«Θα πάρω εκδίκηση για τη ράτσα μου»

«Θα πάρω εκδίκηση για τη ράτσα μου»

Αποκλειστικά στην «Κ» η ομιλία της συγγραφέως Ανί Ερνό κατά την παραλαβή του βραβείου Νομπέλ στη Στοκχόλμη

13' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον περασμένο Δεκέμβριο η Γαλλίδα συγγραφέας Ανί Ερνό παρέλαβε το βραβείο Νομπέλ στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Oπως κάθε βραβευμένος εκφώνησε την επίσημη ομιλία της, την οποία η «Κ» παραθέτει αποκλειστικά καθ’ ολοκληρίαν στις σελίδες που ακολουθούν. Πρόκειται για τη βαρύνουσα κατάθεση μιας σημαντικής σύγχρονης συγγραφέως.

Ολα τα βιβλία της Ερνό στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και την άνοιξη πρόκειται να κυκλοφορήσουν δύο ακόμα έργα της στα ελληνικά: «Το Πάθος» (κυκλοφορεί στις 6 Απριλίου) και η «Ντροπή» (κυκλοφορεί στις 25 Μαΐου). Τη μετάφραση όλων των βιβλίων της Ερνό στα ελληνικά, όπως της ομιλίας στη Στοκχόλμη που ακολουθεί εδώ, υπογράφει η Ρίτα Κολαΐτη.

«Από πού να αρχίσω; Δεκάδες φορές έχω θέσει στον εαυτό μου τούτο το ερώτημα, μπροστά σε μια λευκή σελίδα. Θαρρείς και χρειαζόμουν να βρω τη φράση, τη μία και μοναδική, που θα μου επέτρεπε να εισέλθω στον κόσμο της συγγραφής και θα απόδιωχνε μεμιάς όλες τις αμφιβολίες. Ενα είδος κλειδιού. Σήμερα, καθώς προσπαθώ να αντιμετωπίσω μια κατάσταση όπου, μετά το αρχικό σάστισμα –«στ’ αλήθεια, σε μένα συμβαίνει αυτό;»–, η φαντασία μου μού ενσταλάζει έναν ολοένα μεγαλύτερο φόβο, με κυριεύει η ίδια ανάγκη. Να βρω τη φράση που θα μου δώσει την ελευθερία και την αποφασιστικότητα να μιλήσω δίχως να τρέμω, εδώ, σε αυτόν τον χώρο που με καλέσατε απόψε.

Και τούτη τη φράση δεν χρειάστηκε να την αναζητήσω κάπου μακριά. Ξεπρόβαλε πάραυτα. Με όλη της τη διαύγεια, όλη της τη σφοδρότητα. Λακωνική. Αδιάψευστη. Είχε γραφτεί πριν από 60 χρόνια στο ημερολόγιό μου. «Θα γράψω για να πάρω εκδίκηση για τη ράτσα μου». Σαν ηχώ της κραυγής του Ρεμπό: «Είναι ολοφάνερο, ανήκα πάντα σε κατώτερη ράτσα». Ημουν 22 χρόνων. Φοιτήτρια Φιλολογίας σε ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο, μαζί με τις κόρες και τους γιους της ντόπιας αστικής τάξης. Με μια υπεροψία ανάμεικτη με αφέλεια, σκεφτόμουν ότι αν γράψω βιβλία, αν γίνω συγγραφέας, εγώ η τελευταία μιας γενεαλογικής σειράς από ακτήμονες αγρότες, εργάτες σε εργοστάσια, μικρομαγαζάτορες –ανθρώπους καταφρονεμένους για τους τρόπους, την προφορά, την αμορφωσιά τους–, αυτό θα έφθανε για να επανορθώσω την κοινωνική αδικία που έχει να κάνει με την τάξη στην οποία γεννιέσαι. Οτι μια προσωπική νίκη θα εξάλειφε ολάκερους αιώνες δεσποτισμού και φτώχειας – μια ψευδαίσθηση που το σχολείο μού ενθάρρυνε εξαιτίας των καλών επιδόσεών μου. Πώς θα μπορούσε το προσωπικό μου επίτευγμα να ξεπληρώσει τόσες ταπεινώσεις και προσβολές; Δεν έθεσα ποτέ το ερώτημα στον εαυτό μου. Εβρισκα πάντα δικαιολογίες.

«Αφότου έμαθα να διαβάζω, τα βιβλία ήταν οι σύντροφοί μου και η ανάγνωση η φυσική εξωσχολική μου ενασχόληση».

Αφότου έμαθα να διαβάζω, τα βιβλία ήταν οι σύντροφοί μου και η ανάγνωση η φυσική εξωσχολική μου ενασχόληση. Αυτή η κλίση καλλιεργήθηκε από μια μητέρα που ήταν δεινή αναγνώστρια μυθιστορημάτων, ακόμα και μες στην οχλαγωγία του καφεπαντοπωλείου της, η οποία προτιμούσε να με βλέπει να διαβάζω παρά να πλέκω ή να ράβω. Το υψηλό κόστος απόκτησης των βιβλίων, η καχυποψία με την οποία τα αντιμετώπιζαν στο αυστηρό καθολικό σχολείο μου, τα έκαναν ακόμα πιο ποθητά για μένα. «Δον Κιχώτης», «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ», «Τζέιν Εϊρ», ιστορίες και παραμύθια των αδελφών Γκριμ και του Αντερσεν, «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», «Οσα παίρνει ο άνεμος», αργότερα «Οι άθλιοι», «Τα σταφύλια της οργής», «Η ναυτία», «Ο ξένος». Τα διαβάσματά μου τα καθόριζε το τυχαίο παρά οι υποδείξεις του σχολείου.

Η επιλογή των φιλολογικών σπουδών θα μου επέτρεπε να παραμείνω προσηλωμένη στη λογοτεχνία, που είχε γίνει η υπέρτατη αξία, ένας τρόπος ζωής που με έκανε να προβάλλω τον εαυτό μου σε κάποιο μυθιστόρημα του Φλομπέρ ή της Βιρτζίνια Γουλφ και, κυριολεκτικά, να τα ζω. Η λογοτεχνία ήταν ένας τόπος τον οποίο αντέτασσα, ασυνείδητα, στο δικό μου κοινωνικό περιβάλλον. Αντιλαμβανόμουν τη γραφή ως τη δυνατότητα μετάλλαξης της πραγματικότητας.

Και δεν ήταν η απόρριψη του πρώτου μου μυθιστορήματος από δύο – τρεις εκδότες –ένα μυθιστόρημα του οποίου η μόνη αξία ήταν η αναζήτηση μιας καινούργιας φόρμας– αυτό που πτόησε την επιθυμία και την περηφάνια μου. Ηταν οι καταστάσεις της ζωής όπου το βάρος της διαφοράς ανάμεσα στη ζωή μιας γυναίκας και σε εκείνη ενός άνδρα γινόταν έντονα αισθητό σε μια κοινωνία όπου οι ρόλοι ορίζονταν ανάλογα με το φύλο, η αντισύλληψη απαγορευόταν και η διακοπή της κύησης ήταν έγκλημα. Παντρεμένη με δύο παιδιά, μια θέση εκπαιδευτικού και την καθημερινή ευθύνη της οικογενειακής μέριμνας, απομακρυνόμουν ολοένα και περισσότερο από τη συγγραφή και την υπόσχεσή μου να πάρω εκδίκηση για τη ράτσα μου. Δεν μπορούσα να διαβάσω την παραβολή «Ενώπιον του νόμου» στη «Δίκη» του Κάφκα χωρίς να βλέπω τη μορφή του δικού μου πεπρωμένου: να πεθάνω χωρίς ποτέ να διαβώ την πύλη που είχε φτιαχτεί μόνο για μένα, το βιβλίο που μόνο εγώ μπορούσα να γράψω.

Αυτό όμως δεν λάμβανε υπόψη τις συγκυρίες, προσωπικές και ιστορικές. Ο θάνατος ενός πατέρα που συνέβη τρεις ημέρες μετά τον ερχομό μου στο σπίτι του για τις διακοπές, μια θέση καθηγήτριας σε σχολείο όπου οι μαθητές προέρχονταν από λαϊκά στρώματα παρεμφερή με το δικό μου, κινήματα αμφισβήτησης παντού στον κόσμο: όλα τούτα με γύρισαν, μέσα από δρόμους απρόβλεπτους και κομβικούς, πίσω στον κόσμο από τον οποίον προερχόμουν, στη «ράτσα» μου, και προσέδιδαν στην επιθυμία μου να γράψω ένα χαρακτήρα κρυφής και απόλυτης επιτακτικότητας. Καμία σχέση με εκείνο το απατηλό «γράφω για το τίποτα» των είκοσι χρόνων μου· τώρα ήθελα να βυθιστώ στο άφατο μιας μνήμης απωθημένης και να καταδείξω τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν οι δικοί μου. Να γράψω για να κατανοήσω τους λόγους, εντός και εκτός μου, που με είχαν ξεμακρύνει από τις ρίζες μου.

Στη γραφή, καμία επιλογή δεν είναι αυτονόητη. Ομως αυτοί που, ως μέτοικοι, δεν μιλούν πια τη γλώσσα των γονιών τους, και εκείνοι που, ως αποστάτες της κοινωνικής τους τάξης, έχουν πάψει να χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα, σκέφτονται και εκφράζονται με άλλες λέξεις, όλοι τους αντιμετωπίζουν επιπρόσθετα εμπόδια. Ενα δίλημμα. Στην πραγματικότητα νιώθουν τη δυσκολία, ακόμα και την αδυναμία να γράψουν στην επίκτητη γλώσσα, την κυρίαρχη, την οποία έμαθαν άριστα και τη θαυμάζουν σε λογοτεχνικά έργα, οτιδήποτε σχετίζεται με τον κόσμο από τον οποίον προέρχονται, αυτόν τον πρώτο κόσμο τον φτιαγμένο από αισθήσεις, από λέξεις που περιγράφουν την καθημερινή ζωή, την εργασία, τη θέση κάποιου στην κοινωνία. Από τη μία είναι η γλώσσα στην οποία έμαθαν να ονοματίζουν πράγματα, με την ωμότητά της, με τις σιωπές της, αυτήν, για παράδειγμα, της οικείας κουβέντας μεταξύ μητέρας και γιου, στο έξοχο κείμενο του Καμύ «Μεταξύ ναι και όχι». Από την άλλη είναι τα πρότυπα των έργων που θαυμάζουν, που εσωτερικεύουν, έργα που άνοιξαν το αρχικό σύμπαν και προς τα οποία νιώθουν υπόχρεοι για τη μεταρσίωσή τους, έργα που ενίοτε μάλιστα τα θεωρούν ως την αληθινή πατρίδα τους. Η δική μου περιελάμβανε τον Φλομπέρ, τον Προυστ, τη Βιρτζίνια Γουλφ: κανείς τους δεν μπορούσε να με βοηθήσει όταν καταπιανόμουν με τη γραφή. Επρεπε να απομακρυνθώ από το «καλογραμμένο» και τις ωραίες φράσεις –ακριβώς το είδος που δίδασκα στους μαθητές μου– για να ξεριζώσω, να εκθέσω και να κατανοήσω τη ρωγμή που με διαπερνούσε. Ο,τι μου ερχόταν αυθόρμητα ήταν ο σάλαγος μιας γλώσσας που κουβαλούσε οργή και χλεύη, ακόμα και τραχύτητα· μια γλώσσα της υπερβολής, εξεγερμένη, που συνήθως τη χρησιμοποιούν οι ταπεινωμένοι και οι προσβεβλημένοι ως τη μόνη τους απάντηση στη θύμηση της καταφρόνιας, της ντροπής και της ντροπής για το αίσθημα της ντροπής.

Πολύ γρήγορα μου φάνηκε προφανές –σε σημείο που δεν μπορούσα να φανταστώ άλλον τρόπο για να ξεκινήσω– να εδραιώσω την αφήγηση της κοινωνικής μου ρωγμής στην κατάσταση που βίωνα ως φοιτήτρια, μια απεχθή κατάσταση στην οποία το γαλλικό κράτος εξακολουθούσε να καταδικάζει τις γυναίκες: τη «λύση» της παράνομης έκτρωσης στο μισοσκότεινο δωμάτιο μιας «αγγελοποιού». Και θέλησα να περιγράψω όλα όσα βίωσε το κοριτσίστικο σώμα μου, την ανακάλυψη της ηδονής, τα έμμηνα. Ετσι, χωρίς να το συνειδητοποιώ τότε, αυτό το πρώτο βιβλίο, που εκδόθηκε το 1974, όριζε την επικράτεια στην οποία θα τοποθετούσα τη γραφή μου, μια επικράτεια κοινωνική και συνάμα φεμινιστική. Η εκδίκηση για τη ράτσα μου και για το φύλο μου θα ήταν πλέον ένα και το αυτό.

«Θα πάρω εκδίκηση για τη ράτσα μου»-1
Στοκχόλμη, Δεκέμβριος 2022. Η Ανί Ερνό παραλαμβάνει το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο στον πλανήτη. [EPA / CHRISTINE OLSSON]

«Ηταν αναγκαίο για μένα να συνεχίσω να λέω ‘‘εγώ’’»

Πώς γίνεται να στοχάζεσαι για τη ζωή χωρίς να κάνεις το ίδιο και για τη γραφή; Χωρίς να αναρωτιέσαι αν η γραφή ενισχύει ή διαταράσσει τις αποδεκτές, εσωτερικευμένες αναπαραστάσεις υπάρξεων και πραγμάτων; Με τη σφοδρότητα και τη χλεύη της, η εξεγερμένη γραφή δεν αντανακλούσε άραγε μια στάση εξουσιαζόμενου; Ο πολιτισμικά προνομιούχος αναγνώστης διατηρούσε την ίδια επιβλητική και αλαζονική στάση απέναντι σε κάποιον χαρακτήρα ενός βιβλίου όπως θα έκανε και στην πραγματική ζωή. Ετσι λοιπόν, στην αρχή, για να αποφύγω αυτό το βλέμμα που, αν στρεφόταν στον πατέρα μου, του οποίου τη ζωή ήθελα να αφηγηθώ, θα ήταν αβάσταχτο, καθώς και μια προδοσία –έτσι το ένιωθα–, υιοθέτησα, από το τέταρτο βιβλίο μου, μια γραφή ουδέτερη, αντικειμενική, «επίπεδη» υπό την έννοια ότι δεν περιείχε μήτε μεταφορές μήτε αποτυπώματα συγκίνησης. Η σφοδρότητα δεν ήταν πια έκδηλη· προερχόταν από τα γεγονότα αυτά καθαυτά και όχι από τη γραφή. Η αναζήτηση λέξεων που εμπεριέχουν την πραγματικότητα και συνάμα το αίσθημα που προξενεί η πραγματικότητα, θα γινόταν –και παραμένει έως σήμερα– το  αδιάλειπτο μέλημά μου όταν γράφω, όποιο κι αν είναι το θέμα.

Ηταν αναγκαίο για μένα να συνεχίσω να λέω «εγώ». Στη λογοτεχνική του χρήση, το πρώτο πρόσωπο –αυτό μέσω του οποίου, στις περισσότερες γλώσσες, υπάρχουμε από τη στιγμή που μαθαίνουμε να μιλάμε ώσπου να πεθάνουμε– θεωρείται συχνά ναρκισσιστικό εφόσον παραπέμπει στον συγγραφέα και όχι ένα «εγώ» που παρουσιάζεται ως φανταστικό. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι το «εγώ», προνόμιο μέχρι τότε των ευγενών που εξιστορούσαν υψηλόφρονα ανδραγαθήματα εν είδει Απομνημονευμάτων, ήταν για τη Γαλλία μια δημοκρατική κατάκτηση του 18ου αιώνα, η επιβεβαίωση της ισότητας των ανθρώπων και του δικαιώματος να είναι υποκείμενα της ιστορίας τους, όπως το διεκδικεί ο Ζαν-Ζακ Ρουσό στο πρώτο προοίμιο των «Εξομολογήσεων»: «Κι ας μην αντιτείνει κανείς ότι, όντας απλώς άνθρωπος του λαού, δεν έχω να πω τίποτα που να αξίζει την προσοχή των αναγνωστών. […] Οσο κι αν έζησα στην αφάνεια, εφόσον στοχάστηκα περισσότερο και καλύτερα από τους βασιλιάδες, η ιστορία της ψυχής μου είναι πιο ενδιαφέρουσα από τη δική τους».

Δεν ήταν τούτη η περηφάνια του πληβείου εκείνη που με κέντριζε (μολονότι…) αλλά η επιθυμία να χρησιμοποιώ το «εγώ» –μια μορφή αρσενική και θηλυκή ταυτόχρονα– σαν ένα εργαλείο εξερεύνησης που συλλαμβάνει τις αισθήσεις: εκείνες που η μνήμη έχει θάψει, εκείνες που ο γύρω κόσμος μας προσφέρει αδιάκοπα, παντού και πάντα. Κι αυτό το προοίμιο της αίσθησης έγινε για μένα ο οδηγός και η εγγύηση της αυθεντικότητας της αναζήτησής μου. Μα για ποιον σκοπό; Οχι για να εξιστορήσω τη ζωή μου μήτε για να απελευθερωθώ από τα μυστικά της αλλά για να αποκρυπτογραφήσω μια βιωμένη κατάσταση, ένα γεγονός, μια ερωτική σχέση, και να φανερώσω έτσι κάτι στο οποίο μόνο η γραφή μπορεί να δώσει οντότητα και να το περάσει, ίσως, σε άλλες συνειδήσεις, σε άλλες μνήμες. Ποιος θα μπορούσε να πει ότι ο έρωτας, η οδύνη και το πένθος, η ντροπή, δεν είναι οικουμενικά; Ο Βίκτορ Ουγκό έγραψε: «Κανείς μας δεν έχει την τιμή να ζήσει μια ζωή που να είναι μόνο δική του». Αφού όμως όλα τα πράγματα βιώνονται αναπόδραστα σε ατομικό επίπεδο –«σε μένα συμβαίνει αυτό»– μπορούν να διαβαστούν με τον ίδιο τρόπο εφόσον το «εγώ» του βιβλίου γίνει, υπό μία έννοια, πρόδηλο, και το «εγώ» του αναγνώστη ή της αναγνώστριας καταφέρει να το κυριέψει. Κι αυτό το Εγώ γίνεται εν ολίγοις υπερπροσωπικό.

Ετσι αντιλαμβάνομαι τη δέσμευσή μου στη γραφή, μια δέσμευση που δεν συνίσταται στο να γράφω «για» μια κατηγορία αναγνωστών, αλλά στο να γράφω «από» την εμπειρία μου ως γυναίκα και μέτοικος της ίδιας μου της χώρας· και από την ολοένα μεγαλύτερη μνήμη των χρόνων που διένυσα, και από το παρόν, τον ακάματο κομιστή εικόνων και λόγων των άλλων. Τούτη η δέσμευση ως μια υποθήκη του εαυτού μου στη γραφή ενισχύεται από την πεποίθηση, που έγινε βεβαιότητα, ότι ένα βιβλίο μπορεί να αλλάξει την προσωπική ζωή, να συνθλίψει τη μοναξιά καταστάσεων οδυνηρών και βαθιά θαμμένων, να μας κάνει να δούμε διαφορετικά τους εαυτούς μας. Η αποκάλυψη του άφατου είναι πολιτική πράξη.

Το βλέπουμε σήμερα με την εξέγερση εκείνων των γυναικών που βρήκαν τα λόγια για να διαταράξουν την αρσενική εξουσία και οι οποίες ξεσηκώθηκαν, όπως στο Ιράν, ενάντια στην πιο αρχαϊκή της μορφή. Κι όμως, γράφοντας σε μια δημοκρατική χώρα, εξακολουθώ εντούτοις ν’ αναρωτιέμαι για τη θέση που κατέχουν οι γυναίκες στο λογοτεχνικό πεδίο. Δεν έχουν ακόμη αποκτήσει νομιμοποίηση ως «παραγωγοί» έργων γραπτού λόγου. Υπάρχουν άνδρες στον κόσμο, και στις δυτικές πνευματικές σφαίρες μάλιστα, για τους οποίους βιβλία γραμμένα από γυναίκες απλούστατα δεν υπάρχουν· δεν τα παραθέτουν ποτέ. Η αναγνώριση του έργου μου από τη Σουηδική Ακαδημία είναι ένα νεύμα ελπίδας για όλες τις γυναίκες συγγραφείς.
Μέσα από την αποκάλυψη του κοινωνικά άφατου, αυτής της εσωτερίκευσης των σχέσεων ταξικής ή/και φυλετικής, καθώς και έμφυλης, κυριαρχίας, που είναι αντιληπτή μόνο από εκείνους που βιώνουν άμεσα τον αντίκτυπό της, υπάρχει η δυνατότητα ατομικής αλλά και συλλογικής χειραφέτησης. Η αποκρυπτογράφηση του πραγματικού κόσμου απογυμνώνοντάς τον από οράματα και αξίες που η γλώσσα, η οποιαδήποτε γλώσσα, κομίζει, σημαίνει τη διατάραξη της καθεστηκυίας τάξης του, την ανατροπή των ιεραρχιών του.

«Θα πάρω εκδίκηση για τη ράτσα μου»-2
Η Ανί Ερνό με τον γιο της Νταβίντ σε παλαιότερες εποχές. Μαζί γύρισαν πέρυσι την ταινία «The Super 8 Years».

«H λογοτεχνία υπήρξε ανέκαθεν ένας χώρος χειραφέτησης»   

Δεν συγχέω αυτή την πολιτική δράση της λογοτεχνικής γραφής, που υπόκειται στην αποδοχή της από την αναγνώστρια ή τον αναγνώστη, με τις θέσεις που αισθάνομαι υποχρεωμένη να υπερασπιστώ όσον αφορά γεγονότα, συγκρούσεις, ιδέες. Μεγάλωσα στην παγκόσμια μεταπολεμική γενιά, όπου ήταν αυτονόητο πως οι συγγραφείς και οι διανοούμενοι τοποθετούνταν σε σχέση με τη γαλλική πολιτική και συμμετείχαν στους κοινωνικούς αγώνες. Σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει κατά πόσον τα πράγματα θα είχαν πάρει άλλη τροπή χωρίς τον λόγο και τη στράτευση αυτών των ανθρώπων. Στον σημερινό κόσμο, όπου η πολλαπλότητα των πηγών πληροφόρησης, η ταχύτητα της εναλλαγής εικόνων εξοικειώνουν με μια μορφή αδιαφορίας, το να επικεντρώνεσαι στην τέχνη σου αποτελεί πειρασμό. Στο μεταξύ όμως στην Ευρώπη παρατηρείται η άνοδος μιας ιδεολογίας συντηρητισμού και απαγορεύσεων –συγκαλυμμένης και από τη βιαιότητα ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου που διεξάγει ο Ρώσος δικτάτορας– η οποία εξαπλώνεται και κερδίζει συνεχώς έδαφος σε χώρες μέχρι τώρα δημοκρατικές. Βασισμένη στον αποκλεισμό των ξένων και των μεταναστών, στην εγκατάλειψη των οικονομικά αδύναμων, στη διαρκή επιτήρηση του σώματος των γυναικών, αυτή η ιδεολογία επιβάλλει σε μένα –όπως και σε όλους εκείνους για τους οποίους η αξία μιας ανθρώπινης ύπαρξης είναι παντού και πάντα η ίδια– το καθήκον της ύψιστης επαγρύπνησης. 

Απονέμοντάς μου την υπέρτατη λογοτεχνική διάκριση, ένα λαμπερό φως τυλίγει ένα συγγραφικό έργο και μια προσωπική αναζήτηση που πραγματώθηκαν μες στη μοναξιά και την αμφιβολία. Κι αυτό το φως δεν με θαμπώνει. Δεν θεωρώ την απονομή του βραβείου Νομπέλ μια προσωπική νίκη. Δεν είναι μήτε από έπαρση μήτε από μετριοφροσύνη που το βλέπω, κατά μία έννοια, ως μια συλλογική νίκη. Μοιράζομαι την περηφάνια μου γι’ αυτό μαζί με εκείνες και εκείνους που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, επιθυμούν περισσότερη ελευθερία, ισότητα και αξιοπρέπεια για όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως βιολογικού και κοινωνικού φύλου, χρώματος δέρματος, κουλτούρας. Καθώς και με εκείνες και εκείνους που αναλογίζονται τις επερχόμενες γενιές, τη διάσωση μιας Γης την οποία η απληστία των ολίγων καθιστά ολοένα λιγότερο κατοικήσιμη για όλους τους πληθυσμούς.  
Ανατρέχοντας στην υπόσχεση που έδωσα στα είκοσί μου, ότι θα πάρω εκδίκηση για τη ράτσα μου, δεν μπορώ να πω αν την εκπλήρωσα. Από αυτή την υπόσχεση, από τους προγόνους μου, γυναίκες και άνδρες που η σκληρή δουλειά τούς οδήγησε νωρίς στον θάνατο, πήρα αρκετή δύναμη και οργή για να έχω την επιθυμία και τη φιλοδοξία να τους δώσω μια θέση στη λογοτεχνία, σε τούτο το σύνολο από διαφορετικές φωνές που, από πολύ νωρίς, με συνόδευε, επιτρέποντάς μου την πρόσβαση σε άλλους κόσμους, σε άλλες σκέψεις, περιλαμβανομένης και της ιδέας να εξεγερθώ ενάντιά της και να θελήσω να την αλλάξω. Για να εγγράψω τη φωνή μου ως γυναίκα και ως κοινωνική αποστάτρια σε αυτό που ανέκαθεν υπήρξε ένας χώρος χειραφέτησης, τη λογοτεχνία».    

«Θα πάρω εκδίκηση για τη ράτσα μου»-3

​​​​​​© LA FONDATION NOBEL 2022  

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή