Θα πάρει το Νομπέλ ο Σάλμαν Ράσντι;

Θα πάρει το Νομπέλ ο Σάλμαν Ράσντι;

8' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φρανκφούρτη, Οκτώβριος 2015. Το γεγονός της μεγαλύτερης έκθεσης βιβλίου στον κόσμο είναι η παρουσία του Σάλμαν Ράσντι (για κάποιον ακατανόητο λόγο στην Ελλάδα τον έχουμε μετονομάσει σε Ρουσντί.) Αναμένουμε την εμφάνισή του σαν να πρόκειται για σούπερ σταρ του Χόλιγουντ. Και εννοείται πως έχουμε περάσει από σχολαστικό έλεγχο προτού μπούμε στην αίθουσα.

Πόσο συχνά συμβαίνει ένας μυθιστοριογράφος να αποκτά διαστάσεις celebrity; Σκέφτομαι τον Νόρμαν Μέιλερ. Ομως ο Μέιλερ έγινε διάσημος για ένα σωρό λόγους άσχετους με την πεζογραφία του. Αντίθετα, ο Ράσντι ουδεμία σχέση έχει με την πολιτική, την τηλεόραση και το σινεμά παρά μόνον με την ατόφια, απαιτητική λογοτεχνία.

Εκείνη τη χρονιά στη Φρανκφούρτη, όπου τιμώμενη χώρα ήταν η Ινδονησία, παρακολουθήσαμε δημόσια συνέντευξη (στα γερμανικά!) του κορυφαίου Αμερικανού ιστορικού Τίμοθι Σνάιντερ. Πολύς κόσμος, αλλά έως εκεί. Με τον Ράσντι καταλαβαίνεις αμέσως ότι βρίσκεσαι σε μιαν άλλη πίστα και καθώς στέκομαι μέσα στο πλήθος, θυμάμαι το συνταρακτικό personal history που είχε δημοσιεύσει στο The New Yorker το 2012 (γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, σαν να είχαν όλα συμβεί σε κάποιον άλλον): «Ο εξαφανισμένος» (The Disappeared). Εκεί έγραφε ότι ξύπνησε ένα συνηθισμένο πρωινό το 1989 στο σπίτι του στο Λονδίνο, σκεφτόταν τα προβλήματα που είχε με τη γυναίκα του, ενώ ετοιμαζόταν για τη μέρα του (τηλεοπτική συνέντευξη το πρωί και αργότερα μνημόσυνο για τον φίλο του συγγραφέα Μπρους Τσάτουιν).

Τότε ο κόσμος του γύρισε ανάποδα. Το όνομα του Ράσντι μπήκε στα σπίτια όλων. Ενας συγγραφέας έγινε household name.

Είχε ξανασυμβεί κάτι ανάλογο σε άλλον συγγραφέα; Στις 3 Μαρτίου 1812, ο Λόρδος Μπάιρον ξύπνησε κι αυτός διάσημος, ενώ είχε πέσει να κοιμηθεί άσημος: είχαν δημοσιευθεί τα πρώτα δύο κάντος της ποιητικής του σύνθεσης «Τσάιλντ Χάρολντ» και ήδη γινόταν ένας κακός χαμός έξω από την πόρτα του. Το 1957, μέσα σε ελάχιστα εικοσιτετράωρα από την κυκλοφορία του μυθιστορήματος «Στον δρόμο», ο Τζακ Κέρουακ είδε ένα αφιονισμένο πλήθος να καβαλάει τον φράκτη του.

Με τον Ράσντι δεν έγινε έτσι. Είχε ήδη κατακτήσει τη φήμη ως συγγραφέας προτού κυκλοφορήσουν οι «Σατανικοί στίχοι» το 1988. Το 1981 είχε κερδίσει το μεγάλο βραβείο Μπούκερ για το μυθιστόρημά του «Τα παιδιά του μεσονυκτίου», ενώ μεγάλη κριτική υποδοχή είχε επιφυλαχθεί και στην «Ντροπή». Ο κόσμος του γύρισε ανάποδα όχι με την κυκλοφορία των «Σατανικών στίχων». Το μυθιστόρημα κυκλοφορούσε από τον Σεπτέμβριο του 1988. Εκείνο το ηλιόλουστο (για Λονδίνο) πρωινό της Τρίτης όμως, 14 Φεβρουαρίου 1989, δεν έγινε διάσημος, έγινε κάτι άλλο: εξαφανισμένος. Τότε έλαβε ένα τηλεφώνημα από δημοσιογράφο του BBC, η οποία του ζήτησε δήλωση, από αυτές που οι δημοσιογράφοι ρωτούν τους συγγραφείς όταν, π.χ., λαμβάνουν ένα βραβείο: «Πώς αισθάνεστε που…;». Μονάχα που εδώ το ερώτημα ήταν διαφορετικό: «Πώς αισθάνεστε που μόλις σας καταδίκασε σε θάνατο ο Αγιατολάχ Χομεϊνί;».

Μέσα σε λίγα λεπτά ήρθε φουριόζο ένα αυτοκίνητο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών και τον εξαφάνισε. Το σπίτι του δεν το είδε ξανά παρά τρία χρόνια αργότερα, όταν πια είχε πάψει να είναι δικό του.

Ενα τέταρτο του αιώνα αργότερα, όταν εμφανίστηκε στη Φρανκφούρτη, με το που μπήκε στην κατάμεστη αίθουσα ο χώρος σείστηκε. Περιστοιχισμένος από σωματοφύλακες, χωρίς να είναι πρωθυπουργός, ποδοσφαιριστής, ροκ σταρ ή διασημότητα του Χόλιγουντ. Κανένας μας δεν μπορούσε να τον πλησιάσει, ενώ κάθε τόσο το πρόσωπό του κρυβόταν πίσω από εκείνα των σωματοφυλάκων. Τα φλας άστραφταν και το σούσουρο ήταν αδιανόητο. Πρέπει να πέρασε μόλις λίγα μέτρα από το σημείο όπου στεκόμουν και μπόρεσα να διακρίνω την ηρεμία του: έδειχνε να έχει συνηθίσει αυτό που δεν συνηθίζεται. Εδειχνε να έχει τον έλεγχο. Μοίραζε χαμόγελα εδώ κι εκεί και όταν ανέβηκε στο πάνελ μίλησε με ένταση για όλους τους συγγραφείς ανά τον κόσμο που διώκονται – όχι για τις ιδέες τους. Για τις λέξεις τους.

Αρκετό καιρό πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης, με το που ανακοινώθηκε το όνομα του Ράσντι ως επισκέπτη-ομιλητή στη Φρανκφούρτη, το υπουργείο πολιτισμού του Ιράν εξέδωσε οργισμένη ανακοίνωση αποσύροντας την ιρανική συμμετοχή από την έκθεση: οι Ιρανοί εκδότες και συγγραφείς έμειναν σπίτια τους, εξαφανισμένοι, εξαιτίας της παρουσίας του Ράσντι, ο οποίος παρά το έκδηλο πάθος του έδειχνε ψύχραιμος. Κοίτα να δεις, σκέφτηκα ακούγοντάς τον, συνήθισε.

Είχα κάνει λάθος. Το κατάλαβα στα ειδυλλιακά Κύθηρα του περασμένου Αυγούστου, όταν πληροφορηθήκαμε όλοι την απόπειρα δολοφονίας που έγινε στην Αμερική. Τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια μετά την καταδίκη του Χομεϊνί, οι σκοταδιστές κατάφεραν να τον βρουν και να τον χτυπήσουν τόσο σοβαρά (και σε δημόσια θέα) που παραλίγο να πεθάνει.

Στο φεστιβάλ βιβλίου στο οποίο έλαβε μέρος στη δυτική Νέα Υόρκη δεν είχε πάρει το παραμικρό μέτρο ασφαλείας. Αφέθηκε, χαλάρωσε. «Πρέπει κι εγώ να ζήσω τη ζωή μου», είχε δηλώσει λίγο καιρό νωρίτερα. Καμία σχέση δηλαδή με τη Φρανκφούρτη του 2015: με το που τελείωσε την ομιλία του τότε, φρουρούμενος εξαφανίστηκε πάλι. Παρέμενε ο «εξαφανισμένος» της προσωπικής αφήγησης στο The New Yorker.

Τόσα συμβολικά και πολιτικά βραβεία έχει δώσει η Ακαδημία, γιατί διστάζει στο πιο κραυγαλέα πολιτικό και συμβολικό παράδειγμα;

Το εν λόγω φημισμένο αμερικανικό έντυπο πήρε συγκεκριμένη θέση περίπου ένα μήνα μετά την πρόσφατη δολοφονική επίθεση, όταν ο διευθυντής του The New Yorker, ο Ντέιβιντ Ρέμνικ, δημοσίευσε άρθρο με τίτλο: «Ηρθε η ώρα για τον Ράσντι να πάρει το βραβείο Νομπέλ» (5 Σεπτεμβρίου 2022). Ο Ρέμνικ στόχευε στην απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας που θα ανακοινωνόταν περίπου ένα μήνα μετά, υπενθυμίζοντας πως το εν λόγω ίδρυμα καθυστέρησε 27 ολόκληρα χρόνια για να καταδικάσει δημοσίως τη «φετβά» του Χομεϊνί. Η Ακαδημία σιωπούσε και, στο μεταξύ, ο Ιάπωνας μεταφραστής των «Σατανικών στίχων» δολοφονήθηκε, ενώ εκδοτικοί οίκοι ανά τον κόσμο δέχονταν απειλές. Το βραβείο, εντέλει, πήγε φέτος στη Γαλλίδα Ανί Ερνό…

Οπότε; Θα μπορούσε άραγε ο Ράσντι να λάβει φέτος το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο στον κόσμο; Τόσα συμβολικά και πολιτικά βραβεία έχει δώσει η Ακαδημία, γιατί διστάζει στο πιο κραυγαλέα πολιτικό και συμβολικό παράδειγμα;

Η όλη συζήτηση αφήνει, ωστόσο, απέξω την ουσία ενός λογοτεχνικού βραβείου: ως συγγραφέας, και μακριά από καταδίκες, κρυψώνες, κυνηγητά και μαχαιρώματα, αξίζει το Νομπέλ ο Ράσντι; Κατά τον Ρέμνικ του The New Yorker, ναι, απολύτως.

Στη Γαλλία ζει ένας έξοχος Τσέχος συγγραφέας, εξόριστος από τη χώρα του από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, κυνηγημένος από το κομμουνιστικό καθεστώς, για τον οποίο πολλοί πιστεύουν πως θα έπρεπε εδώ και χρόνια να έχει πάρει το Νομπέλ (μεταξύ αυτών και ο γράφων). Πέρυσι θα μπορούσε να του έχει απονεμηθεί και για πολιτικούς λόγους: μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο Μίλαν Κούντερα (περί αυτού πρόκειται), έστω και στα 93 του, θα ήταν ιδανικό πολιτικό και συμβολικό βραβείο: η δίωξη εξάλλου που είχε κάποτε υποστεί και τον οδήγησε να ζήσει μακριά από τη χώρα του ήταν μετά τη ρωσική εισβολή του 1968 στην Τσεχοσλοβακία.

Ο Κούντερα θα επικροτούσε τη βράβευση του Ράσντι με το Νομπέλ όχι τόσο για πολιτικοσυμβολικούς λόγους, μα για αμιγώς λογοτεχνικούς. Στις αριστουργηματικές «Προδομένες διαθήκες» του (στην κομψή έκδοση της Εστίας, του 1995, με την ωραία μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη, το φροντισμένο εξώφυλλο από την Πόπη Γκανά σε χρώμα απαλής ώχρας, το οποίο κοσμεί εξαιρετικό μελανοδοχείο του Χρήστου Μποκόρου) ο Κούντερα αφιερώνει σελίδες ανυπόκριτου θαυμασμού προς τους «Σατανικούς στίχους» και τον Ράσντι. Η όλη προσέγγισή του επιδεικνύει μιαν μάλλον αξιοθαύμαστη αντοχή στον χρόνο.

«Οι “Σατανικοί στίχοι”, που κυκλοφόρησαν στα αγγλικά τον Σεπτέμβριο του 1988», γράφει ο Κούντερα, «έγιναν δεκτοί με την προσοχή που οφείλεται σε έναν μεγάλο συγγραφέα». Ομως, όταν ο Χομεϊνί καταδίκασε σε θάνατο τον Ράσντι, «το σκάνδαλο προηγήθηκε του βιβλίου. (…) Στάση απολύτως φυσική, θανατηφόρα όμως για ένα μυθιστόρημα». Γιατί; Διότι στην περίπτωση των «Σατανικών στίχων», «λογοτεχνική επικαιρότητα ήταν η θανατική καταδίκη ενός συγγραφέα. Σε τέτοιες περιπτώσεις ζωής και θανάτου έμοιαζε σχεδόν επιπόλαιο να μιλήσει κανείς για τέχνη. Τι αντιπροσωπεύει, αλήθεια, η τέχνη μπροστά στις μεγάλες αρχές που απειλούνται;».

Είναι αλήθεια: το εν λόγω μυθιστόρημα έπαψε εν πολλοίς να διαβάζεται μετά το 1989. Η θανατική καταδίκη «άγγιξε» και το μυθιστόρημα. «Το κείμενο του βιβλίου δεν είχε πια καμία σημασία, δεν υπήρχε πια». Στη συνέχεια ο Κούντερα θέτει το ζήτημα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο: «Η θεοκρατία τα βάζει με τους Νέους Χρόνους και έχει στόχο το αντιπροσωπευτικότερο δημιούργημά τους: το μυθιστόρημα. Γιατί ο Ράσντι δεν βλασφήμησε. Δεν επιτέθηκε στο Ισλάμ. Εγραψε ένα μυθιστόρημα. Αλλά, για το θεοκρατικό πνεύμα, αυτό είναι χειρότερο κι από επίθεση».

Νέοι Χρόνοι ίσον Δύση. Και πάλι ο Κούντερα: «Η ρωσική κατοχή στη χώρα μου αντιπροσώπευε στα μάτια μου μια επιβεβλημένη αποδυτικοποίηση». Δηλαδή: την απομάκρυνση από την αμφισημία, από το χιούμορ, από την «ευφορική ελευθερία της σύνθεσης».

Η «τέχνη του μυθιστορήματος, η κατεξοχήν δική της (σ.σ. της Ευρώπης) τέχνη, καταδικάστηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της, σε θάνατο». Για τον Κούντερα, συγκριτικά με την υπεράσπιση ενός Ραμπελέ τον 16ο αιώνα από άρχοντες αλλά και καρδινάλιους απέναντι στη χριστιανική «θεολογική αστυνομία», η υπεράσπιση του Ράσντι από τη σημερινή Ευρώπη ήταν μάλλον νωθρή. Ομως, υπερασπιζόμενη την τέχνη του μυθιστορήματος, «η Ευρώπη υπερασπίζεται τον δικό της πολιτισμό».

Αυτά έγραφε το 1992 ο Κούντερα, όταν η ανυπομονησία και η αφοριστική τοξικότητα των κοινωνικών δικτύων με την αφόρητη κυριολεξία τους (0% αμφισημία, 0% χιούμορ, 100% καταγγελία) ήταν ακόμα επιστημονική φαντασία και η χρηματοοικονομία μέσο διαχείρισης και όχι αυτοσκοπός. Σήμερα, ο μουσουλμάνος πετρελαιάς χρηματίζει με χαρακτηριστική ευκολία τον εξωφρενικά άπληστο, ξιπασμένο Ευρωπαίο βουλευτή. Και ο Ράσντι, που έγραψε ένα μυθιστόρημα, υποφέρει ακόμα από τις μαχαιριές ενός άλλου –μάλλον φτωχού– μουσουλμάνου.

Τον θυμάμαι ακόμα στη Φρανκφούρτη το 2015. Ενας μεγάλος, σύγχρονος συγγραφέας που έμοιαζε σαν να μην ήταν πια συγγραφέας, αλλά κάτι άλλο, απροσδιόριστο. Ενας εξαφανισμένος συγγραφέας. Κι ωστόσο, όταν τον άκουγες να μιλάει, τότε, στη Φρανκφούρτη, εμφανιζόταν και πάλι ο συγγραφέας: «Οι εκδότες και οι συγγραφείς δεν είμαστε πολεμιστές, δεν διαθέτουμε άρματα μάχης», είχε πει μεταξύ των άλλων. «Ομως σε εμάς έπεσε ο κλήρος να κρατήσουμε την πρώτη γραμμή».

Εκείνες οι λέξεις του Ράσντι αντέχουν και επτά χρόνια μετά, παρά τις διάφορες υποχωρήσεις και εκχωρήσεις στην απατηλή, ζαλιστική ταχύτητα της τεχνολογίας, παρά τα πετροδόλαρα και τις ρωσικές απειλές. Ή μάλλον εξαιτίας ακριβώς όλων αυτών. Η Σουηδική Ακαδημία έχει πολλά να σκεφτεί φέτος.

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή