Η Μαρία Κατσανδρή στην «Κ»: Θα περιοριστεί το «μπορώ να κάνω ό,τι θέλω»

Η Μαρία Κατσανδρή στην «Κ»: Θα περιοριστεί το «μπορώ να κάνω ό,τι θέλω»

Η Μαρία Κατσανδρή μιλάει για την εξουσία και την τέχνη, το ξεκίνημά της στο θέατρο, την επίθεση που είχε δεχθεί

4' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα έργο για τον αδύναμο, το χάος των Αρχών και του Νόμου, τις τέσσερις εξουσίες, τους θεσμούς, είναι το έργο «Τα μάτια τέσσερα» του Γιάννη Τσίρου, που γεμίζει από τον Οκτώβριο το θέατρο «Ιλίσια – Βολανάκη» τις Τετάρτες και τα Σαββατοκύριακα. Γράφτηκε το 2008, όμως δεν έχει ίχνος σκόνης επάνω του.

Ενα νεαρό κορίτσι συλλαμβάνεται επειδή έκλεψε ένα κραγιόν σε κατάστημα καλλυντικών. Λίγες ώρες αργότερα, ο ταλαιπωρημένος παππούς της προσπαθεί να βοηθήσει την εγγονή του που κατηγορείται για αντίσταση κατά της Αρχής. Και τότε, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός μπαίνει σε λειτουργία για την αντιμετώπιση του «κακουργήματος».

Στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, οι Μαρία Κατσανδρή, Χρήστος Σαπουτζής, Πανάγος Ιωακείμ και Ναταλία Σουίφτ μοιράζονται από δύο ρόλους ο καθένας. Η Κατσανδρή υποδύεται την αδιάλλακτη αστυνομικό, αλλά και την οικιακή βοηθό στο σπίτι του δικαστή, «ένα όργανο της εξουσίας και το αντίθετό του, την εξουσιαζόμενη», όπως λέει στην «Κ». «Η μία θέτει όρους, ενώ η άλλη δεν είναι σε θέση να θέσει όρους. Διαφέρουν στην ηθική αντιμετώπιση της ζωής και των πραγμάτων. Η αστυνομικός δεν μπορεί να κάνει τίποτα, παρά μόνον ό,τι επιτάσσει ο νόμος. Στο έργο υπερβαίνει τον νόμο».

Στο σημείωμά του ο Γιάννης Τσίρος υποστηρίζει ότι «ο νόμος είναι ίσος για όλους. Οι άνθρωποι, όμως, δεν είναι ίσοι» και προσθέτει: «Οι κοινωνικά αδύναμοι παραβάτες παρουσιάζονται πιο ένοχοι. Τους έχω δει στο δικαστήριο να ικετεύουν για λίγη επιείκεια, προβάλλοντας ως ελαφρυντικό την ίδια την αδυναμία τους. (…) Οι αδύναμοι παραβάτες εξαλείφονται, οι δυνατοί επιβιώνουν».

Η Μαρία Κατσανδρή εξηγεί ότι «καθημερινά βλέπουμε την έλλειψη δικαιοσύνης σε μια κοινωνία εκτροπών» και φέρνει ως παράδειγμα τις υποθέσεις των Π. Φιλιππίδη και Δ. Λιγνάδη. «Και οι δύο βρίσκονται στο σπίτι τους. Βάλτε όμως στη θέση αυτών έναν από τους χαρακτήρες του έργου. Π.χ. τον παππού, που θέλει να βοηθήσει την εγγονή του. Αδύναμος καθώς είναι, χωρίς γνωριμίες, πού θα βρισκόταν σήμερα;».

Τονίζει ότι «αυτοί οι δύο άνθρωποι ή και άλλοι που δεν γνωρίζουμε, όπως επίσης κάποιοι που έχουν πεθάνει και έχουν κάνει τα ίδια και πολύ χειρότερα, δεν καθορίζουν τον χώρο του πολιτισμού. Τέτοιες καταστάσεις μπορεί να συνεχιστούν, αλλά νομίζω ότι θα περιοριστεί η έπαρση του “μπορώ να κάνω ό,τι θέλω”».

Η εποχή τούς θέλει μπροστά από ένα πληκτρολόγιο – όμως ελπίζω στους νέους, γιατί γνώρισα πολλούς που παιδεύονται και εκπαιδεύονται.

Η ίδια στα 19 της βίωσε μια απόπειρα βιασμού από κάποιον που δεν ζει πια. «Πιστεύω ότι πολλές γυναίκες βρέθηκαν σε τέτοια συνθήκη. Εγώ όμως ήμουν άγρια μικρή, έδινα ξύλο. Δεν αντιδρούν όλοι έτσι».

Τονίζει ότι η εξουσία του σκηνοθέτη ή του παραγωγού να κάνει ό,τι θέλει υπήρχε στον χώρο της και συμπληρώνει: «Ομως, εξουσία έχουμε κι εμείς. Απορώ πώς δεν έχουν συνειδητοποιήσει, παραγωγοί και σκηνοθέτες, ότι χωρίς τους ηθοποιούς δεν υφίστανται».

Το Θέατρο Τέχνης

Λάτρις της πόλης, η Μαρία Κατσανδρή μένει χρόνια στον Λόφο Σκουζέ και μετακινείται με ποδήλατο. Γεννήθηκε στο Σικάγο από πατέρα μετανάστη που έζησε εκεί για 50 χρόνια, ενώ η μητέρα της για 10. Ηταν 17 μηνών όταν γύρισαν στην πατρίδα, με επιμονή της μητέρας της, την οποία από παιδί ακολουθούσε σε παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου. Κάποτε πήγε εκείνη τη μητέρα της σε μια παράσταση, αλλά στο Θέατρο Τέχνης. Η παράσταση που τη σημάδεψε: το «Νεκροταφείο αυτοκινήτων» του Φ. Αραμπάλ σε σκηνοθεσία του Κ. Κουν, με τους Μάγια Λυμπεροπούλου, Μίμη Κουγιουμτζή κ.ά.

Ονειρευόταν να σπουδάσει εθνολογία και φιλοσοφία, αλλά ένα στοίχημα την έκανε ηθοποιό. Οσο μελετούσε για τις εισαγωγικές, μια φίλη τής έλεγε «τι διαβάζεις και κουράζεσαι; Είσαι προορισμένη να γίνεις ηθοποιός». «Εδωσα, λοιπόν, στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης για να της αποδείξω ότι κάνει λάθος». Ομως, πέρασε στη σχολή και γρήγορα ο κόσμος του Κουν τη συνεπήρε. Τόσο, που όταν πέρασε στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ δεν πήγε ούτε για να εγγραφεί. Στο θέατρο μετράει 46 χρόνια.

Δεν την ξενίζει η θεατρική υπερπροσφορά. «Καλά κάνουν και φτιάχνουν ομάδες. Από αυτές θα βγουν νέα έργα, ηθοποιοί και σκηνοθέτες. Σήμερα για τους νέους είναι πιο δύσκολα τα πράγματα και πιο φτωχά. Δεν υπάρχει η παιδεία που πιθανότατα είχαμε οι παλιότερες γενιές. Εμείς, διδασκόμασταν τα αρχαία, έναν εσωτερικό, συνειδησιακό πλούτο που οι νέοι δεν γνωρίζουν. Η εποχή τούς θέλει μπροστά από ένα πληκτρολόγιο και πολλοί δεν ξέρουν ορθογραφία, δεν καταλαβαίνουν κάποιες έννοιες, δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο Σολωμός, ο Κάλβος, δεν κατανοούν τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη. Ομως ελπίζω στους νέους, γιατί γνώρισα πολλούς που παιδεύονται και εκπαιδεύονται».

Κλείνουμε τη συζήτηση με την επιστροφή του κοινού στα θέατρα, αλλά σχολιάζει δηκτικά: «Ερχονται για να δουν τους ανειδίκευτους. Ετσι δεν μας αντιμετωπίζει η κυβέρνηση;». Και πριν, ρωτάω; «Σαν ειδικευόμενους», απαντά η Μ. Κατσανδρή, «γιατί είχαμε βγάλει ανώτερες σχολές. Κάποια στιγμή καταργήθηκε η άδεια του ηθοποιού, αλλά δεν χάσαμε τον τίτλο σπουδών. Οι ανώτερες σχολές ήταν επικυρωμένες από το κράτος. Τώρα υποτιμούν τις καλλιτεχνικές σπουδές, εξισώνοντας τα διπλώματα με απολυτήριο λυκείου. Κάθε παιδί όμως που ολοκλήρωσε τις τριετείς σπουδές του σε μια δραματική σχολή, διάβασε και κάτι έμαθε. Εξάλλου, τα τελευταία χρόνια εξετάζονται από δύο επιτροπές πολιτισμού. Μέλη τους περνάνε τα παιδιά. Τι νόημα έχουν οι επιτροπές αυτές, στην είσοδο και στην έξοδο της σχολής; Δεν είμαστε, λοιπόν, ανειδίκευτοι εργάτες. Ομως η εξουσία φοβάται την τέχνη, γιατί δεν μπορεί να τη διαχειριστεί».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή