Andante amoroso

Τον Νοέμβριο κάποιο έντομο τον τσίμπησε στην πλάτη. Τον Δεκέμβριο το αίμα του μολύνθηκε. Και κάπως έτσι, απλά όσο και παράλογα, πέθανε. Στα πενήντα του. Παραμονές Χριστουγέννων του 1935, σε ένα νοσοκομείο της Βιέννης, ένας άνδρας ξέρει πως το τέλος πλησιάζει

2' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Νοέμβριο κάποιο έντομο τον τσίμπησε στην πλάτη. Τον Δεκέμβριο το αίμα του μολύνθηκε. Και κάπως έτσι, απλά όσο και παράλογα, πέθανε. Στα πενήντα του.

Παραμονές Χριστουγέννων του 1935, σε ένα νοσοκομείο της Βιέννης, ένας άνδρας ξέρει πως το τέλος πλησιάζει. Ο άνδρας είναι ο συνθέτης Αλμπαν Μπεργκ και έτσι τον φαντάζεται στο βιβλίο του «Απόκρυφα γράμματα» (μτφρ. Γιάννης Θηβαίος, εκδ. Ηριδανός) ο Βέλγος συγγραφέας Πιερ Μέρτενς: να προβαίνει σε ένα είδος απολογισμού, απευθυνόμενος στα πρόσωπα της ζωής του (στη γυναίκα του, στην αδελφή του, στην ερωμένη του, στον μέντορά του, τον συνθέτη Αρνολντ Σένμπεργκ), σκεπτόμενος τις μουσικές του Σούμαν και του Σούμπερτ, του Βάγκνερ και του Πουτσίνι – σκεπτόμενος τις δικές του μουσικές πάνω απ’ όλα, όσες πρόλαβε να ολοκληρώσει και όσες άφησε στα μισά: την όπερα «Βότσεκ», το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα, κυρίως τη Λυρική Σουίτα. Αυτό είναι το έργο που του εμπνέει ένας παθιασμένος έρωτας που γεννιέται δέκα χρόνια πριν, το 1925, για μια Χάνα. Το δεύτερο ειδικά μέρος της Σουίτας, το Andante amoroso, είναι από μόνο του αυτή η ιστορία του σφοδρού, απελπισμένου πάθους.

«Οταν ήμουν νεαρός», βάζει ο Μέρτενς τον Μπεργκ να λέει, «καμάρωνα πως ήξερα πολύ καλά την καρδιά της γυναίκας. Πίστευα πως αυτή η ήπειρος δεν είχε μυστικά για μένα. Δεν έκανα λάθος από αλαζονεία, μόνο που ήμουν αθεράπευτα αφελής». Ο απόκρυφος έρωτάς του είναι (και) ένας μικρός θάνατος, χώρια τον πρόωρο θάνατο της νεαρής Μανόν, στην οποία θα αφιερώσει το έξοχο Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα. «Δεν τραγουδάς, δεν υμνείς τόσο επίμονα τον θάνατο των γυναικών αν ισχυρίζεσαι πως τις καταλαβαίνεις», προσθέτει με νόημα.

«Δεν τραγουδάς, δεν υμνείς τόσο επίμονα τον θάνατο των γυναικών αν ισχυρίζεσαι πως τις καταλαβαίνεις».

Ο Μπεργκ αγαπά τη γυναίκα του, Χελένε, συντρίβεται από την ενοχή αλλά ερωτεύεται «τη Χάνα όπως άλλοι θα υπέθαλπαν μια τρομακτική εξέγερση».

Ακούγοντας τη συμφωνική σουίτα «Λούλου», αντλημένη από τον «Βότσεκ», ήδη από τις πρώτες νότες των εγχόρδων και του μεταλλόφωνου αισθάνεσαι την πυκνή, υποβλητική ατμόσφαιρα: τον Μπεργκ έτοιμο να αποχαιρετήσει «τον κώδικα του κόσμου» («και σε μένα αυτή η μουσική είναι ανυπόφορη, αλλιώς δεν θα την έγραφα»).

«Πενήντα χρόνων: δεν είναι ηλικία για να πεθαίνεις», μονολογεί ο Μπεργκ. Αρκούσαν όμως, λέει, για να ζήσει «τα πολύτιμα δεινά του πάθους». Είναι από αυτές τις καταστάσεις που ο πάντοτε θετικός μέντοράς του, ο Σένμπεργκ, δεν πολυκαταλαβαίνει (κι ας έγραψε την ασύλληπτη «Εξαϋλωμένη νύχτα»…).

Ο Μπεργκ, στο κατώφλι του θανάτου, έχει ένα τελευταίο μήνυμα να δώσει –μέσα στο κεφάλι του– προς τον παλιό του δάσκαλο: «Μην εμπιστεύεστε τους μελαγχολικούς, κάποιες φορές είναι λαίμαργοι. Ο ηδονισμός τους ξεγελά».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή