενδεικτικά στο πρώτο μέρος –presto– της σονάτας αρ. 4 και ο διάλογος αυτών με διατυπώσεις ξεχωριστής ευγένειας και λεπτότητας, είχαν ως αποτέλεσμα να αναδειχθεί η δύναμη της μουσικής μέσα από φωτοσκιάσεις, που ενώ ήταν δραματικές, δεν είχαν τίποτε το θεατρικό. Η Μούλοβα έδειξε ότι απέριττο δεν σημαίνει στεγνό ή δίχως φαντασία. Το αντίθετο: τα τέσσερα μέρη της σονάτας αρ. 7 έδωσαν την ευκαιρία για μεγάλη εκφραστικότητα, η οποία έφερνε στο φως συχνά απρόσμενες όψεις μιας μουσικής παραγράφου ή ακόμη και ενός μέρους της σονάτας.

Η Μούλοβα και ο Μπίτσον έδειξαν ότι απέριττο δεν σημαίνει στεγνό ή δίχως φαντασία.

Ο Μπετόβεν προβλέπει την ισότιμη συμμετοχή των δύο οργάνων στις σονάτες του και ο Μπίτσον αποδείχθηκε συνομιλητής στο ίδιο μήκος κύματος με τη Μούλοβα. Εξίσου λιτός και ακριβής, βρισκόταν διαρκώς σε δημιουργικό διάλογο μαζί της, συνεισφέροντας στην ανάδειξη των ποιοτήτων της μουσικής.

Θέμα του δεύτερου μέρους της βραδιάς ήταν η επαναληπτικότητα και η αέναη κυκλικότητα. Μούλοβα και Μπίτσον ξεκίνησαν το πρόγραμμά τους με δύο έργα του 20ού αιώνα, τα «Περιτριγυρίσματα μιας νεράιδας» (1951) του Ιάπωνα Τόρου Τακεμίτσου και μία από τις εκδοχές των «Αδελφών» (1977 – 1980) του Εσθονού Aρβο Περτ. Eργο ποιητικό, ατμοσφαιρικό, εμπνευσμένο από ποίημα του σουρεαλιστή Σούζο Τακιγκούτσι και από τον μοντερνισμό των Ντεμπισί και Μεσιάν, το έργο του Τακεμίτσου δόθηκε με λεπτότητα ως προς την αισθητική και με διαφάνεια ως προς τον ήχο, στοιχεία τα οποία μαζί επιτύγχαναν μια αίσθηση αβαρούς αιώρησης, που έμοιαζε ζητούμενη.

Ο Περτ συνέθεσε το έργο «Αδελφοί», αφήνοντάς το αρχικά χωρίς ενορχήστρωση, ώστε να μπορεί να αποδοθεί από διάφορους συνδυασμούς οργάνων. Προφανώς η επιλογή των ηχοχρωμάτων έχει μεγάλη σημασία, καθώς δίνει ξεχωριστό στίγμα στη μουσική δομή. Ο λιτός συνδυασμός του βιολιού με το πιάνο εστιάζει στη μεταφυσική ενατένιση, που είναι ίσως μια από τις βασικές όψεις του έργου. Μούλοβα και Μπίτσον έκλεισαν το πρόγραμμά τους σε διαφορετική διάθεση με το «Λαμπερό ρόντο» του Φραντς Σούμπερτ, που δόθηκε όσο δεξιοτεχνικά προβλέπει η απαιτητική γραφή του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή