Κάποτε στη (νυχτερινή) Αμερική

Κάποτε στη (νυχτερινή) Αμερική

Πόλεις που δεν κοιμούνται ποτέ μέσα από τις ρετρό επιχρωματισμένες καρτ ποστάλ της συλλογής του Τζον Α. Τζέικλ

6' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η προβλήτα απλώνεται εντυπωσιακή και γιγάντια πάνω από το νερό, λες και η αλαζονική, ολόφωτη πόλη θέλει να κατακτήσει μέχρι και τον ωκεανό. Στο φόντο, ο ευρύς ορίζοντας του Ατλαντικού φωτίζεται από μια μεγάλη και κατάλευκη πανσέληνο, που κάνει τις αφρισμένες κορυφές των κυμάτων να φωσφορίζουν. Πρόκειται για τη διάσημη μεταλλική προβλήτα της τουριστικής παραθαλάσσιας πόλης του Ατλάντικ Σίτι, στην πολιτεία του Νιου Τζέρσεϊ, και στη μεγάλη αμμουδιά της βλέπουμε ένα πλήθος λουομένων. Κάνουν τον περίπατό τους, ξαπλώνουν στην άμμο, ενώ πολλοί παίζουν με τα κύματα και κολυμπούν. Και όμως, στον ουρανό βλέπουμε σύννεφα και είναι βράδυ. Αραγε πρόκειται για νυχτερινούς κολυμβητές; Και γιατί η εικόνα που κοιτάμε έχει κάτι το αφύσικο; Αυτή η καρτ ποστάλ από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 είναι μια γοητευτική οφθαλμαπάτη: έχει βασιστεί σε μια φωτογραφία που τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά έπειτα επιχρωματίστηκε ώστε να μοιάζει πειστικά νυχτερινή.

Το βιβλίο μέσα στο οποίο παρουσιάζεται, με τίτλο «Καρτ ποστάλ της νύχτας» («Postcards of the night»), αποτελεί προϊόν του εκδοτικού οίκου του Μουσείου του Νέου Μεξικού (Museum of New Mexico) που εδρεύει στη Σάντα Φε, πρωτεύουσα της πολιτείας του Νέου Μεξικού, και είναι υψηλής ποιότητας, κομψό λεύκωμα 126 σελίδων που κυκλοφόρησε είκοσι χρόνια πριν, τον Ιανουάριο του 2003, βασιζόμενο στην προσωπική συλλογή ενός ιστορικού – γεωγράφου, του Τζον Α. Τζέικλ (John A. Jakle).

Μάλιστα, υπάρχει εδώ μια ταύτιση ανάμεσα στον εκδότη και στον συγγραφέα: έχουν κι οι δυο στην πλάτη τους μεγάλο αριθμό καταπληκτικών εργασιών και εκδόσεων που εκτός Αμερικής έχουν παραμείνει λίγο ώς πολύ στο σκοτάδι. Με αυτήν την έννοια, το βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας είναι ένα από αυτά τα πολλά «άγνωστα αριστουργήματα» της παγκόσμιας εκδοτικής δραστηριότητας.

«Ο νυχτερινός φωτισμός μετέτρεψε το συνηθισμένο σε ασυνήθιστο, η νύχτα αποικήθηκε και τα όρια του σκοταδιού μετακινήθηκαν προς τα πίσω».

Ο Τζέικλ, 83 ετών σήμερα, ομότιμος καθηγητής Γεωγραφίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι, εμπνεύστηκε από τη γοητεία του «αμερικανικού τοπίου» και δούλεψε όλη του τη ζωή για να το καταγράψει, να το αναλύσει και να το αποτυπώσει σε λόγια, εικόνες και θεματικές ενότητες. Μελέτησε (και εκθείασε μέσα στα βιβλία του) πράγματα όπως τα βενζινάδικα, τα μοτέλ και τα φαστφουντάδικα στο πλάι των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, τις φωτεινές επιγραφές, τα γκαράζ ή τους σιδηροδρόμους. Στο μακρύ έργο του υπήρξε παραγωγικός, μεθοδικός και παθιασμένος ερευνητής της λαϊκής κουλτούρας της Αμερικής. Κάθε περιπαθής έρευνα – έκδοσή του μοιάζει με μικρό έντυπο μουσείο για τον φευγαλέο παλμό του εφήμερου και όσων χάθηκαν κάπου μέσα στα χρόνια και στα μεγάλα γράμματα της Ιστορίας. Σαν υπνωτισμένος εξερευνητής και συλλέκτης εκλάμψεων του παρελθόντος, ανίχνευσε την ψυχή της χώρας του όχι μόνο στα μεγάλα γεγονότα και στα ηχηρά ονόματα, αλλά και στις συνήθειες των πολλών και των ανωνύμων.

Στις ογδόντα εικόνες-οφθαλμαπάτες του βιβλίου που παρουσιάζουμε εδώ, μας παίρνει μαζί του για ένα ταξίδι μέσα σε εκείνες τις παλιές τουριστικές εικόνες των νυχτερινών πόλεων που σε όλες τους θριαμβεύουν δύο πράγματα: το μυστήριο της πόλης τη νύχτα και η χαμένη πια τέχνη των επιχρωματισμένων καρτ ποστάλ. «Το ενδιαφέρον μου για την αμερικανική νύχτα και την αποτύπωσή της στις καρτ ποστάλ γεννήθηκε αυθόρμητα. Ως δεκάχρονος (σ.σ. το 1949), ένα βράδυ του χειμώνα, διέσχισα μέσα σε ένα τρένο την πολιτεία του Κάνσας, με δεσμίδες φωτός να τρυπάνε το σκοτάδι, διακεκομμένες λάμψεις από τους προβολείς των αυτοκινήτων στην εθνική οδό, που βρισκόταν παράλληλα με τις γραμμές του τρένου. Τι βαθιά αίσθηση κενού και απομόνωσης!» θα πει στην αρχή του προλόγου της έκδοσης, ενώ αμέσως μετά θα πάει από τη νύχτα του σκοταδιού στη νύχτα του φωτός, όταν θυμάται τη λάμψη της μεγάλης πόλης μια νύχτα του Αυγούστου που είχε πάει με τους γονείς του στο ρουφ γκάρντεν του Astor Hotel στη Νέα Υόρκη. Οπως γράφει, «βλέποντας τη θέα από ψηλά ένιωσα πως βρισκόμουν όχι μόνο στην καρδιά μιας θαυμαστής μητρόπολης, αλλά και στην καρδιά όλης της Αμερικής – για να μην πω στο κέντρο όλου του κόσμου».

Στην εφηβεία του, τέτοιες «νυχτερινές» εικόνες έφθαναν στο οικογενειακό γραμματοκιβώτιο σε μορφή καρτ ποστάλ από συγγενείς που πήγαιναν ταξίδια. Αρχισε να τις συλλέγει και να τις φυλάει σε ένα κουτί, και ενώ μπορεί τότε να μην καταλάβαινε πως εκείνες οι φωτογραφίες ήταν «πειραγμένες», τον γοήτευαν γιατί, όπως λέει, δεν ήταν μόνο συγκινητικές, αλλά αποτελούσαν και μια «πρόσκληση» για να πάει κάποτε σε όλα αυτά τα μέρη.

Χρόνια μετά, ως βοηθός καθηγητής Γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο, ξέθαψε εκείνο το κουτί και αναγνώρισε την ακαδημαϊκή του αξία. «Οι εικόνες εκείνες ήταν ενδεικτικές όχι μόνο τού πώς ήταν κάποτε εκείνα τα μέρη, αλλά και του πώς απεικονίζονταν. Ηταν ενδεικτικές τού πώς απεικονιζόταν η ίδια η Αμερική», όπως γράφει, και μας υπενθυμίζει παράλληλα κάτι πολύ σημαντικό: τότε ήταν η εποχή που η νύχτα είχε πάψει να είναι τόσο σκοτεινή όσο είχε υπάρξει επί αιώνες. «Ο νυχτερινός φωτισμός μετέτρεψε το συνηθισμένο σε ασυνήθιστο, η νύχτα αποικήθηκε και τα όρια του σκοταδιού μετακινήθηκαν προς τα πίσω», θα πει.

Κάποτε στη (νυχτερινή) Αμερική-1
Λος Αντζελες, Καλιφόρνια, 1940. Χόλιγουντ Μπουλβάρ.

Κάποτε στη (νυχτερινή) Αμερική-2
Σαν Φρανσίσκο, Καλιφόρνια, 1940.

Κάποτε στη (νυχτερινή) Αμερική-3
Τούσον, Αριζόνα, 1933.

Κάποτε στη (νυχτερινή) Αμερική-4
Λας Βέγκας, Νεβάδα, 1960

Κάποτε στη (νυχτερινή) Αμερική-5
Το βιβλίο «Καρτ ποστάλ της νύχτας» («Postcards of the night») είναι ένα κομψό λεύκωμα 126 σελίδων που κυκλοφόρησε πριν από 20 χρόνια.

Τα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» του πρώιμου 20ού αιώνα

Πέρα από την ιστορική τους αξία ως τεκμήρια για το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής ή πολύτιμοι φωτογραφικοί υπαινιγμοί για άγνωστες πτυχές του παρελθόντος, αυτές οι ταχυδρομικές κάρτες υπήρξαν και προϊόν ενός ολόκληρου μηχανισμού που είχε πίσω του πολύπλοκες διαδικασίες και παραγωγές, είτε αυτό σήμαινε τεχνικές απεικόνισης και εκτύπωσης είτε τα ίδια τα ταχυδρομεία και τις υπηρεσίες τους. Ιστορικά μιλώντας, οι καρτ ποστάλ φιλοτεχνήθηκαν, τυπώθηκαν, πωλήθηκαν, ταχυδρομήθηκαν και παρελήφθησαν σε τόσο γιγάντια κλίμακα που ίσως αποτελούν το αντικείμενο που ανταλλάχθηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μεταξύ των ανθρώπων. Μπορούμε κιόλας να πούμε πως αποτελούν τον πρόγονο των σημερινών μέσων κοινωνικής δικτύωσης: πράγματι, συχνά συνοδεύουμε ένα σύντομο μήνυμά μας (ή μια δημόσια ανάρτησή μας) με μια φωτογραφική λήψη από έναν τόπο διακοπών.

«Η εικόνα άρχισε να εξισώνεται με την εμπειρία», γράφει κάπου στις εισαγωγικές σημειώσεις του στις «Καρτ ποστάλ της νύχτας» ο Τζέικλ, αναφερόμενος στην Αμερική του πρώιμου 20ού αιώνα, κάτι που στη σημερινή ψηφιακή εποχή των social media και του Ιντερνετ ακούγεται ανατριχιαστικά επίκαιρο. Πράγματι, με έναν παράξενο τρόπο, οι καρτ ποστάλ ζουν ακόμη, σε ψηφιακή μορφή, αλλά οι «οφθαλμαπάτες» τους δεν έχουν τίποτα από εκείνη την παλιά γοητεία των περίτεχνων τεχνικών εκτύπωσης, επιχρωματισμού κι επέμβασης πάνω στη φωτογραφία.

Με λίγη έρευνα, βρίσκουμε πως εκείνη η καρτ ποστάλ που μας δείχνει μια νυχτερινή λήψη της παραλίας του Ατλάντικ Σίτι και της μεγάλης προβλήτας του, στην πραγματικότητα είναι απλώς μια πειραγμένη φωτογραφία που τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας από ένα αεροπλάνο. Μας πειράζει όμως που αυτή η επέμβαση, η επεξεργασία, είναι τόσο φανερή; Πειράζει τον ίδιο τον δημιουργό της; Τον ανησυχεί άραγε μήπως τον κατηγορήσουμε για κατάφωρη απάτη, συνειδητοποιώντας πως μάλλον δεν θα υπήρχε περίπτωση ένα βράδυ με συννεφιά να βρίσκονταν εκατοντάδες λουόμενοι στην παραλία;

Κι όμως, είναι τόσο γοητευτικό το φεγγάρι και οι λάμψεις του πάνω στον Ατλαντικό, τόσο μαγικά τα φώτα πάνω στην προβλήτα με τις ατραξιόν τους, που δεχόμαστε πρόθυμα αυτή τη «γλυκιά απάτη». Συμφωνούμε όλοι σε μια εθελούσια, κοινή παραπλάνηση. Αλλωστε, γιατί να σε πειράξει που σε μία από αυτές τις εικόνες ο κομήτης του Χάλεϊ είναι ολοφάνερα ζωγραφισμένος με το χέρι; Η απόκοσμη μαγεία του δεν χάνει σε τίποτα – αντιθέτως, ίσως κερδίζει.

Τα μεταπολεμικά χρόνια, όταν άρχισαν να γίνονται διαθέσιμα φωτογραφικά μέσα που μπορούσαν να αποτυπώσουν πιο ρεαλιστικά νυχτερινές σκηνές, οι εκδότες και οι τυπογράφοι συνέχισαν να παρουσιάζουν τις αμερικανικές πόλεις τη νύχτα επιχρωματισμένες, με τεράστια φεγγάρια στον ουρανό, κάπου μεταξύ του αληθινού και του φαντασιακού. Οι νέες τεχνικές δεν άφηναν τόσο χώρο για τη φαντασία. Οπως γράφει ο Τζέικλ, «στο τέλος, το παιχνίδι της φαντασίας και των προσδοκιών που έπαιζαν οι εκδότες των καρτ ποστάλ με το κοινό σταμάτησε. Κι όμως, ενώ οι καρτ ποστάλ των αρχών του 20ού αιώνα δεν υπήρξαν απόλυτα ειλικρινείς, με τίποτα δεν μπορούμε να πούμε πως υπήρξαν και εντελώς ανέντιμες».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή