Η «απολογία» ενός εσωτερικού μετανάστη

Η «απολογία» ενός εσωτερικού μετανάστη

Ο Χανς Φάλαντα για τη ζωή του στη ναζιστική Γερμανία

4' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

HANS FALLADA
Ξένος στη χώρα μου – Ημερολόγιο φυλακής 1944
μτφρ.: Σίσσυ Παπαδάκη
εκδ. Gutenberg, σελ. 331

Ο όρος «εσωτερική μετανάστευση» περιγράφει, κυρίως, την κατάσταση ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας που αισθάνονται αποξένωση από την κυβέρνηση και τις συγκεκριμένες πολιτισμικές συνθήκες της χώρας τους στη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου. Ισχύει για τους πολιτικούς αντιφρονούντες που ζουν κάτω από ένα αστυνομικό κράτος, αλλά παραβιάζουν κρυφά τη συνοδευτική λογοκρισία της λογοτεχνίας, της μουσικής και των τεχνών. Η πιο αμφιλεγόμενη χρήση αυτής της έννοιας αναφέρεται σε Γερμανούς που συμφωνούσαν με τους συγγραφείς της αντιναζιστικής Exilliteratur (λογοτεχνία των εξορίστων) από τη γερμανική διασπορά, αλλά οι οποίοι επέλεξαν να συνεχίσουν να ζουν στη ναζιστική Γερμανία, προσποιούμενοι ότι συμμορφώνονται.

Επινοήθηκε από τον μυθιστοριογράφο Φρανκ Τις ως απάντηση στην εκπομπή του Τόμας Μαν στο BBC, ο οποίος υποστήριζε τη συλλογική ενοχή των Γερμανών για το Ολοκαύτωμα. Ο Τις απάντησε ότι πολλοί Γερμανοί που είχαν προσποιηθεί ότι συμμορφώνονταν είχαν αποδειχθεί πολύ πιο ηρωικοί από τους πολιτικούς πρόσφυγες όπως ο Μαν, οι οποίοι τους έκριναν αφού οι ίδιοι είχαν περάσει τα ναζιστικά χρόνια σε ελεύθερες χώρες και παρακολουθούσαν «το θέαμα από τις καλύτερες θέσεις».

Τα ηθικά ζητήματα που περιβάλλουν την εσωτερική μετανάστευση Γερμανών διανοουμένων αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης για πολλά χρόνια μετά. Στο συνέδριο Γερμανών ιστορικών του 1998 υποστηρίχθηκε ότι οι συγγραφείς που έμειναν ήταν περισσότερο συνένοχοι με το ναζιστικό καθεστώς απ’ ό,τι είχε αναγνωριστεί από την επόμενη γενιά των Γερμανών ιστορικών, πολλοί από τους οποίους ήταν μαθητές τους.

Η προσπάθεια του συγγραφέα να εξωραΐσει ή και να αποκρύψει τις στιγμές εκείνες που η εσωτερική μετανάστευση δεν συνιστούσε απαραίτητα και αντίσταση κατά των αρχών.

Το χρονικό

Το βιβλίο του Χανς Φάλαντα είναι το ημερολόγιο ενός συγγραφέα «εσωτερικού μετανάστη» με τους όρους του Φρανκ Τις, ή τουλάχιστον αυτό σκόπευε να είναι. Υπό τον σαφή τίτλο «Ξένος στη χώρα μου» είναι, όμως, παράλληλα και κάτι άλλο: η προσπάθεια του ανθρώπου να εξωραΐσει ή και να αποκρύψει τις στιγμές εκείνες που η εσωτερική μετανάστευση δεν συνιστούσε απαραίτητα και αντίσταση κατά των αρχών. Ξεκινάει με την ιστορία της νύχτας στην «ταβέρνα του Σλίχτερ», στέκι των Βερολινέζων μποέμ: ο εκδότης του, Ερνστ Ρόβολτ, κάνει το κόλπο που συνήθιζε στα πάρτι –να κομματιάζει με τα δόντια του και να μασάει ένα ποτήρι σαμπάνιας αφήνοντας το πόδι-κοτσάνι–, όταν ένας σερβιτόρος σπεύδει να πει ότι το Ράιχσταγκ είχε πάρει φωτιά. Ηταν η νύχτα της 27ης Φεβρουαρίου 1933 και οι απαρχές της Μεγάλης Νύχτας για τη Γερμανία.

Διατρέχει τη ζωή του ιδίου, της οικογενείας του, μερικών φίλων και συνεργατών στη ναζιστική Γερμανία, με την αφήγηση ημερολογίου να καταλήγει σε ένα ισχυρό μείγμα αυτοδικαιολόγησης και αυτοκριτικής, με ξεκαθάρισμα λογαριασμών, απεικονίσεις της ζωής στο χωριό υπό τους ναζί και μια τελική φυγή σε ένα είδος αυτοκαταστροφικής φαντασίωσης απόδρασης.

Μια ενδιαφέρουσα ματιά πάνω στον Φάλαντα του 1935 έχουμε από τη Μάρθα Τοντ στο βιβλίο της «Through Embassy Eyes» (στα ελληνικά βρίσκουμε τη σκηνή στο βιβλίο του Ερικ Λάρσον «Στον κήπο με τα θηρία», εκδ. Μεταίχμιο). Η Μάρθα Τοντ, κόρη του πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Γερμανία, και η Αμερικανίδα φίλη της, Μίλτρεντ Χάρνακ (η μόνη Αμερικανίδα που εκτελέστηκε από τους ναζί), είχαν επισκεφθεί τον Φάλαντα όταν ο συγγραφέας απολάμβανε την επιτυχία του μυθιστορήματός του, το οποίο είχε ήδη πουλήσει 20.000 αντίτυπα και βρισκόταν στην τρίτη εκτύπωση (πιθανότατα το «Wir hatten mal ein Kind» – 1934). Η διάθεση του Φάλαντα χάλασε όταν η Μάρθα τον ρώτησε για τον πρόλογο του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας εξυμνούσε τις δραστηριότητες των SA (τάγματα εφόδου). Ο συγγραφέας εξοργίστηκε και ισχυρίστηκε ότι οι «ηλίθιοι Αμερικανοί» δεν είχαν ιδέα για το τι χρειαζόταν για να εκδοθεί στη Γερμανία.

Είναι φανερό ότι ο Φάλαντα συμμορφώθηκε με αρκετές απαιτήσεις του ναζιστικού συστήματος, κερδίζοντας χρήματα από τη δουλειά του ή, για παράδειγμα, εγγράφοντας τον μεγαλύτερο γιο του στη Χιτλερική Νεολαία, αλλά παρείχε επίσης οικονομική και νομική υποστήριξη σε κυνηγημένους του συστήματος, συγγραφείς και υπαλλήλους εκδοτών που υπέστησαν διώξεις για πολιτικούς ή φυλετικούς λόγους. Και υπήρχαν αντιφάσεις στον τρόπο με τον οποίο οι ναζί αντιμετώπιζαν τον Φάλαντα, άλλοτε προωθώντας το έργο του και άλλοτε λογοκρίνοντάς το, άλλοτε στέλνοντάς τον σε περιοδείες προπαγάνδας και άλλοτε φυλακίζοντάς τον.

Η «απολογία» ενός εσωτερικού μετανάστη-1

Εκ του ασφαλούς

«Ωραίο ήταν να κάθεσαι στο Παρίσι, στην Πράγα και να απαιτείς από μας, τους συγγραφείς της Γερμανίας, να αναλάβουμε δράση κατά των ναζί. Αρνηθείτε τις εντολές τους! Σαμποτάρετε τις δράσεις τους! Καλέστε τον λαό στα όπλα! Εσείς είσαστε το πνεύμα και η ψυχή της Ευρώπης, στα χέρια σας βρίσκεται το μέλλον της. Κάτι τέτοια μας έγραφαν από τα ασφαλή τους λιμάνια. Πολύ ωραία ακούγονταν όλ’ αυτά όπως είπα, αλλά το να αυτοκτονήσω επειδή αυτό ήθελαν ένα μάτσο μετανάστες μού φαινόταν ότι δεν έχει κανένα νόημα», γράφει στο «Ξένος στη χώρα μου», ως ένας «εσωτερικός μετανάστης», στους Γερμανούς «συγγραφείς της εξορίας».

Τι θα έλεγε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν που αυτοκτόνησε στα σύνορα Ισπανίας – Γαλλίας προσπαθώντας να διαφύγει από τους ναζί ή ο Στέφαν Τσβάιχ που ήπιε δηλητήριο στη Βραζιλία; Ισως ότι και οι συγγραφείς είναι απλώς άνθρωποι με ταλέντο, και όπως –νομίζω– ο Οσκαρ Ουάιλντ είχε πει: «Αν σας αρέσει ένας συγγραφέας, μην τον γνωρίσετε από κοντά».

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή